Το Ευρωκοινοβούλιο, η Τουρκία και η εξουσία του Προέδρου για τη λύση του Κυπριακού

Το Ευρωκοινοβούλιο για το οποίο ήδη προδιαγράφηκαν οι επερχόμενες εκλογές για ανάδειξη της νέας σύνθεσής του διατύπωσε τη θέση του έναντι της Τουρκίας χωρίς όμως μιαν αποφασιστική ξεκάθαρη δήλωση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δικαιούται επιτέλους να ανακτήσει την πλήρη κυριαρχία και ανεξαρτησία της με απόλυτο σεβασμό στο κοινοτικό κεκτημένο.

Το Σύνταγμα του 1960 της Κυπριακής Δημοκρατίας ήδη κατά την αρχή δικαίου που ισχύει για όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υστερεί έναντι του κοινοτικού κεκτημένου, ως πρόβλεψε ρητά η πέμπτη τροποποίηση του Συντάγματός μας. Αυτή η υπεροχή του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέχει και επιβεβαιώνει τη δυνατότητα της Κύπρου να αξιώσει πλήρη και συστηματική αλληλεγγύη από τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κεκτημένο που υποχρεώνει τον ΟΗΕ, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και καθέναν από εμάς ώστε, το όποιο κοινό ανακοινωθέν για έναρξη νέων συνομιλιών προς αναζήτηση λύσης, να προβλέπει ρητά ότι γίνεται ως μετεξέλιξη του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και περιλαμβάνει σεβασμό όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κοινοτικού κεκτημένου. Ουδείς βρίσκεται υπεράνω του Νόμου. Το ίδιο και η πανίσχυρη στρατιωτικά Τουρκία, με όσους και αν έχει συμπαραστάτες, δεν μπορεί να αγνοεί διαρκώς το κεκτημένο, το διεθνές δίκαιο και τα δικαιώματα της Κύπρου και των νόμιμων πολιτών της σε σχέση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αναγνωρίζει για ό,τι αφορά το κυπριακό πρόβλημα μια κρατική κυριαρχία, με έναν και μόνο κυπριακό λαό, με πολίτες ισότιμους με όλους τους άλλους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το 1985, όταν έγινε η διά της Νομοθετικής Εξουσίας, με την τότε πλειοψηφία (ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ), «προσπάθεια» να περιοριστούν οι εξουσίες του αείμνηστου τότε Προέδρου, Σπύρου Κυπριανού, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε το αυτόδηλο, δηλαδή ότι το κυπριακό πρόβλημα ως εκ της φύσεώς του (ζήτημα παράνομης στρατιωτικής κατοχής, εκτοπισμού, διαίρεσης και μεθοδευμένου εποικισμού), είναι θέμα μη προβλεπόμενο από το Σύνταγμα και τονίστηκε ότι:

«Αν και το κυπριακό πρόβλημα ευρίσκεται, λόγω της φύσεώς του, έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος της Κύπρου είναι, εν τούτοις, δικαίωμα εκλελεγμένων πολιτικών οργάνων, τα οποία εκφράζουν κατά την άσκηση των οικείων αρμοδιοτήτων τους τη βούληση του Λαού, όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η Βουλή των Αντιπροσώπων, λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις σχετικά με το κυπριακό πρόβλημα».

Είναι προφανές πως δεν υπάρχει διάταξη στο Σύνταγμα που να προβλέπει ένα και μόνο αρμόδιο όργανο, που να έχει αποκλειστικά τη συνταγματική εξουσία για να διαπραγματευθεί την όποια μετεξέλιξή του σε Ομοσπονδία. Είναι καθήκον της Κυβέρνησης, της Βουλής αλλά και των Ευρωβουλευτών μας. Μάλιστα, ο Πρόεδρος δεν έχει συνταγματική αρμοδιότητα και ούτε βεβαίως μπορεί να παραγνωρίσει τη δικαστική αυτή κρίση και να προχωρήσει σε διαπραγμάτευση της λύσης του Κυπριακού με προκαθορισμό αφετηριακής κοινής δήλωσης, η οποία να μην επιβεβαιώνει τη μία και μόνη κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα υπέρ αυτής δικαιώματα της, ως ισότιμου μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ας μη διαφύγει της προσοχής ότι, το Κράτος και οι λειτουργίες του διασώθηκαν τότε με τη νομοθετική αποφασιστική δράση της Βουλής, που μετά την Τουρκανταρσία του 1963-64, ψήφισε ως δίκαιο της ανάγκης Νόμους που επέτρεψαν τη συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κάθε δε αξιωματούχος που εκλέγεται ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως Βουλευτής και ως διοριζόμενος Υπουργός, διαβεβαιώνει πίστη στο Σύνταγμα, το οποίο περιέχει και την αναγνώριση του κεκτημένου.

Τι προώθησε λοιπόν και τι επιδιώκει σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τη συμμετοχή του στη Γενική Συνέλευση ΟΗΕ και στη συνέχεια του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Προφανώς το καθήκον του είναι αυτό για το οποίο ο ίδιος και το Υπουργικό διαβεβαίωσαν με την ανάληψη των εξουσιών τους και αφορά τη διασφάλιση της εδαφικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας του Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τουλάχιστον εμείς ας μην περιοριστούμε σε απλές φραστικές διακηρύξεις, ας διεκδικήσουμε πραγματικά το δίκαιό μας και το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον.