Στη ζώνη σεισμικού κινδύνου η Κύπρος
Παρά τη σχετικά χαμηλή συχνότητα σεισμών σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Μεσογείου, η Κύπρος παραμένει ευάλωτη σε σεισμικές δονήσεις
Οι σεισμοί αποτελούν ένα φυσικό φαινόμενο, που, αν και συχνά απρόβλεπτο, είναι μέρος της καθημερινότητας σε πολλές περιοχές του κόσμου. Η Κύπρος, αν και δεν βρίσκεται σε κάποια από τις πιο ενεργές σεισμικά ζώνες του κόσμου, είναι μια περιοχή που επηρεάζεται από σεισμούς λόγω της γεωλογικής της θέσης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Κύπρος έχει μακρά ιστορία σεισμικών δραστηριοτήτων, με μερικούς καταστροφικούς σεισμούς να έχουν καταγραφεί στο παρελθόν. Σεισμοί με μέγεθος άνω των 6 Ρίχτερ έχουν σημειωθεί στο νησί, προκαλώντας ζημιές σε κτήρια και υποδομές.
Η γνώση για το φαινόμενο αυτό, η προετοιμασία και η λήψη μέτρων ασφαλείας είναι απαραίτητα στοιχεία για τη μείωση των κινδύνων και την προστασία των πολιτών.
«Οι σεισμοί ήταν και θα είναι μέσα στη ζωή μας»
Στη «Σημερινή» μίλησε η Συλβάνα Πηλείδου, Σεισμολόγος, Αν. Γεωλογικός Λειτουργός στο Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης.
Ερωτηθείσα κατά πόσον αυξήθηκαν οι σεισμοί στην Κύπρο, απάντησε ότι «παρατηρούμε συχνά έξαρση της σεισμικότητας της ευρύτερης περιοχής μας, όπως π.χ. κατά το 2023 στην τεκτονικά γειτονική μας Τουρκία με αρκετούς ισχυρούς και δυστυχώς καταστροφικούς σεισμούς, κατά την περίοδο 2021-2022 στην Κύπρο με αποκορύφωμα τον Μ6.6 σεισμό στις αρχές του 2022, ευτυχώς χωρίς αρνητικές συνέπειες, ή πιο πριν κατά το 1995-1999 με τρεις ισχυρούς και ζημιογόνους τοπικούς σεισμούς με απώλεια ανθρωπίνων ζωών, ενώ το 1953 είχαμε τον καταστροφικότερο σεισμό της πρόσφατής μας ιστορίας. Πηγαίνοντας πιο πίσω, ιστορικά η Κύπρος ταλαιπωρήθηκε από αλλεπάλληλα κύματα έξαρσης σεισμικότητας».
Όπως είπε, είναι αδύνατον να προβλέψουμε πότε θα παρατηρήσουμε μια νέα έξαρση της σεισμικότητας στην περιοχή μας, αλλά οι αυξομειώσεις της σεισμικότητας είναι αναμενόμενο φαινόμενο. «Για ν’ αξιολογήσουμε την τρέχουσα κατάσταση, θα πρέπει να περάσει λίγος καιρός», ανέφερε.
Στην ερώτηση αν κινδυνεύει η Κύπρος από έναν μεγάλο σεισμό, η κ. Πηλείδου είπε ότι η Κύπρος πλήγηκε στην ιστορία της από ισχυρούς και καταστροφικούς σεισμούς και αυτό θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται. «Οι σεισμοί ήταν και θα είναι μέσα στις ζωές μας. Η καταστροφικότητά τους όμως ίσως να μην είναι του ίδιου χαρακτήρα και έκτασης με αυτήν των παλαιότερων εποχών, όταν πόλεις και χωριά ισοπεδώνονταν, γιατί οι νεότερες οικοδομές και κατασκευές μας σχεδιάζονται πλέον με αντισεισμικές πρόνοιες».
Οι μεγαλύτεροι σεισμοί στην Κύπρο
Παρά τη σχετικά χαμηλή συχνότητα σεισμών σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Μεσογείου, η Κύπρος παραμένει ευάλωτη σε σεισμικές δονήσεις.
Όπως ανέφερε η κ. Πηλείδου, «οι μεγαλύτεροι σεισμοί σε μέγεθος δεν είναι κατ’ ανάγκην και οι πιο καταστροφικοί. Για παράδειγμα, ο σεισμός του Ιανουαρίου του 2022, με επίκεντρο στ’ ανοικτά του Ακάμα, είχε μέγεθος Μ6.6, αλλά καμιά σοβαρή επίπτωση στην Κύπρο, ενώ ο σεισμός του Αυγούστου του 1999, με επίκεντρο στην επαρχία Λεμεσού, είχε μέγεθος μόνο Μ5.6 αλλά προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές στα κτήρια και πανικό στον κόσμο. Η ένταση του σεισμού, η οποία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες πέραν του μεγέθους του σεισμού, όπως η θέση της εστίας σε σχέση με κατοικημένες περιοχές, οι γεωλογικές συνθήκες του υπεδάφους, η γεωμετρία κίνησης στο ρήγμα κ.λπ, καθορίζει και την καταστροφικότητά του.
Με αυτό το σκεπτικό, ενώ ο μεγαλύτερος σε μέγεθος σεισμός (1996, μεγέθους Μ6.8 με επίκεντρο στον θαλάσσιο χώρο της Πάφου) που επηρέασε την Κύπρο κατά την περίοδο ενόργανης παρακολούθησης σεισμών (1900 και μετά), δεν προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές ούτε άμεση απώλεια ανθρωπίνων ζωών, ο μικρότερου μεγέθους (Μ6.5) σεισμός του 1953, με επίκεντρο στο Στρουμπί της Πάφου, προκάλεσε τον θάνατο 40 συνανθρώπων μας, δεκάδες τραυματισμούς, άφησε χιλιάδες ανθρώπους άστεγους, κατέστρεψε εκατοντάδες σπίτια, ενώ προκάλεσε ζημιές σε χιλιάδες κτήρια, επηρεάζοντας συνολικά 158 χωριά και πόλεις. Μια πολύ αξιόλογη και πρόσφατη έκδοση της κυρίας Κλεοπάτρας Σοφιανού («Στρουμπί - Μνήμες από το σεισμού του 1953»), αφιερωμένη στη μνήμη των θυμάτων του φοβερού σεισμού, αποτυπώνει την τραγική ανθρώπινη πτυχή των γεγονότων, όπως τα βίωσαν οι κάτοικοι της περιοχής».
Σημείωσε ότι παλαιότερα, κατά τα τελευταία 2.000 χρόνια για τα οποία υπάρχουν ιστορικές αναφορές, η Κύπρος κτυπήθηκε από δεκάδες καταστροφικούς σεισμούς. Ο πιο καταστροφικός ήταν πιθανόν αυτός του 76 μ.Χ., ο οποίος ισοπέδωσε τη Σαλαμίνα, το Κίτιον και την Πάφο. «Είναι δύσκολο όμως να γίνει σύγκριση των σεισμών των αρχαίων εποχών με τους πρόσφατους λόγω έλλειψης ποσοτικών δεδομένων, των πολύ διαφορετικών χαρακτηριστικών των κτηρίων αλλά και της έντονης υποκειμενικότητας που χαρακτηρίζει τις ιστορικές μαρτυρίες».
Υπογράμμισε ότι, δυστυχώς, η γεω-επιστημονική κοινότητα δεν μπορεί να προβλέψει τους σεισμούς, ούτε να τους αποτρέψει. «Οι τεκτονικές πλάκες της Γης κινούνται συνεχώς και συσσωρεύεται ασταμάτητα ελαστική ενέργεια στα πετρώματά της - όταν ξεπεραστεί η αντοχή τους, σπάζουν και δίνουν σεισμούς. Είναι μια συνεχής διεργασία και, παρόλο που γνωρίζουμε τη δυναμικότητα των ρηγμάτων μας και τα μεγέθη σεισμών που είναι ικανά να δώσουν, δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια χρόνου πότε ένα ρήγμα φτάνει σε επίπεδο ωριμότητας για να δώσει έναν ισχυρό σεισμό, έτσι ώστε να λάβουμε άμεσα τα μέτρα μας ως κοινωνία».
Εξήγησε ότι οι σεισμοί γίνονται επικίνδυνοι σ’ εμάς μέσω των κτηρίων και κατασκευών, άρα τα αντισεισμικά μέτρα του περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο ζούμε, είναι η καλύτερη πρόληψη για τη μείωση των δυσάρεστων συνεπειών των σεισμών προς εμάς.
Μέτρα προστασίας και προετοιμασίας από την Πολιτεία
Η Κυβέρνηση, σε συνεργασία με την Πολιτική Άμυνα, έχει λάβει σημαντικά μέτρα για την προετοιμασία και την προστασία του πληθυσμού από σεισμούς μέσα από την εκπόνηση σχεδίων έκτακτης ανάγκης.
Όπως σημείωσε η κ. Πηλείδου, «μετά τον ισχυρό και ζημιογόνο σεισμό του 1999 (Μ5.6, Γεράσα), το κράτος (Υπουργείο Εσωτερικών) έχει προνοήσει με σχετικό ειδικό σχέδιο αντιμετώπισης μεγάλου σεισμού (Ειδικό Σχέδιο ‘Εγκέλαδος’ της Πολιτικής Άμυνας στο πλαίσιο του Βασικού Εθνικού Σχεδίου ‘ΖΗΝΩΝ’, που αποτελεί το γενικό σχέδιο της Δημοκρατίας για αντιμετώπιση καταστάσεων κρίσεως μεγάλης κλίμακας ) στο πλαίσιο του οποίου γίνονται συχνά ασκήσεις.
»Επίσης ο κώδικας αντισεισμικού σχεδιασμού, που εφαρμόζεται στη χώρα μας από το 1994 (και διά νόμου από το 2004 και μετά), διασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό την προστασία των νέων οικοδομών, αφού οι αντισεισμικές πρόνοιες βασίζονται στις γεωλογικές συνθήκες και την αναμενόμενη σεισμικότητα του χώρου της Κύπρου».