Κυπριακό

Η εισβολή του Αττίλα

Μέρος Α' - Ιστορικά ντοκουμέντα από τις πρώτες ώρες της τουρκικής εισβολής

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο αποτελεί για τον ελληνισμό τoυ νησιού μας εθνική τραγωδία και για τον σύμπαντα Ελληνισμό το φοβερότερο πλήγμα που δέχθηκε στη σύγχρονη ιστορία του. Ήταν μια δεύτερη Μικρασιατική Kαταστροφή. Οι πληγές που άνοιξε ο τουρκικός Αττίλας στο σώμα της Κύπρου δεν έχουν ακόμα επουλωθεί. Το 38% του εδάφους της εξακολουθεί να κρατείται με τη βία των τουρκικών όπλων και η Άγκυρα, με την ανοχή των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργεί κάθε τόσο νέα τετελεσμένα, καθιστώντας τα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη τουρκική επαρχία. Η Κύπρος πληρώνει τα λάθη των ηγεσιών της και των ηγεσιών της Ελλάδας. Ουδέποτε χάραξαν ενιαία γραμμή στο εθνικό θέμα, ουδέποτε υπολόγισαν τον τουρκικό παράγοντα. Αντίθετα, Αθήνα και Λευκωσία μια συμφωνούσαν και μια διαφωνούσαν με τη λύση του Κυπριακού και τον Ιούλιο του 1974 εκδήλωσαν πλήρη διαφωνία, με αποτέλεσμα την ανατροπή του Μακάριου, με το άφρον Πραξικόπημα, που το εκμεταλλεύτηκε η καιροφυλακτούσα Τουρκία για να εισβάλει με τις ορδές του Αττίλα στο ανοχύρωτο νησί μας, που σπαρασσόταν σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Μακαριακών και Γριβικών, Ανεξαρτησιακών και Ενωτικών.

Eνδείξεις για τις προθέσεις της Τουρκίας να εισβάλει στο νησί υπήρξαν αρκετές κατά τα τελευταία χρόνια. Iδιαίτερα πριν το Πραξικόπημα πληθύνονταν συνεχώς και είχαν αποκορυφωθεί την Άνοιξη του 1974. Ο αόρατος δικτάτορας, Δημήτρης Ιωαννίδης, που ήταν γνωστός φανατικός Αντιμακαριακός καθώς και η λοιπή ηγεσία της Χούντας, γνώριζαν τις τουρκικές πολεμικές προπαρασκευές, όταν έπαιρναν την απόφαση για την ανατροπή του Μακαρίου με Πραξικόπημα. Γνώριζαν τη συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων στη νότια Μικρασία, αλλά δεν πήραν κανένα μέτρο για την άμυνα της Κύπρου, προτού προχωρήσουν στο Πραξικόπημα. Καταπελτικές για τη Χούντα είναι οι μαρτυρίες του ε.α. Συνταγματάρχη Σημαιοφορίδη, Υπολοχαγού τότε, υπεύθυνου του κλιμακίου της ΚΥΠ στην Κερύνεια. Όπως κατέθεσε στην Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για το φάκελο της Κύπρου, επανειλημμένα είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, με συγκεκριμένες πληροφορίες για τη δραστηριότητα της 39ης Μεραρχίας του τουρκικού στρατού, που ήταν αποδεσμευμένη από το ΝΑΤΟ. Επανειλημμένα στην κατάθεσή του ο Σημαιοφορίδης αποκαλύπτει ότι η 39η τουρκική Μεραρχία, που ήταν επιφορτισμένη για την εισβολή στην Κύπρο, παρακολουθείτο από τις Ελληνικές Μυστικές Υπηρεσίες τα τελευταία 5 χρόνια.

Η Μεραρχία αυτή, που είχε σύνθεση τριών συνταγμάτων, από τον Απρίλη μέχρι τον Ιούνιο του 1974 διεξήγε ασκήσεις που κάλυπταν την περιοχή από τη Μερσίνα μέχρι την Αντιόχεια. Στην άσκηση συμμετείχαν και αεροπλάνα με πιλότους, ανώτερους αξιωματικούς, ενώ συνήθως οι πτήσεις αυτές γίνονταν από μικρούς αξιωματικούς για εκπαίδευση. Όταν έληξε η άσκηση στις 15 Ιουνίου, ανακλήθηκαν οι άδειες όλων των απλών στρατιωτών και των αξιωματικών μέχρι το βαθμό του στρατηγού. Όλες οι πληροφορίες διαβιβάζονταν και στον Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγό Γρηγόρη Μπονάνο, που είχε διατελέσει Επιτελάρχης της Εθνικής Φρουράς όταν η Ελληνική Μεραρχία βρισκόταν στην Κύπρο.

Ο Αρχηγός του Ναυτικού, Αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, στην κατάθεσή του στην ίδια Επιτροπή κατέθεσε ότι στις 17 Ιουλίου 1974, δηλαδή τρεις μέρες πριν την εισβολή σε δεξίωση που έδωσε ο Πρέσβης της Δυτικής Γερμανίας στην πρεσβεία του, αναφερόμενος στην κατάσταση που επικρατούσε μετά το Πραξικόπημα, του είπε ότι «δεν είναι βέβαιος αν τα πράγματα θα είναι καλά και αύριο». Την πληροφορία αυτή τη διαβίβασε αμέσως στον Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγό Γρηγόριο Μπονάνο, γιατί άλλες πληροφορίες ανέφεραν ότι σημειώνονται στη Βουλγαρία μετακινήσεις στρατευμάτων. Παρόμοιες πληροφορίες διαβιβάζονταν στον Μπονάνο και από τον αρχηγό της ΚΥΠ, στρατηγό Λάμπρο Σταθόπουλο. Το γεγονός αυτό για ψεύτικες πληροφορίες επιβεβαιώνει και ο Αραπάκης, ο οποίος διαψεύδει τον Σταθόπουλο, ότι δεν διαβίβασε τέτοιες πληροφορίες στο Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων. Οι ψεύτικες αυτές πληροφορίες στόχευαν στον εκφοβισμό του Ελληνικού Στρατού και στη μείωση του ηθικού του καθώς και στην πρόκληση σύγχυσης στη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, η οποία δεν πήρε κανένα μέτρο για την ενίσχυση της Εθνικής Φρουράς, με άντρες και άλλα πολεμικά μέσα.

Απόπλους του Αττίλα και Εισβολή

Η διαταγή για τον απόπλου της 39ης τουρκικής Μεραρχίας δόθηκε στις 4.30 της 19ης Ιουλίου από τον σωματάρχη αντιστράτηγο Ερσίν, που είχε έδρα τα Άδανα. Στις 5.30 η ώρα η βρετανική τηλεόραση μετέδιδε τον απόπλου του τουρκικού αποβατικού στόλου από το λιμάνι της Μερσίνας. Στις 4.30 της 20ής Ιουλίου κάνει την εμφάνισή της η τουρκική αρμάδα στ’ ανοιχτά της Κερύνειας. Μέχρι τις 4.45 πλησιάζουν τα πρώτα αποβατικά σκάφη στην ακτή Πέντε Μίλι και στις 5.20 η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς παρέπαιε, αμήχανη και αδύναμη να αντιδράσει. Ήταν εντελώς ανίκανη να διαχειριστεί την κατάσταση που δημιουργείτο από την απρόκλητη τουρκική ενέργεια σε βάρος της Κύπρου. Περίμενε εντολές από τον Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας, πώς να ενεργήσει ενώ οι Τούρκοι έπλητταν με επίγειες και αεροπορικές δυνάμεις τα παράλια της Κύπρου, την Κερύνεια, τη Λευκωσία και την ΕΛΔΥΚ. Η διάταξη των μονάδων της, ειδικά στο χώρο της Κερύνειας και της Λευκωσίας, δεν ήταν η προβλεπόμενη από το σχέδιο άμυνας με τον κωδικό «Κ». Οι περισσότερες από τις μονάδες αυτές είχαν εμπλακεί στο Πραξικόπημα και ήταν διασπαρμένες ακόμη σε διάφορα μέρη της νήσου μέχρι και την μακρινή Πάφο. Τραγική ήταν η κατάσταση, όπως την κατέθεσαν στο Φάκελο της Κύπρου Κύπριοι και Ελλαδίτες αξιωματικοί, που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις κατά του Αττίλα, τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη φάση της εισβολής. Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι σε καμιά κατάθεση αξιωματικών για το φάκελο της Κύπρου, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Κύπρο, δεν αναφέρεται ότι το ΓΕΕΦ διέταξε πυρά κατά των εισβολέων, όταν αυτοί, εν είδει περιπάτου, αποβιβάζονταν στα ιερά χώματα της ιδιαίτερης πατρίδας μας. Αντίθετα, από πολλές καταθέσεις και μαρτυρίες αξιωματικών και ανδρών που πολέμησαν, προκύπτει ότι: Το ΓΕΕΦ συνιστούσε αυτοσυγκράτηση, παραμένοντας ανενεργό. Καθυστερημένα σύμφωνα με τις τηλεφωνικές οδηγίες που έπαιρνε από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων μέχρι τις 8.40 η ώρα, δηλαδή 3 ώρες και 20 λεπτά μετά την έναρξη της εισβολής εδέησε να ενεργήσει εκδίδοντας διαταγές. Και το χειρότερο ήταν ότι οι διαταγές του ΓΕΕΦ για την εκτέλεση του σχεδίου Αμύνης δεν άρχισαν να υλοποιούνται αμέσως. Στις ελάχιστες περιπτώσεις έγινε αυτό με πρωτοβουλία των διοικητών των μονάδων.

Μονάδες Καταδρομών και Πεζικού που έπρεπε να βρίσκονταν στο Πενταδάκτυλο και νότια της Κερύνειας βρέθηκαν στη Λευκωσία, εκτός από ένα λόχο που βρέθηκε στη θέση του. Πέρα από τις προβλεπόμενες 2 Μοίρες Πυροβολικού, βρέθηκαν στην περιοχή Λευκωσίας και δυο πυροβολαρχίες Ορειβατικού Πυροβολικού. Εκτός της περιοχής βρέθηκαν μόνο δυο πυροβολαρχίες, που είχαν ήδη κινηθεί προς την Κερύνεια.

Το Σχέδιο Άμυνας κατά της Εισβολής

Το σχέδιο άμυνας της Κύπρου με τον κωδικό «Κ» είχε καταρτισθεί από τον Ταξίαρχο Παύλο Παπαδάκη, όταν ήταν Επιτελάρχης της Εθνικής Φρουράς, μετά την ανάκληση του Στρατηγού Γρίβα Διγενή και της Ελληνικής Μεραρχίας το Δεκέμβρη του 1967 και Γενάρη του 1968. Το νέο σχέδιο ήταν βασισμένο στο σχέδιο άμυνας, που είχε καταρτισθεί από τον Γρίβα και τους επιτελείς του με τα δεδομένα της παρουσίας της Ελληνικής Μεραρχίας. Ο Παπαδάκης προσάρμοσε το σχέδιο στα νέα αμυντικά δεδομένα. Το νέο σχέδιο προέβλεπε και στήριζε την άμυνα της Κύπρου στις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και σε συγκεκριμένα τμήματα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, που θα εμπλέκονταν, όχι αμέσως μετά την εισβολή, αλλά μετά από εντολή του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων. Τα τμήματα αυτά ήταν:

Α) Δυνάμεις Στρατού Ξηράς: Σύνταγμα ΕΛΔΥΚ (900 ανδρών)

Β) Δυνάμεις Ναυτικού: Ένα υποβρύχιο και μια τορπιλάκατος.

Γ) Δυνάμεις Αεροπορίας: Μια μοίρα αεροσκαφών Δ/Β με αεροσκάφη F-84, για επίθεση στον χώρο ανάπτυξης της τουρκικής ναυτικής δύναμης ή του προγεφυρώματος.

Οι δυνάμεις της Εθνοφρουράς, σύμφωνα με το σχέδιο «Κ», ενεργοποιούνταν αυτόματα με διαταγή του ΓΕΕΦ, από τη στιγμή που η εχθρική ναυτική δύναμη έμπαινε στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας (12 ναυτικά μίλια).

Η έναρξη της εισβολής

Η βάρβαρη επίθεση των εισβολέων του τουρκικού στρατού, όπως προαναφέρθηκε, άρχισε στις 5.20 η ώρα ακριβώς της 20ής Ιουλίου, σύμφωνα με την κατάθεση του εκτελούντος χρέη Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, ταξίαρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, με ταυτόχρονη ρίψη αλεξιπτωτιστών και απόβαση εχθρικών δυνάμεων στην περιοχή Πέντε Μίλι, ανατολικά της Κερύνειας. Μπροστά σ’ αυτή την απρόκλητη, εγκληματική τουρκική ενέργεια, η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς επέδειξε ασυγχώρητη απάθεια και ολιγωρία. Ο Διοικητής της δεν στάθηκε στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων. Δεν έδωσε καμιά διαταγή για την εφαρμογή του σχεδίου «Κ», αφήνοντας τους εισβολείς να πλήττουν ανενόχλητοι τις ακτές της Κερύνειας και να αποβιβάζουν άντρες και πολεμικό υλικό στο Πέντε Μίλι ενώ τα πολεμικά τους σκάφη σφυροκοπούσαν με τα κανόνια τους τις ακτές της Κύπρου, από την Κερύνεια μέχρι τα Πάναγρα και τον Κορμακίτη. Την ίδια ώρα τα τουρκικά μαχητικά βομβάρδιζαν ανενόχλητα στόχους της Εθνικής Φρουράς και την ΕΛΔΥΚ ενώ τα εχθρικά μεταγωγικά έριπταν αλεξιπτωτιστές στον θύλακο Μπογαζίου-Αγύρτας-Κιόνελι.

Η λήψη κατάλληλων θέσεων από τις προβλεπόμενες δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και προσβολή του εισβολέα με τον κατάλληλο οπλισμό δεν έγινε. Επίσης, η εξουδετέρωση των τουρκοκυπριακών θυλάκων, που ήταν αναμφισβήτητα επιβαλλομένη ενέργεια, γιατί απέκλειε την ταχεία διεύρυνση του εχθρικού προγεφυρώματος και δημιουργούσε συγχρόνως ευνοϊκές προϋποθέσεις για επίθεση των φίλιων δυνάμεων, σε συνδυασμό με άλλες δυνάμεις κατά του προγεφυρώματος, καθυστέρησε αδικαιολόγητα. Η πλήρης ανικανότητα της Διοίκησης του ΓΕΕΦ, να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις ανάγκες της κρίσιμης στιγμής αλλά και στην εκτέλεση του επιβαλλόμενου στρατιωτικού καθήκοντος, αποτέλεσε την κύρια αιτία της καθυστέρησης, η οποία επέτρεψε στους εισβολείς να αποβιβάζονται σχεδόν ανενόχλητοι.

Σύμφωνα με έγκυρους στρατιωτικούς αναλυτές, η αδράνεια του ΓΕΕΦ στην πιο κρίσιμη καμπή της έναρξης της εισβολής οφείλεται στους παρακάτω λόγους:

Α. Μη έκδοση συγκεκριμένων διαταγών.

Β. Αδυναμία-ανικανότητα αποτελεσματικού επιχειρησιακού ελέγχου από το ΓΕΕΦ.

Γ. Πλήρης σύγχυση για τις επιβαλλόμενες επιχειρησιακές ενέργειες.

Δ. Έλλειψη ηθικού σε όλα τα κλιμάκια Διοίκησης, όχι μόνο λόγω της εισβολής αλλά και λόγω του προηγηθέντος Πραξικοπήματος.

Ε. Μηδενική έως μέτρια επαγγελματική ικανότητα στελεχών, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, ειδικότερα κατώτερων αξιωματικών.

ΣΤ. Πλήρης αποδιοργάνωση διατάξεων μάχης και στο σύνολο των μονάδων της Εθνοφρουράς, που πήραν μέρος στο Πραξικόπημα.

Η αποδιοργάνωση αυτή προκάλεσε την ανατροπή των σχεδίων της άμυνας της Νήσου. Ουσιαστικά, υπήρξε πλήρης απουσία της ανώτατης διοίκησης, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις της Εθνικής φρουράς να μην λάβουν μέρος σε καμιά σύγκρουση με τον εχθρό. Για την ανικανότητα της ηγεσίας της Εθνικής Φρουράς και την αποδιοργάνωση-ανατροπή των σχεδίων αμύνης συνένοχη είναι και η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας. Όχι μόνο του Αρχηγού, Στρατηγού Μπονάνου αλλά και των διοικητών Ναυτικού, Αντιναύαρχου Πέτρου Αραπάκη και Αεροπορίας, Αντιπτεράρχου Αλέξανδρου Παπανικολάου. Κοντά σ’ αυτούς και άλλοι υφιστάμενοί τους, ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί και διοικητές επιτελικών γραφείων, όπως οι υποστράτηγοι Χανιώτης και Πολίτης. Διότι σε επίμονες αιτήσεις-παρακλήσεις από την πλήρως συγχυσμένη ηγεσία του ΓΕΕΦ πώς έπρεπε να ενεργήσει, απαντούσαν καθησυχαστικά, λέγοντας μεταξύ άλλων, ότι πρόκειται για ασκήσεις των Τούρκων και συνιστούσαν «αυτοσυγκράτηση», έναν όρο άγνωστο μέχρι τότε στη στρατιωτική ορολογία.

Σύμφωνα με τις καταθέσεις αξιωματικών που πολέμησαν στην Κύπρο ή υπηρετούσαν στην Ελλάδα και έφθασαν αργότερα μέχρι το βαθμό του στρατηγού, η ηγεσία των Εθνικής Φρουράς πελαγοδρομούσε και περιοριζόταν:

Α) Να ανακυκλώνει συνεχώς τις ψεύτικες πληροφορίες για ύποπτες κινήσεις βουλγαρικών δυνάμεων προς τα Ελληνικά σύνορα, για ύποπτες κινήσεις ρωσικών αεροπορικών δυνάμεων και άλλων χωρών και να δικαιολογεί έτσι την εγκληματική της αδράνεια, αφήνοντας την Κύπρο στο έλεος του Αττίλα.

Β) Να προβαίνει σε θεατρικές ενέργειες, που καταρράκωναν τις Ένοπλες Δυνάμεις, όπως:

α) Ο απόπλους των δύο υποβρυχίων στις 15.15 της 19ης Ιουλίου διατάχθηκε, όταν ήταν πια φανερό ότι η τουρκική εισβολή ήταν θέμα λίγων μόνο ωρών, για μια διαδρομή διάρκειας 50 ωρών.

β) Ο Αραπάκης, που έκανε τις διαπραγματεύσεις με τον Σίσκο για κατάπαυση του πυρός, εξέδωσε διαταγή απόπλου των δύο υποβρυχίων, πολύ καθυστερημένα, το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου, γνωρίζοντας ότι στις 16 η ώρα της ίδιας ημέρας θα ανακοινωνόταν επίσημα η κατάπαυση του πυρός.

γ) Οι αεροπορικές δυνάμεις που κηρύχθηκαν σ΄ ετοιμότητα από τις 18 Ιουλίου βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση, που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην αποστολή τους, εκτός εκείνης της αερομεταφοράς της 1ης Μοίρας Καταδρομών, που κατέπεσε και συνετρίβη στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας από φίλια πυρά.

Σύμφωνα με έγκυρους, Έλληνες, ξένους και Τούρκους ακόμη πολεμικούς αναλυτές, η εκτέλεση της επιχείρησης «Αττίλας» ήταν φιάσκο. Και αν οι Ελληνικές Ένοπλες δυνάμεις επενέβαιναν έγκαιρα, οι Τούρκοι θα πάθαιναν συμφορά. Χαρακτηριστικές είναι εν προκειμένω οι δηλώσεις των Τούρκων στρατηγών που είχαν εμπλακεί στην εισβολή:

Στρατηγός Μπενρεντίν Ντεμιρέλ, Διοικητής της 39ης Μεραρχίας, που είχε αναλάβει την επιχείρηση της εισβολής: «Αναρωτιέμαι σήμερα, αν τότε εκείνη η ακτή είχε εμπόδια ή ήταν ναρκοθετημένη, τι θα κάναμε. Ήταν ποτέ δυνατό, αφού η επιχείρηση στην Κύπρο θ’ άρχιζε το πρωί της 20ης Ιουλίου, να ψάχναμε άλλη ακτή και να την ερευνήσουμε κιόλα. Υπήρχε επαρκής χρόνος;».

Πτέραρχος Εμίν Άλπκαγια, Αρχηγός της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας: «Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είχαν ζήσει τις πιο αγωνιώδεις στιγμές της σύγχρονης ιστορίας τους, διότι αν επενέβαινε η ελληνική πολεμική αεροπορία και έπληττε τον τουρκικό αποβατικό στόλο, η επιχείρηση της εισβολής θα είχε δραματική κατάληξη και τα πάντα θα είχαν χαθεί για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις».

Στρατηγός Σαμπρί Εμβρέν: «Την πρώτη νύχτα της εισβολής υπήρχε σοβαρή αντίσταση από ελληνικής πλευράς στο όρος του Πενταδαχτύλου. Η αντίσταση αυτή πραγματικά έθεσε σε κίνδυνο την όλη επιχείρηση, να εκτυλιχθεί σε μεγάλο τουρκικό φιάσκο. Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε, ακόμα δεν έχω καταλήξει, αν θα έπρεπε να γίνει αυτή η επιχείρηση. Πέρασαν τόσα χρόνια και ακόμα το Κυπριακό δεν έχει διευθετηθεί». Ο ίδιος στρατηγός εξέφρασε τους φόβους του μήπως όλα αυτά που έγιναν τότε αποδειχτούν τελικά μάταια και το αίμα που χύθηκε τότε χύθηκε άδικα.

Οι πρώτες μέρες

Την πρώτη και τη δεύτερη μέρα της εισβολής το κύριο βάρος του πολέμου, στον νοτιοδυτικό Πενταδάκτυλο, έπεσε στις καταδρομές, στην ΕΛΔΥΚ και στο 231 Τάγμα Πεζικού. Στις βουνοπλαγιές και τις κορυφογραμμές του Πενταδάκτυλου δρούσαν οι Μοίρες Καταδρομών και εκπορθούσαν το ένα μετά το άλλο τα οχυρά των Τούρκων. Η ΕΛΔΥΚ, σε μια θυελλώδη επίθεση κατά της ΤΟΥΡΔΥΚ και των άλλων τουρκικών δυνάμεων στον θύλακο Τουρκοκυπριακής Συνοικίας Λευκωσίας-Κιόνελι-Αγύρτας-Μπογαζίου, πλησίαζε το αρχηγείο των Τούρκων, οι οποίοι βρίσκονταν σε απόγνωση, διότι έχασαν τον διοικητή και τον υποδιοικητή της μονάδας. Το 231 Τάγμα πεζικού είχε εμπλακεί σε μάχες εναντίον μεικτών δυνάμεων -Τουρκοκυπρίων και αλεξιπτωτιστών που ρίχνονταν από μεταγωγικά της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας στον κάμπο Κιόνελι-Αγύρτας-Μπογαζίου.

Στη βορειοδυτική ακτή του Πενταδάχτυλου, και συγκεκριμένα στο Έξι Μίλι- Πέντε Μίλι-Πλατάνια-Πικρό Νερό, οι λίγοι Τούρκοι που είχαν εισβάλει την προηγούμενη μέρα βρίσκονταν εγκλωβισμένοι. Όμως, διέπραξε ασυγχώρητα λάθη η δική μας πλευράς. Αργοπόρησε ν’ ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Η ηγεσία του ΓΕΕΦ αναδείχθηκε ανίκανη και κατώτερη των περιστάσεων. Εγκληματικά λάθη της επέτρεψαν στους εισβολείς να αποβιβάζουν ανενόχλητοι στις 21 Ιουλίου ισχυρές δυνάμεις πεζικού, τεθωρακισμένων και πυροβολικού. Ανάμεσα στις δυνάμεις αυτές και ο Υποστράτηγος Μεντρεντίν Ντεμιρέλ, διοικητής της 39ης Μεραρχίας, ο οποίος θα ομολογήσει αργότερα ότι η τουρκική στρατιωτική ηγεσία ήταν απογοητευμένη από τ’ αποτελέσματα της πρώτης ημέρας και ανησυχούσε ζωηρά, διότι ο στόχος, που ήταν η δημιουργία ισχυρού προγεφυρώματος, η κατάληψη του Πενταδάχτυλου και η ένωση των ακτών της Κερύνειας με τον τουρκικό θύλακο Λευκωσίας-Αγύρτας-Μπογαζίου, δεν είχε επιτευχθεί. Ο Πενταδάκτυλος βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, ο θύλακος Λευκωσίας-Κιόνελι-Αγύρτας, όπου ήταν ανεπτυγμένη η ΤΟΥΡΔΥΚ, διέτρεχε άμεσο κίνδυνο να διαλυθεί από την επίθεση της ΕΛΔΥΚ και οι καταδρομείς με το 231 Τάγμα Πεζικού κρατούσαν τις θέσεις τους στα στρατηγικά σημεία του Πενταδάχτυλου. Ταυτόχρονα, είχαν καταλάβει τις τουρκικές οχυρωμένες θέσεις Καλαμπάκι-Πιλέρι-Φώττα και κρατούσαν τα στρατηγικά υψώματα Άσπροι Αγίου Βασιλείου. Ο στρατηγός Μ. Ντεμιρέλ ομολογεί ότι οι Τούρκοι έρχονταν με τον φόβο ότι θα έπεφταν «σαν ποντικοί στη φάκα», αν τους έπληττε η ελληνική πολεμική αεροπορία με τα υπερσύγχρονα «Φάντομ», που τόσο διατυμπάνιζαν την αγορά τους οι Συνταγματάρχες. Δυστυχώς, η ελληνική αεροπορία δεν εμφανίστηκε, ο Αρχηγός της Παπανικολάου δεν της έδωσε διαταγή να πλήξει τους εισβολείς.

Πολύ κατώτερη των περιστάσεων αναδείχθηκε η ηγεσία του ΓΕΕΦ. Διότι δεν εκμεταλλεύτηκε τη νύχτα και δεν διέταξε αντεπίθεση. Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, αν γινόταν η νυχτερινή αντεπίθεση, η κατάσταση θα άλλαζε άρδην και θα μετέτρεπε σε τραγωδία το εγχείρημα των Τούρκων. Η τουρκική αεροπορία και τα πυροβόλα του αποβατικού στόλου δεν μπορούσαν να πλήξουν στόχους. Οι λίγοι εισβολείς που είχαν αποβιβαστεί θ’ αποδεκατίζονταν ενώ οι άλλοι που ετοιμάζονταν ν’ αποβιβαστούν την αυγή είναι αμφίβολο αν θα κατόρθωναν με πεσμένο το ηθικό τους.

Όπως καταθέτουν οι αξιωματικοί που είχαν αναλάβει την αντεπίθεση, Αντισυνταγματάρχες τότε και μετέπειτα Στρατηγοί, Μπούφας και Μπίκος, δεν ήταν μόνο εγκληματική η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην έγκαιρη παρουσία πυροβολικού και ενεργών ταγμάτων στον τόπο της απόβασης. Ήταν και η πολύ καθυστερημένη ανάθεση της απόκρουσης των εισβολέων σε επιστρατευτικά τάγματα, δηλαδή εφέδρων που δεν είχαν τον κατάλληλο για την αποστολή τους οπλισμό. Και το χειρότερο για την Κύπρο, τα δυο υποβρύχια που έπλεαν ανοιχτά της Κερύνειας, με αποστολή να πλήξουν τον αποβατικό στόλο, διατάχθηκαν να επιστρέψουν στη Ρόδο.

Έτσι, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση της κατάληψης της Κερύνειας, με την επέλαση της πρώτης φάλαγγας των αρμάτων και των τεθωρακισμένων του Αττίλα προς την πόλη του Κηφέα, ακολουθούμενων από πεζικό. Αντιμετωπίζοντας υποτυπώδη, αλλά ηρωική αντίσταση από τις ελάχιστες και σχεδόν άοπλες δυνάμεις πεζικού και Καταδρομέων της Εθνικής Φρουράς, οι Τούρκοι προωθήθηκαν ανατολικά προς τον Άγιο Γεώργιο και κατέλαβαν την Κερύνεια. Συνεχίζοντας την προέλασή τους με νοτιοανατολική κατεύθυνση, μέσω Μπογαζίου, ενώθηκαν με τον θύλακο Αγύρτας-Κιόνελι, που ήταν ήδη ενισχυμένος εκτός από την ΤΟΥΡΔΥΚ και με αλεξιπτωτιστές, που είχαν ριχθεί την προηγούμενη μέρα και εξακολουθούσαν να πέφτουν.

Στις 22 Ιουλίου ολοκληρώθηκε η μεταφορά δυνάμεων και πολεμικού υλικού από τη Μερσίνα και γύρω στις 11 η ώρα, με αεροπορική και ναυτική κάλυψη, ενισχυμένοι με πεζικό και άρματα, οι εισβολείς ξεκίνησαν την προέλαση-επίθεση εναντίον της Κερύνειας. Σκληρή αλλά άνιση μάχη διεξήχθη στα πρόθυρα της πόλης, στην περιοχή Αγίου Γεωργίου, όπου ο εχθρός συνάντησε δυνάμεις Καταδρομών και Πεζικού, που παρά τη σθεναρή αντίστασή τους, στάθηκε αδύνατο να τον αντικόψουν, όχι μόνο λόγω έλλειψης αντιαρματικής κάλυψης αλλά και της υπεροχής του εχθρού σε άντρες και υλικό. Το απόγευμα είχε καταληφθεί η πόλη της Κερύνειας και διευρύνθηκε το τουρκικό προγεφύρωμα.

Στη νότια πλευρά του Πενταδάκτυλου η ΕΛΔΥΚ, σε μια θυελλώδη προέλασή της στην περιοχή Κιόνελι, άρχισε να καταλαμβάνει τη μια μετά την άλλη τις μόνιμες αμυντικές θέσεις της ΤΟΥΡΔΥΚ. Προτού όμως ολοκληρώσει την προέλασή της, πήρε διαταγή να επιστρέψει στο στρατόπεδό της. Στον Πενταδάκτυλο, το 231 Τάγμα Πεζικού, απέκρουε στην Αετοφωλιά τη μια μετά την άλλη τις επιθέσεις Τούρκων αλεξιπτωτιστών, που επιχειρούσαν να βγουν στην κορυφογραμμή του βουνού και να καταλάβουν τη στρατηγική θέση της Διάβασης Αγίου Παύλου. Ταυτόχρονα, άλλες δυνάμεις του Τάγματος επιχειρούσαν και κατελάμβαναν τα μόνιμα τουρκικά οχυρά στο Καλαμπάκι, το Πυλέρι και τη Φώττα ενώ παράλληλα ο δεύτερος λόχος απέκρουε τη μια μετά την άλλη τις επιθέσεις των Τούρκων αλεξιπτωτιστών στα υψώματα Άσπροι του Αγίου Βασιλείου. Ο Τούρκος στρατηγός Σαμπρί Εμβρέν είπε για τη δράση του 231 Τάγματος Πεζικού, σε τηλεοπτική συζήτηση σε τουρκικό κανάλι για την εισβολή: «Την πρώτη νύχτα της εισβολής υπήρχε φοβερή αντίσταση από ελληνικής πλευράς στο όρος Πενταδάχτυλος. Η αντίσταση αυτή πραγματικά έθεσε σε κίνδυνο η όλη επιχείρηση να εξελιχθεί σε μεγάλο φιάσκο».

Δυστυχώς, οι μεμονωμένες επιτυχείς αντιδράσεις μονάδων της Εθνικής Φρουράς δεν ήταν αρκετές για να ανακοπεί η προέλαση του Αττίλα. Υστερούσαμε, τόσο σε έμψυχο όσο και σε πολεμικό υλικό. Ο εχθρός ήταν πολυπληθέστερος και εφοδιασμένος με όλα τα σύγχρονα πολεμικά μέσα ενώ καμιά βοήθεια δεν στάλθηκε από την Ελλάδα για την αντιμετώπισή του. Η ηγεσία της Χούντας παρέπαιε. Δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την κρίση, που ορθωνόταν αμείλικτη μπροστά της και απειλούσε όχι μόνο την Κύπρο αλλά και τον Ελληνισμό γενικότερα.

Αργά το βράδυ της 20ης Ιουλίου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ενέκρινε ομόφωνα ψήφισμα, με το οποίο ζητούσε την άμεση κατάπαυση του πυρός και την απομάκρυνση όλων των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο που βρίσκονταν, παρά τα διεθνή σύμφωνα. «Ξένα στρατεύματα» και «διεθνή συμφωνία (της Ζυρίχης)», το ψήφισμα εννοούσε τους Ελλαδίτες αξιωματικούς και άντρες που διοικούσαν και στελέχωναν την Εθνική Φρουρά.

Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας έγινε προσύσκεψη στο γραφείο του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατηγού Μπονάνου, όπου στις 7.30 π.μ., χωρίς προειδοποίηση ή αναγγελία, μπήκαν οι Αμερικανοί Υφυπουργοί, Σίσκο, Εξωτερικών, Έλσγουορθ, Εθνικής Άμυνας, Τάσκα, Πρέσβης στην Αθήνα και Μάντερ, Στρατιωτικός Ακόλουθος. Εκεί ο Σίσκο συνέστησε σύνεση και αυτοσυγκράτηση, για ν’ αποφευχθεί o πόλεμος». Τότε, ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης είπε οργισμένος: «Μας εξαπατήσατε», και κινούμενος προς την έξοδο είπε: «Εμείς θα κηρύξουμε πόλεμο». Ο Αραπάκης ισχυρίζεται ότι έκανε κάποια καθησυχαστικά μηνύματα στον στρατηγό Μπονάνο.

Στο πολεμικό συμβούλιο, όπου είχε καταργηθεί κάθε έννοια ιεραρχίας, συμμετείχε και μεγάλος αριθμός αξιωματικών, που δεν δικαιούντο συμμετοχή. Ακούστηκαν, κατά τον στρατηγό Κατσαδήμα, συνθήματα για πόλεμο, Ένωση και άλλα ενώ ο Ιωαννίδης είπε: «Να αναγγείλουμε ότι θα κάνουμε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά δεν θα την κάνουμε. Θα το πούμε για να εκφοβίσουμε του Τούρκους, για να τους δείξουμε την αποφασιστικότητά μας. Ας διακόψουμε τώρα. Πηγαίνετε, εμείς κάνουμε επιστράτευση, μπήκαμε στον πόλεμο, τώρα ό,τι βγάλει ο τόπος».

*Το Μέρος Β θα δημοσιευθεί στην επόμενη έκδοση της εφημερίδας, την Κυριακή 30 Ιουλίου 2023.