Η άρση της ασυλίας βουλευτή - Δικαστική απόφαση και όχι πολιτική

Το κυπριακό Σύνταγμα καθιέρωσε την αρχή της ασυλίας σε σχέση με ποινικά αδικήματα, που κατ’ ισχυρισμόν θεωρούνται ότι τελέστηκαν από βουλευτή ή/και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ήδη, η Νομολογία μας χειρίστηκε υποθέσεις περί την άρση της βουλευτικής ασυλίας, για σκοπούς ποινικής υπόθεσης. Επήλθαν, μάλιστα, οι συνέπειες που το Σύνταγμα προβλέπει μετά από ποινική καταδίκη βουλευτή από το ποινικό Δικαστήριο, σε σχέση με το αξίωμά του.

Η ασυλία βουλευτή της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει όριο τη δυνατότητα του Γενικού Εισαγγελέα να παραπέμπει αίτημα, σύμφωνα με το Σύνταγμά μας, στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο μπορεί να κρίνει κάτω από συγκεκριμένη νομική συλλογιστική και θεώρηση εάν μπορεί να αρθεί ή όχι η ασυλία.

Η αρμοδιότητα αυτή ορθά ανήκει, ως αρχική πρωτοβουλία και ως τελική κρίση, σε μη πολιτικά όργανα – τον Γενικό Εισαγγελέα και τη Δικαστική Εξουσία, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου το πολιτικό αυτό όργανο αποφασίζει, οπότε δυνατό να υπεισέλθουν και πολιτικής μορφής ζητήματα! Σε κάθε περίπτωση, η κρίση για την ανάγκη ή όχι άρσης της ασυλίας δεν ανατρέπει, όπως και για κάθε πολίτη, το τεκμήριο της αθωότητας του βουλευτή. Άλλωστε, ουδείς υπεράνω του Νόμου.

Από τις δυσάρεστες περιπτώσεις τέτοιων διαδικασιών που εξετάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριό μας, έχουν διευκρινιστεί πλήρως κάποιες απαραίτητες προϋποθέσεις, όπως το ότι, το αίτημα άρσης πρέπει να αφορά αδικήματα διαφθοράς, ανεντιμότητας και ηθικής αισχρότητας, να μην έχει σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του βουλευτή και ούτε να κατευθύνεται από το όποιο πολιτικό κίνητρο. Προφανώς η σοβαρότητα του κατ’ ισχυρισμόν αδικήματος εξαρτάται από τις συνθήκες υπό τις οποίες, κατ’ ισχυρισμόν διαπράχθηκε.

Κύρια η δυνατότητα αυτή, άρσης της ασυλίας, έχει σημασία σ’ ότι αφορά την επιβεβαίωση της έννοιας του Κράτους Δικαίου. Η παροχή της ζητούμενης άδειας πρέπει απαραιτήτως να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον που απαιτεί, ώστε τα εμπλεκόμενα σε ποινικά αδικήματα άτομα να δικάζονται το συντομότερο προς επικράτηση της νομιμότητας. Μάλιστα, το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει ότι για αδικήματα που επισύρουν ποινή φυλάκισης άνω των πέντε ετών, αν ο διαπράξας αυτά συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, τότε δεν απαιτείται αίτηση ως πιο πριν. Αρκεί απλώς σχετική ειδοποίηση από την αρμόδια Αρχή προς το Ανώτερο Δικαστήριο, που αποφασίζει για να συνεχίσει ή μη τη δίωξη και/ή την κράτηση.

Η πρόσθετη και προφανής συνέπεια, είναι και το ότι μετά την καταδίκη, πρόσθετα προς την επελθούσα άρση της ασυλίας, εξυπηρέτησε και το γεγονός ότι ο καταδικασθείς βουλευτής, κατά τις πρόνοιες του Συντάγματος, χάνει την ιδιότητά του. Η έννομη τάξη πρέπει να επιβεβαιώνεται κυριαρχικά μακριά από την όποια πολιτική διάσταση.