Αμερικανικές εκλογές: Οι δημοσκοπήσεις, τα δεδομένα και οι «εκπλήξεις του Οκτωβρίου»
Η εθνική υποστήριξη προς τη Χάρις κορυφώθηκε την εβδομάδα που ακολούθησε του ντιμπέιτ, αλλά έκτοτε έχει υποχωρήσει
Τα τελευταία χρόνια οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ συνοδεύονται από τη μουρμούρα της επόμενης μέρας για το χάσμα μεταξύ τελικών αποτελεσμάτων και δημοσκοπήσεων. Το ζήτημα που διερευνάται με αφορμή αυτήν την «παράδοση» είναι οι αδυναμίες που προκύπτουν κατά τη διεξαγωγή της έρευνας και οι τρόποι περιορισμού αυτών των σφαλμάτων. Σε κάθε περίπτωση, βρισκόμαστε λίγες μόνο ημέρες πριν από την αμφίρροπη εκλογική αναμέτρηση, με τα δεδομένα πλέον να θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό διαμορφωμένα. Μια ιστορική αναδρομή όμως καταδεικνύει ότι σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις υπήρξαν κάποιες «εκπλήξεις», οι οποίες επηρέασαν κατά κάποιο τρόπον την έκβαση του αποτελέσματος.
Το πρόβλημα με τις δημοσκοπήσεις
Παραδοσιακά πλέον ένα από τα ζητήματα που κυριαρχούν στην αμερικανική προεδρική αναμέτρηση είναι οι δημοσκοπήσεις και η συχνή πλέον απόκλιση από τα τελικά αποτελέσματα της κάλπης. Κανείς δεν παραβλέπει ότι οι δημοσκοπήσεις είναι χρήσιμο εργαλείο για τη διαμόρφωση άποψης σε σχέση με τα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες αλλά και την κατά προσέγγιση εκλογική ισχύ του κάθε υποψηφίου. Από την άλλη, όμως, δεν πρόκειται για μια ακριβή επιστήμη, αφού επηρεάζεται από κοινά λάθη και προκαταλήψεις.
Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, θεωρητικά ο μόνος τρόπος για να πραγματοποιηθεί μια τέλεια έρευνα για το τι πιστεύει ο κάθε πολίτης είναι να γίνει αυτή η δημοσκόπηση στον κάθε πολίτη ξεχωριστά. Πρακτικά αυτό δεν μπορεί να γίνει, έτσι οι δημοσκόποι που θέλουν να μετρήσουν την κοινή γνώμη ερευνούν ένα δείγμα του πληθυσμού των ΗΠΑ. Παρομοιάζουν αυτόν τον τρόπο δειγματοληψίας με τη δοκιμή από μια κατσαρόλα με φαγητό. Γνωρίζεις πώς είναι η γεύση ολόκληρης της κατσαρόλας, δοκιμάζοντας μόνο ένα μέρος αυτής.
Η αναλογία της δοκιμής της σούπας αναδεικνύει το πώς οι δημοσκόποι μπορούν να κάνουν μια έρευνα σε μόλις 1.000 άτομα με στόχο να εκπροσωπήσουν 337 εκατομμύρια. Αλλά δείχνει επίσης γιατί η δειγματοληψία δεν είναι ποτέ πραγματικά ακριβής. Ο περιορισμός στο μέγεθος του δείγματος της δημοσκόπησης ουσιαστικά οδηγεί σε ένα ορισμένο ποσοστό σφάλματος. Αυτό ονομάζεται στατιστικό σφάλμα, επειδή η δειγματοληψία εξ ορισμού δεν περιλαμβάνει όλον τον πληθυσμό. Ο πιθανός βαθμός αυτού του σφάλματος σε μια συγκεκριμένη δημοσκόπηση αντανακλάται αναλογικά στο δειγματοληπτικό σφάλμα, μια μέτρηση του πόσο στενά η δημοσκόπηση αντικατοπτρίζει τον πλήρη πληθυσμό.
Για παράδειγμα, μια δημοσκόπηση μπορεί να δείχνει ότι το 44% των ψηφοφόρων στηρίζουν ένα συγκεκριμένο υποψήφιο, με το στατιστικό λάθος να είναι συν πλην 3,8%. Αυτό το περιθώριο λάθους σημαίνει ότι αν διενεργείτο η ίδια έρευνα με πολλά δείγματα του ίδιου μεγέθους, θα αναμέναμε ότι θα στήριζε τον συγκεκριμένο υποψήφιο ποσοστό από 40,2% μέχρι 47,8%. Το περιθώριο του στατιστικού λάθους καθορίζεται από τη στατιστική φόρμουλα. Αλλά ο πραγματικός αριθμός του στατιστικού λάθους στις δημοσκοπήσεις μπορεί να είναι διπλάσιος, σύμφωνα με νεότερες έρευνες που επικαλούνται οι New York Times.
Σημειώνεται ότι υπάρχουν άλλα λάθη που μπορεί να επηρεάσουν τις δημοσκοπήσεις. Για παράδειγμα, μπορεί να υπάρξει σφάλμα στην κάλυψη, το οποίο συμβαίνει όταν η δειγματοληψία εξαιρεί ορισμένα τμήματα του πληθυσμού. Λόγου χάριν, οι δημοσκοπήσεις που πραγματοποιούνται μόνο στο διαδίκτυο αποκλείουν τους πολίτες στις ΗΠΑ που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Υπάρχει επιπλέον σφάλμα στη μέτρηση, το οποίο μπορεί να προκύψει όταν οι ερωτήσεις διατυπώνονται με τρόπο ή παρουσιάζονται με σειρά που επηρεάζει τις απαντήσεις. Και υπάρχει επίσης η προκατάληψη για τις δημοσκοπήσεις, όταν ένα συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού μπορεί να είναι λιγότερο πιθανό να συμμετάσχει σε μια έρευνα, κάτι που οι δημοσκόποι υποψιάζονται ότι μπορεί να συνέβη με τους υποστηρικτές του Τραμπ το 2016 και το 2020.
Το ζήτημα είναι πώς μπορούν να περιοριστούν αυτές οι αδυναμίες. Πολλοί δημοσκόποι προσπαθούν να μετριάσουν πιθανά σφάλματα μέσω προσεκτικού σχεδιασμού έρευνας και προσπαθώντας να φτάσουν σε ένα μεγάλο και αντιπροσωπευτικό δείγμα. Σε τελική ανάλυση, ωστόσο, οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις πάντα θα πέφτουν λίγο ή πολύ έξω, επειδή ο πληθυσμός που προσπαθούν να μετρήσουν - τα άτομα που θα ψηφίσουν - δεν μπορεί να είναι πλήρως γνωστός παρά μόνο μέχρι την ημέρα των εκλογών.
Ποια τα δεδομένα
Λίγες εβδομάδες πριν από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, η Κάμαλα Χάρις προηγείται με περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο στις εθνικές δημοσκοπήσεις και σχεδόν σε κάθε αμφιταλαντευόμενη πολιτεία, ο κάθε υποψήφιος προηγείται του άλλου κατά λιγότερο από μία ποσοστιαία μονάδα.
Σύμφωνα με ειδικούς, η εθνική υποστήριξη προς τη Χάρις κορυφώθηκε την εβδομάδα που ακολούθησε του ντιμπέιτ με τον Ντόναλντ Τραμπ, στις 10 Σεπτεμβρίου, αλλά έκτοτε έχει υποχωρήσει. Τα συγκεντρωτικά στοιχεία δημοσκοπήσεων συμφωνούν τώρα ότι ο πρώην Πρόεδρος προηγείται στην Αριζόνα, την Τζόρτζια και τη Βόρεια Καρολίνα. Αν έχουν δίκιο, τότε η Αντιπρόεδρος θα πρέπει να σαρώσει στις πολιτείες του «μπλε τοίχου» -Μίσιγκαν, Πενσυλβάνια και Ουισκόνσιν- για να σημειώσει μια οριακή νίκη. Τις τελευταίες εβδομάδες, ωστόσο, ο Τραμπ περιόρισε το προβάδισμα της Χάρις σε όλες αυτές τις πολιτείες.
Η Πενσυλβάνια, πολιτεία «κλειδί» και για τους δύο υποψηφίους, δεν δείχνει ξεκάθαρο νικητή, γεγονός που εξηγεί γιατί οι δύο υποψήφιοι διοχετεύουν περισσότερο χρόνο και χρήμα στην πολιτεία αυτή. Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, συνολικά οι υποψήφιοι θα πληρώσουν 350 εκατομμύρια δολάρια μόνο για τηλεοπτικές διαφημίσεις στην Πενσυλβάνια, περισσότερα απ’ όσα ξόδεψαν στο Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν μαζί. Ο Τραμπ έχει κάνει εννέα εκδηλώσεις στην πολιτεία από τότε που η Χάρις μπήκε στην προεδρική κούρσα. Παράλληλα, ο Τζέι Ντι Βανς έχει κάνει περισσότερες εμφανίσεις στην Πενσυλβάνια από οποιαδήποτε άλλη πολιτεία. Υπενθυμίζεται ότι ο Τζο Μπάιντεν κέρδισε τον Τραμπ στην πολιτεία αυτή κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή με διαφορά περίπου 80.000 ψήφων.
Πολιτικοί αναλυτές βλέπουν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν το πλεονέκτημα σε σχέση με την κομματική ταυτότητα. Για δεκαετίες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι περισσότεροι Αμερικανοί αυτοπροσδιορίζονταν ως Δημοκρατικοί παρά ως Ρεπουμπλικάνοι. Το πλεονέκτημα της κομματικής ταυτότητας των Δημοκρατικών εξαφανίστηκε το 2004, τη μοναδική φορά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες που ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος για την προεδρία έλαβε το μεγαλύτερο μερίδιο της λαϊκής ψήφου. Ωστόσο, οι φετινές έρευνες δείχνουν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι προηγούνται στον προσδιορισμό του κόμματος, κάτι που αναμένεται ότι θα λειτουργήσει προς όφελος του Τραμπ.
Οι τάσεις που σχετίζονται με το φύλο μπορεί επίσης να επηρεάσουν τις εκλογές. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, το χάσμα μεταξύ των φύλων ήταν τεράστιο το 2016, με τη Χίλαρι Κλίντον να επικρατεί μεταξύ των γυναικών κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τους άνδρες κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες. Ο Μπάιντεν διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος του πλεονεκτήματος της Κλίντον μεταξύ των γυναικών το 2020, αλλά μείωσε το πλεονέκτημα του Τραμπ μεταξύ των ανδρών σε μόλις 2 ποσοστιαίες μονάδες. Φέτος φαίνεται πιθανό να μοιάζει με το 2016 παρά με το 2020. Η Χάρις έχει επικεντρωθεί στην άμβλωση, η οποία απασχολεί περισσότερο τις γυναίκες παρά τους άνδρες, ενώ ο Τραμπ απευθύνεται σε δυσαρεστημένους άνδρες.
Τέλος, λαμβάνεται υπόψη το χάσμα της εκπαιδευτικής κατάρτισης. Οι ψηφοφόροι με πτυχία πανεπιστημίου έχουν στραφεί προς το Δημοκρατικό Κόμμα, ενώ οι λευκοί ψηφοφόροι χωρίς πτυχία πανεπιστημίου κινούνται προς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Οι «εκπλήξεις» του Οκτωβρίου
Μετά την εξέταση των δημοσκοπήσεων και των δεδομένων, υπάρχει η πιθανότητα ο παράγοντας που θα καθορίσει το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών να μην έχει ακόμα συμβεί. Αυτό τουλάχιστον έχει γίνει πολλές φορές στη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την Politico, πολλές φορές στο παρελθόν αμφίρροπες εκλογικές αναμετρήσεις έχουν διαμορφωθεί από γεγονότα της τελευταίας στιγμής που κατέστησαν τους μήνες αναλύσεων και εκτιμήσεων δίχως νόημα. Οι ιστορικοί μπορούν να εξετάσουν με σκεπτικισμό τον πραγματικό αντίκτυπο αυτών των γεγονότων, αλλά το μοτίβο έχει επαναληφθεί πολλές φορές, ώστε να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, πρόκειται για τις λεγόμενες «εκπλήξεις του Οκτωβρίου». Η ιδέα γεννήθηκε από τον φόβο του Ρόναλντ Ρίγκαν ότι ο πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ θα επιτύγχανε την απελευθέρωση 52 ομήρων που κρατούνταν αιχμάλωτοι στο Ιράν για σχεδόν ένα χρόνο, παρέχοντάς του μια σημαντική διπλωματική επιτυχία. Ο διευθυντής της εκστρατείας του Ρίγκαν, Μπιλ Κέισι, προειδοποίησε δημόσια ότι ο Κάρτερ μπορεί να σχεδιάζει μια τέτοια «έκπληξη του Οκτώβρη» και προέτρεψε τους γνωστούς του στις υπηρεσίες πληροφορίων και τον στρατό να επισημάνουν οποιεσδήποτε κινήσεις υποδηλώνουν ότι ετοιμάζεται η απελευθέρωση. Φυσικά, όχι μόνο δεν συνέβη αυτό, αλλά η επέτειος της αιχμαλωσίας έτυχε να είναι παραμονές εκλογών, υπενθυμίζοντας περαιτέρω στη χώρα τα δεινά των ομήρων. Το πόσο απεχθανόταν το Ιράν τον Κάρτερ φανέρωσε το γεγονός ότι οι όμηροι αφέθησαν ελεύθεροι λίγα λεπτά μετά την ορκωμοσία του Ρίγκαν.
Στην πραγματικότητα, η πραγματική έκπληξη του Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς μπορεί να ήταν οι υποτιθέμενες προσπάθειες του Ρίγκαν να πείσει το Ιράν να μην απελευθερώσει τους ομήρους παρά μόνο μετά τις εκλογές και να στερήσει από τον Κάρτερ το απροσδόκητο πολιτικό αυτό κέρδος. Οι φήμες πλήθυναν τόσο πολύ, ώστε να διεξαχθεί έρευνα του Κογκρέσου για το θέμα. Οι νομοθέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα το 1993 ότι «υπήρχαν ελάχιστα ή καθόλου αξιόπιστα στοιχεία επικοινωνίας μεταξύ του Ρίγκαν και της κυβέρνησης τού Ιράν». Αλλά στη βιογραφία του για τον Ρίγκαν, ο συγγραφέας Μαξ Μπουτ εξέτασε νέα έγγραφα σχετικά με τις συναλλαγές μεταξύ της κυβέρνησης Ρίγκαν και του Ιράν για να υποστηρίξει ότι τα στοιχεία αυτής της θεωρίας ήταν «ουσιώδη και αξιόπιστα».
Το 2000, την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής μεταξύ του Αλ Γκορ και του Τζορτζ Μπους, ένας δημοσιογράφος αποκάλυψε ότι το 1976, 24 χρόνια πριν, ο Μπους είχε εντοπιστεί να οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλ. Ο Μπους επιβεβαίωσε το περιστατικό, παραδέχθηκε την ανάρμοστη συμπεριφορά του ως νεαρός και εξήγησε ότι δεν το είχε παραδεχτεί ποτέ στο παρελθόν για να γλυτώσει τα παιδιά του από την αμηχανία. Ο κορυφαίος στρατηγός του Μπους, Καρλ Ρόουβ, υποστήριξε ότι η καθυστερημένη αποκάλυψη κόστισε στον Μπους τη λαϊκή ψήφο σε πέντε πολιτείες. Αν η Φλόριντα τού γύριζε την πλάτη, μια σύλληψη πριν από 24 χρόνια θα ήταν πιθανότατα η ημιεπίσημη εξήγηση της εκστρατείας του Μπους για την ήττα στις προεδρικές εκλογές.
Μερικές φορές η έκπληξη του Οκτωβρίου έρχεται τον Νοέμβριο: Το 2004, τέσσερεις ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές, δημοσιοποιήθηκε ένα νέο βίντεο του Οσάμα Μπιν Λάντεν, που αναλάμβανε την ευθύνη για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και προειδοποιούσε τις ΗΠΑ να μη χτυπήσουν μουσουλμανικά έθνη. Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, Τζον Κέρι, υποστήριξε αργότερα ότι το βίντεο ήταν ο βασικός λόγος για την οριακή ήττα του από τον Μπους, καθώς έθεσε ξανά την τρομοκρατία στο προσκήνιο.
Γι’ αυτό, καταλήγει η ανάλυση, «όταν διαβάζουμε για την αξιοσημείωτη σταθερότητα της κούρσας του 2024, τη σχετικά μικρή διαφοροποίηση στις δημοσκοπήσεις, τους εύλογους ισχυρισμούς ότι ζητήματα όπως η μετανάστευση, ο πληθωρισμός ή η άμβλωση θα είναι καθοριστικά, απλώς ας έχουμε κατά νουν ότι εάν το παρελθόν επαναλαμβάνεται, μπορεί ακόμα να υπάρξουν πολλές εκπλήξεις».