Το κράτος δικαίου και η επιβεβαίωσή του στην καθ' ημέρα ζωή

Μεταξύ των υποχρεώσεων που το Σύνταγμα επιβάλλει στην Πολιτεία, στο κεφάλαιο για τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες είναι αυτή του Άρθρου 35, που προβλέπει ότι: «Αι νομοθετικαί, εκτελεστικαί και δικαστικαί Αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητας αυτής».

Καμιά εξασφάλιση δικαιωμάτων δεν είναι αποτελεσματική, εάν δεν παρέχονται κανονιστικά τα μέσα για δικαστική προστασία με τις καθιερωμένες θεραπείες του δικαίου (τιμωρία των παρανομούντων) χάριν της προστασίας των θεμελιωδών και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων του ανθρώπου. Χωρίς την προστασία αυτή, χωρίς την πραγματική εξάρθρωση της οργανωμένης σε πολλά επίπεδα μορφών παρανομίας, τα δικαιώματα θα απέβαλλαν όχι μόνο τον θεμελιώδη, αλλά και αυτόν τούτον τον χαρακτήρα τους ως δικαιώματα, μετατρεπόμενα σε απλές διακηρύξεις «καλής συμπεριφοράς».

Η Νομολογία πάγια τόνιζε ότι δεν χωρεί απόκλιση από το καθήκον αυτό, γιατί τούτο αποτελεί αναλλοίωτη και διαχρονική υποχρέωση κάθε Αρχής ή οργάνου. Η ευθύνη αυτή είναι αδιάλυτη και αφορά όλα τα θεσμικά όργανα του κράτους. Προφανώς δεν χωρεί ούτε συμβιβασμός στην τήρηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων είτε από το κάθε αρμόδιο όργανο και/ή το ίδιο το άτομο.

Έναντι της οργανωμένης παρανομίας όλοι μας έχουμε ρόλο για την εξόντωσή της. Αυτού του ελέγχου ουδείς μπορεί να εκφύγει επί μακρόν. Εξυπακούεται ότι η νομοθετική εξουσία, κατά τη διαδικασία θέσπισης των νόμων, δεσμεύεται από την αρχή της ισότητας κατά τρόπον ώστε να υπόκειται οποιοσδήποτε αξιωματούχος ή μη σε δικαστικό έλεγχο σε περίπτωση παραβίασης της αρχής αυτής. Συνεπώς, η αρχή της ισότητας αφορά όχι μόνο στην εφαρμογή αλλά και τη θέσπιση του νόμου.

Βέβαια, ο νομοθέτης είναι «ο κατ’ εξοχήν κριτής των δικαιϊκών αναγκών των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου» και προφανώς πρέπει να λαμβάνει μέτρα κατά της οργανωμένης διαφθοράς και ομαδοποιήσεων περί τα ναρκωτικά και άλλα ποινικά αδικήματα. Η μεγάλη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη στον τομέα των αρμοδιοτήτων του περιορίζει, ανάλογα, με έλεγχο που επέρχεται με δικαστική παρέμβαση, στις περιπτώσεις εκείνες που ο οποιοσδήποτε υπερβαίνει τα ακραία όρια της νομοθετικής του αρμοδιότητας και ενεργεί με τρόπο ασύμφωνο προς συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος.

Ουδείς νόμος ή απόφασις της Βουλής των Αντιπροσώπων ως και ουδεμία πράξις ή απόφασις οποιουδήποτε οργάνου, Αρχής ή προσώπου εν τη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστικήν εξουσίαν ή οιονδήποτε διοικητικόν λειτούργημα δύναται να είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπον αντίθετος ή ασύμφωνος προς οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγματος ή προς οποιαδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται στη Δημοκρατία ως αποτέλεσμα της συμμετοχής της ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ένα κράτος δικαίου τιμά τον τίτλο αυτό όταν επιτυγχάνει έγκαιρα και συνεχώς, έστω και τώρα, να οργανώσει τις διάφορες υπηρεσίες του, ώστε από κοινού να αναπτύξουν σαφέστατα μεθόδους καταπολέμησης της όποιας οργανωμένης παρανομίας ή διαφθοράς.

*Δικηγόρος – πρώην Βουλευτής