Αναλύσεις

Συνεχίζεται η νομισματική σύσφιγξη

Η ΕΚΤ, καθώς και άλλες Κεντρικές Τράπεζες παραμένουν προσηλωμένες στον στόχο του 2% για τον πληθωρισμό

Νέα αύξηση των επιτοκίων αποφάσισε την εβδομάδα που μας πέρασε η Ευρωπαϊκή Kεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), κάτι το οποίο είχε προδιαγραφεί τις προηγούμενες μέρες. Η ΕΚΤ, καθώς και άλλες Κεντρικές Τράπεζες παραμένουν προσηλωμένες στον στόχο του 2% για τον πληθωρισμό. Εκείνο που οδηγεί τις αποφάσεις τους είναι κυρίως η διατήρηση του δομικού πληθωρισμού (δηλαδή μετά από την αφαίρεση στον υπολογισμό των καυσίμων και των τροφίμων) σε υψηλά επίπεδα.

Η ανακοίνωση της ΕΚΤ αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά για το μέλλον εφόσον τονίζεται ότι τα δεδομένα θα αξιολογούνται και θα αναλαμβάνονται οι ανάλογες αποφάσεις. Οι αναλυτές συγκλίνουν στο ότι θα υπάρξει ακόμη μια αύξηση τον Σεπτέμβριο ολοκληρώνοντας τον κύκλο των αυξήσεων.

Όμως αυτό θα εξαρτηθεί και από την πορεία των τιμών, κυρίως αγαθών που επηρεάζονται από πολιτικές και άλλες αποφάσεις. Για παράδειγμα, ενδεχόμενες αποφάσεις του ΟΠΕΚ για μείωση στην παραγωγή πετρελαίου θα τροφοδοτούσαν νέες αυξήσεις στις τιμές, κάτι που είδαμε στην περίπτωση των σιτηρών μετά τη μη ανανέωση της συμφωνίας Ρωσίας και Ουκρανίας για τις εξαγωγές.

Σημειώνεται, επίσης, ότι η ΕΚΤ αποφάσισε να αναιρέσει απόφασή της του Οκτωβρίου 2022 μηδενίζοντας την απόδοση επί των ελάχιστων αποθεματικών που πρέπει να διατηρούν τα τραπεζικά ιδρύματα (η προηγούμενη απόφαση αφορούσε στην παραχώρηση επιτοκίου). Η ΕΚΤ φαίνεται ότι δεν θέλει να επιδοτεί τα ελάχιστα αποθεματικά τα οποία αφορούν μικρό ποσοστό των καταθέσεων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αντιλαμβανόμενη ενδεχομένως την αυξημένη κερδοφορία που έχουν από τη σημαντική αύξηση των επιτοκίων.

Στη άλλη πλευρά του Ατλαντικού η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (FED) προχώρησε επίσης σε αύξηση των επιτοκίων μετά το διάλειμμα Ιουλίου, με τις απόψεις να συγκλίνουν ότι ενδεχομένως να έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος των αυξήσεων. Τα ποσοστά πληθωρισμού στις ΗΠΑ έχουν υποχωρήσει στο 3%, με την οικονομία να παρουσιάζει όμως στοιχεία επιβράδυνσης. Σημειώνεται ότι η FED είχε ξεκινήσει τη διαδικασία δημοσιονομικής σύσφιγξης νωρίτερα από την ΕΚΤ, η οποία στα αρχικά στάδια εκτιμούσε ότι ο αυξημένος πληθωρισμός ήταν προσωρινό φαινόμενο.

Είναι δεδομένο ότι κανένας δεν πίστευε πως το περιβάλλον χαμηλών ή και μηδενικών επιτοκίων δεν ήταν προσωρινό και ότι αναμενόταν αύξηση των επιτοκίων. Αυτό που ενδεχομένως να ξάφνιασε είναι η επιθετικότητα με την οποία ήρθε η συγκεκριμένη αύξηση, εφόσον οι δόσεις για επιχειρήσεις και νοικοκυριά αυξήθηκαν σημαντικά σε περίοδο ενός χρόνου.

Η επίδραση στην οικονομία

Οι πιο πάνω αποφάσεις αναπόφευκτα θα επηρεάσουν τις οικονομίες, εφόσον έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην κατανάλωση και στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Νοικοκυριά αλλάζουν συνήθειες και μειώνουν τις καταναλωτικές δαπάνες υπό το φως των αυξημένων δόσεων των δανείων και της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων τους.

Την ίδια στιγμή το κόστος χρηματοδότησης έργων γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, με αποτέλεσμα σε κάποια από αυτά να μειώνεται σημαντικά η κερδοφορία, με επακόλουθο να αναβάλλονται. Είναι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον που αναμένονται τα στοιχεία, την ερχόμενη εβδομάδα, τα οποία αφορούν στον αριθμό πωλητηρίων εγγράφων που κατατέθηκαν στο Τμήμα Κτηματολογίου τον Ιούλιο, εφόσον από το «παζάρι» αρχίζει να διαφαίνεται ένα μούδιασμα. Σημειώνεται ότι η περσινή χρονιά ήταν απρόσμενα καλή, κυρίως λόγω της μεταφοράς σημαντικού αριθμού εταιρειών στην Κύπρο με τους υπαλλήλους τους, λόγω της επέμβασης της Ρωσίας στην Ουκρανία και της πολύ μεγάλης ζήτησης από χώρες όπως το Ισραήλ. Τονίζεται επίσης ότι σημαντικός αριθμός πωλήσεων αφορούσε Ρώσους με άδειες παραμονής στην Ευρώπη που θεώρησαν την επένδυση στα ακίνητα πιο ασφαλή (οπότε ενδεχομένως να παρουσιαστεί επιβράδυνση στον τομέα).

Οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι ο συνολικός αντίκτυπος της νομισματικής σύσφιγξης θα διαφανεί προς το τέλος του έτους, κάτι που θα πρέπει να υπολογιστεί κατά την κατάρτιση των προϋπολογισμών του 2024. Από τη μια η επιβράδυνση θα οδηγήσει σε μείωση των κρατικών εξόδων, ενώ μέρος των δαπανών θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να απορροφηθούν ενδεχόμενες αρνητικές εξελίξεις.

Οι αντιστάσεις της οικονομίας, σε περίπτωση αρνητικών εξελίξεων, καταδεικνύονται μέσα από την πορεία του δημόσιου χρέους. Οι δυνατότητες της πολιτείας για εφαρμογή δημοσιονομικής πολιτικής αλλά και λήψη δραστικών αποφάσεων σε περιόδους οικονομικής επιβράδυνσης επηρεάζονται από τα υψηλά ποσοστά μόχλευσης. Λόγω της μεγάλης αύξησης του ΑΕΠ πέρσι το ποσοστό του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά στην Κύπρο, αλλά αυτό εύκολα αντιστρέφεται μέσα από χρονιές οικονομικής συρρίκνωσης.

Προς ολοκλήρωση του κύκλου αυξήσεων επιτοκίων

Οι Κεντρικές Τράπεζες, αναλύοντας τα στατιστικά στοιχεία, θα λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες από τη μια θα οδηγήσουν στη μείωση του πληθωρισμού, από την άλλη θα διασφαλίζουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη θετική πορεία των οικονομιών, στο πλαίσιο του δυνατού εφόσον τα δύο κινούνται προς αντίθετες κατευθύνσεις.

Σταδιακά οι καταθέσεις θα αυξάνονται και η παραχώρηση νέου δανεισμού θα γίνει ακόμη δυσκολότερη. Ο προϋπολογισμός κάθε νοικοκυριού και επιχείρησης, ο οποίος διασφαλίζει τόσο το ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης για τα άτομα αλλά και για τις επιχειρήσεις, τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξή τους, προσαρμόζεται στα δεδομένα που επικρατούν στην αγορά αλλά και στο γενικότερο οικονομικό και πολιτικό κλίμα.

Είναι αναμενόμενο ότι, σε περιόδους αστάθειας, μεταβλητότητας και ύφεσης οι καταναλωτές θα είναι πιο επιφυλακτικοί αναφορικά με τις δαπάνες τους, ενώ σε περιόδους ευφορίας συμβαίνει το αντίθετο. Zητήματα στην αγορά εργασίας, είναι αναμενόμενο ότι θα δημιουργηθούν από το αυξημένο κόστος δανεισμού και την παράλληλη επιβράδυνση των επενδύσεων και τον περιορισμό της κατανάλωσης.

Αρχικά, η αύξηση των επιτοκίων μεταφέρεται στα δανειστικά επιτόκια και έπειτα στα καταθετικά επιτόκια, ενώ έχει ήδη αρχίσει η προώθηση κάποιων καταθετικών προϊόντων. Ως εκ τούτου, τα τραπεζικά ιδρύματα θα επαναξιολογήσουν τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια αλλά και τους δείκτες ρευστότητας, καθώς σταδιακά οι καταθέτες επανέρχονται (τα τελευταία στατιστικά στοιχεία που ανακοίνωσε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καταδεικνύουν σημαντική αύξηση των καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα).

Σταδιακά φτάνουμε στην ολοκλήρωση (εξ όσων φαίνεται αν δεν προκύψουν άλλες αρνητικές εξελίξεις) του κύκλου αύξησης των επιτοκίων. Το ζητούμενο είναι αν οι δανειολήπτες θα μπορέσουν ν’ αντεπεξέλθουν στο μέγεθος της οικονομικής επιβράδυνσης και στον τρόπο διαχείρισής της.