Ελένης Νικοδήμου αποχαιρετισμός

Ήταν τότε που οι μεγαλύτεροι ημών πήραν καράβια, τρένα, φορτηγά κι αεροπλάνα και φτάσανε στο Παρίσι, το Μονπελιέ, τη Λυών. Άλλοι σφουγγάριζαν μπιστρό, άλλοι έβγαζαν βάρδιες στα περίπτερα.

Ήταν τότε που οι μεγαλύτεροι ημών πήραν καράβια, τρένα, φορτηγά κι αεροπλάνα και φτάσανε στο Παρίσι, το Μονπελιέ, τη Λυών. Άλλοι σφουγγάριζαν μπιστρό, άλλοι έβγαζαν βάρδιες στα περίπτερα. Οι σκληρότεροι ,οι δυνατοί, λάντζα και εργοτάξιο για να σπουδάζουν μετά την εισβολή. Να φύγουν μακριά. Ξεκίνησαν από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη ή την Πάτρα και καταλήξαν στη Γαλλία για μεταπτυχιακό, διδακτορικά, εργαστήριο και ζωγραφιές, γλυπτά.

Τους γνώρισα στα χρόνια του ενενήντα, όταν σχεδόν τριάντα ή και περισσότερο επέστρεφαν οριστικά ή κατά περιόδους στη Λευκωσία των φυλακίων, που πότε δεν μπορέσαν να ξεχάσουν κι ας τους πόνεσε και πλήγωσε τόσο.

Ένα βράδυ αργά εισβάλλει στου Σύμη δυτικά της Πύλης Αμμοχώστου μια αντάρτισσα ομιλητική, με κάτι πρωτινόν σ’ όλα της. Η Ελένη. Μου την συστήσαν. Την θυμήθηκα. Η αθλήτρια ζωγράφος με την εκπληκτική εκείνη συνέντευξη στην «Επίκαιρη», την εφημερίδα που όλοι οι αντάρτες αγαπούσαμε και στηρίξαμε όσο αντέχαμε και όσο γράφαμε.

Από τότε την συναντούσα στη Χώρα, στα γραπτά , τις συνεντεύξεις της. Άλωνα, τρέξιμο, ζωγραφική και η ευγνωμοσύνη στον Αντώνη Παπαδόπουλο, τ’ αδέρφιν του Γρηγόρη μας, που επέμενε να φύγει στην Αθήνα ως κορυφαία αθλήτρια και την βοήθησε στο μεγάλο εκείνο άλμα που την οδήγησε σε μεγάλες κατακτήσεις σε πολλούς στίβους.

Πάντα είχε κάτι να διηγηθεί, να ιστορήσει. Πάντα τα κορίτσια των χωριών λένε ιστορίες. Αγαπούν και γελούν αλλοκοσμικά.

Είχε μια σχέση ερωτική με το τρέξιμο, τον αγώνα, τη νίκη, τη χαρά. Αγαπούσε τον τόπο, τα δέντρα, το χώμα, το τοπίο, τις μυρουθκιές, τους ανθρώπους των χωριών, τις γυναίκες της Άλωνας, τη μάνα της ξεχωριστά.

Από εκείνες τις επιστροφές από τη Γαλλία η επιστροφή της Ελένης ήτο, φρονώ, η πλέον φωτεινή, η πλέον ριζιμιά. Διέσωσε το φρόνημα του βουνού μες την καρκιάν της. Αντρεία, άφοβη, προσλαμβάνουσα το σύγχρονο χωρίς να αρνηθεί το θεμελιώδες, το όντως αληθές.

Για κάποιον λόγον οι αληθεύοντες χορεύκουν με έναν τρόπο όλον χαράν και καημόν.

Όταν φεύκουν οι ολίγον μιαλλύτεροι, οι ολίγον μιαλλύτερές μας π΄ ανοίξαν δρόμους να δούμε φως, ό,τι να γράψεις εν καμός. Καμός ρωμέικος, πρωτινός...