Συμβιβασμοί και αντιφάσεις της ΔΔΟ προς την δημοκρατική θεωρία

Ανάμεσα στο οξύμωρο και το παράλογο. Το οξύμωρο να θεωρούμε ότι στοχεύουν σε ‘‘απαλλαγή από την κατοχή’’ οι συνομιλίες για νομιμοποίησή της, το να ζητούμε ελευθερία χωρίς απελευθέρωση, ή σκορδαλιά χωρίς το σκόρδο. Παράλογο, πάλι, χαρακτήρισε ο Σάμουελ Μπέκετ να βρίσκεσαι σε μια μαούνα που ταξιδεύει προς μια κατεύθυνση, ας πούμε προς ανατολάς, κι εσύ να πιστεύεις πως κινείσαι ή ταξιδεύεις προς αντίθετη κατεύθυνση επειδή, όντας μέσα στην μαούνα, περπατείς προς τα δυτικά. Το πρώτο οι πολιτικοί μας, για δεκαετίες τώρα, το ονομάζουν «μακροχρόνιο αγώνα», ενώ το δεύτερο, πιο καινοφανές πολιτικό φρούτο, το λανσάρουν ως «αλλαγή πολιτικής».

Μπορεί, λοιπόν, η ‘‘δημοκρατία να σχεδιασθεί’’, στο πλαίσιο δημιουργίας πολιτειακών οντοτήτων, με σκοπό την επίλυση «εθνοτικών» συγκρούσεων; Ποιες προκλήσεις προς την δημοκρατική θεωρία παρουσιάζει το προτεινόμενο ‘‘πρότυπο’’ της ‘‘συνεταιρικής δημοκρατίας’’, ή συγκυριαρχίας, ‘‘power sharing’’ και ‘‘consociationalism’’; Αλλά, πιο κρίσιμα, ποια είναι η ουσιαστική αλλαγή στην κατεύθυνση της μοιρασμένης κυριαρχίας, ή συγκυριαρχίας, ‘‘poooled sovereingty’’ που ετοιμάζει το νέο δικοινοτικό ομοσπονδιακό μόρφωμα, και σε τι ακριβώς διαφέρει από την υπαγωγή στην (αγγλο)τουρκική επικυριαρχία;

Βρισκόμενοι, εσαεί, μπροστά σε υπό διαπραγμάτευση, και ενδεχόμενη λύση ομοσπονδιακής μορφής, είναι καίριο να εξετάζουμε, με ενημερωμένο τρόπο, τόσο τα εγγενή προβλήματα της δυσλειτουργικότητας της ‘‘συνεταιρικής δημοκρατίας’’, που τόσο ακριβά ήδη έχει πληρώσει η Κύπρος, με την αποτυχία του μοντέλου του 1960, όσο και πόσο καταλυτικοί μπορεί να αποβούν για την επιβίωση μιας τέτοιας ‘‘δημοκρατίας’’ οι συμβιβασμοί κι οι αντιφάσεις προς την δημοκρατική θεωρία, όπως αυτή περιγράφει όχι μόνο το ιδεατό μοντέλο της δημοκρατίας αλλά και τα (ας πούμε είκοσι δύο, όσα τα μετρά ο Arend Lijphard, στο ‘‘Democracies’’ του), επιτυχημένα παραδείγματά της διεθνώς. Ποιες εντάσεις δημιουργεί για τις αρχές της δημοκρατικής θεωρίας, και εν τέλει την βιωσιμότητα, της δημοκρατικής πολιτείας των ‘‘πολυεθνικών ή εθνοπλουραλιστικών’’ κοινωνιών η μετάβαση από το πλειοψηφικό (Westminster) μοντέλο, στο ‘‘συναινετικό’’ (consensual) πρότυπο της συνεταιρικής δημοκρατίας;

Η Ομοσπονδία, ένας δύσκολος γάμος ανάμεσα στην ‘‘κοινή βούληση’’ και τους ‘‘διαφορετικούς τρόπους’’ των πληθυσμιακών ομάδων που συμφωνούν να συμβιώσουν σε αυτή, θέτει σοβαρές προκλήσεις για την δημοκρατική θεωρία, όπως αυτή έχει εξελιχθεί για τα ενιαία κράτη. Οι περίπλοκοι θεσμοί της, χώρος συνεχών τριβών, διαπραγματεύσεων και συναλλαγών ανάμεσα στις συνιστώσες ελίτ του συνεταιρικού κράτους, προβάλλουν ερωτήματα ως προς την υπονόμευση των κριτηρίων διαφάνειας και ελεγξιμότητας. Ο περιορισμός της πολιτικής ατζέντας των αντιστοίχων κέντρων εξουσίας ελέγχεται ως προς τον συνεπαγόμενο περιορισμό της πολιτικής συμμετοχής και τις δυνατότητες δημοκρατικού ελέγχου, ενώ καίρια πρόκληση στο αίσθημα της δημοκρατικής αρχής της πολιτικής ισότητας (των πολιτών) θα συνιστά το διαφαινόμενο ασύμμετρο βάρος πολιτικής επιρροής που χαίρουν οι πολίτες μικρότερων, μειονοτικών ομάδων, με καταλυτικές αιτίες όξυνσης, π.χ., την ενδεχόμενη προβολή ή απειλή προβολής βέτο για διαπραγματευτικούς σκοπούς. Κυρίαρχη θα είναι, στο ομόσπονδο κράτος, η ένταση ανάμεσα στο πρόταγμα (και πρόταξη) της προστασίας των ομαδικών δικαιωμάτων και την συνεπαγόμενη παραβίαση (συχνά κατάφωρη) των ατομικών δικαιωμάτων, που άλλωστε, μόνα αυτά προστατεύει το διεθνές δίκαιο.

Προέχει, εξάλλου, στους προβληματισμούς μας, πώς οι όροι που διασφαλίζουν τέτοιο δυσανάλογα διαφορικό πολιτικό βάρος στις συνιστώσες κοινότητες διαιωνίζουν τα προβλήματα του εθνικού διαχωρισμού (‘‘solidify vertical cleavages’’), που αναδεικνύεται σε συστατικό στοιχείο της νέας πολιτειακής διαμόρφωσης, θέτει θέμα αντιφατικής ή διϊστάμενης πολιτικής αφοσίωσης (loyalty) και ταυτότητας (citizen identity) υπονομεύει την προσπάθεια δημιουργίας κοινοτικού πνεύματος και συνοχής μιας δυνητικά, ή μάλλον ιδεατά, ενιαιοποιούμενης κυπριακή κοινωνίας, με απώτερες καταλυτικές συνέπειες σε ό,τι αφορά την λειτουργικότητα, ακεραιότητα ή ανεξαρτησία του νεοσύστατου ομόσπονδου κράτους, σε εξυπηρέτηση, έτσι, των ευρύτερων περιφερειακών γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων που ενδεχομένως εξυπηρετεί μια τέτοια ετεροβαρής, θνησιγενής και συνταγματικά αλλά και εθνικά ετεροβαρής λύση.

Πρόκειται, άλλωστε, όχι μόνο για άνωθεν, αλλά και έξωθεν προαγόμενη κι επιβαλλόμενη λύση, με σημείο αναφοράς (‘‘point of reference’’) τον διακανονισμό περιφερειακών γεωστρατηγικών συμφερόντων και με βαριά την σκιά των αλυτρωτικών βλέψεων της ήδη ημικατέχουσας το νησί γείτονος, Τουρκίας, όπως και τα στρατηγικά συμφέροντα της τέως αποικιακής στο νησί δύναμης, Βρετανίας. Κι είναι αυτά ισορροπίες και συμφέροντα που προέχουν στους όρους των συνταγματικών ρυθμίσεων της ‘‘λύσης’’ έναντι προβληματισμών για την βιωσιμότητα κι εσωτερική νομιμότητα, ή ‘‘δημοκρατικότητα’’ της σχεδιαζόμενης ‘‘νεοανανικής’’ λύσης.

Αναλύσαμε, ακροθιγώς, τις «κωλοσυρμαθκιές», ενός τέτοιου δικοινοτικού διζωνικού συντάγματος που αξιωματικά διαμορφώνει το πλαίσιο της συζητούμενης λύσης. Ένα συμβόλαιο συνύπαρξης που νομικοί των συμβολαίων θα χαρακτήριζαν ως «πράσις επί λύσει». Σύμφωνο που εμπερικλείει το ληξιπρόθεσμό του, την λύση του συμβολαίου, την διάλυση της σύμβασης και συνύπαρξης. Μια συνύπαρξη δύσκολη και με τις καλύτερες των συμβαλλομένων προθέσεις αδύνατη στην απουσία αυτών των προθέσεων και της αμοιβαίας καλής πίστης. Ή, αν υπάρχουν κρυπτόμενες άλλες προθέσεις και σχεδιασμοί.

Κάποιος Βραγαδίνος που το 1570 υπέγραψε μια τέτοια συμφωνία έντιμου συμβιβασμού και καλής πίστης, ένιωσε στο γδαρόμενο πετσί του τις συνέπειες της καλής του πίστης. Και προειδοποιεί έκτοτε – ιστορία είναι, κάτι διδάσκει - για την «μπέσα των Τούρκων»: Οχυρωμένοι, ή αχυρωμένοι;