ΚΤΚ: Κοινωνική ευαισθησία στα τιμολόγια των τραπεζών

Η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου δημοσίευσε την Τρίτη την ετήσια έκθεση χρηματοοικονομικής σταθερότητας για το 2023, στην οποία σημειώνει ότι ο χρηματοοικονομικός τομέας παραμένει ανθεκτικός στο σύνολό του και είναι σε θέση να απορροφήσει τυχόν απρόσμενους κραδασμούς. Καταγράφοντας τους κινδύνους για τους οποίους τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα πρέπει να θωρακιστούν, η ΚΤΚ, μεταξύ άλλων, ζητά να επιδεικνύουν κοινωνική ευαισθησία κατά την τιμολόγηση και την επιχειρηματική τους δραστηριότητα.

Άλλοι κίνδυνοι στους οποίους αναφέρεται είναι αυτοί της κλιματικής αλλαγής, των απειλών του κυβερνοχώρου και των γεωπολιτικών εξελίξεων, με την ΚΤΚ να ζητά από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους για θωράκιση τους από τους πιο πάνω αναδυόμενους κινδύνους.

Ανθεκτική κυπριακή οικονομία

Παρά τις αντιξοότητες με δύο πολέμους στην περιοχή, τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν, τις δυσμενείς εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ και την Ελβετία κατά το 2023, η κυπριακή οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα, αναφέρει η ΚΤΚ. Συγκεκριμένα, κατά το 2023, η κυπριακή οικονομία συνέχισε να παρουσιάζει μεγέθυνση, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς σε σύγκριση με το 2022, με το πραγματικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) να αυξάνεται κατά 2,5%, έναντι 5,1% κατά το 2022.

Επιπλέον, ο πληθωρισμός κυμάνθηκε κατά μέσο όρο στο 3,9%, υποχωρώντας σημαντικά σε σχέση με τον μέσο όρο του 8,1% που σημειώθηκε κατά το 2022, με την ΚΤΚ να δείχνει ως κύριο λόγο επιβράδυνσης την περιοριστική ενιαία νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και τις σημαντικές αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς κατά το 2023.

Η ΚΤΚ σημειώνει ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, η ΕΚΤ προχώρησε σε μειώσεις στα βασικά επιτόκια νομισματικής πολιτικής της τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο του 2024, αναφέροντας ότι οι μειώσεις αυτές φαίνεται ότι άρχισαν να αντικατοπτρίζονται εν μέρει στο εγχώριο κόστος δανεισμού, καθώς τα στοιχεία της ΚΤΚ δείχνουν πτώση των συγκεντρωτικών επιτοκίων για νέες δανειοδοτήσεις προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Οι κίνδυνοι για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα

Όσον αφορά τον χρηματοοικονομικό τομέα, οι κύριοι κίνδυνοι για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, όπως εντοπίζονται από την KTK στην έκθεση, απορρέουν από τις παγκόσμιες εξελίξεις σε συνάρτηση με τις ιδιαιτερότητες του κυπριακού χρηματοοικονομικού συστήματος. Κατ’ αρχάς, τα υψηλά επίπεδα τιμών, σε συνδυασμό με τα αυξημένα δανειστικά επιτόκια, κυρίως στα δάνεια που είναι συνδεδεμένα με το επιτόκιο Euribor ή το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, συνεχίζουν να δημιουργούν προκλήσεις στους ισολογισμούς του εγχώριου ιδιωτικού μη-χρηματοοικονομικού τομέα. Εντούτοις, ο εν λόγω τομέας εξακολουθεί να παραμένει ανθεκτικός, ενώ οι πρόσφατες μειώσεις στο βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ αναμένεται να ενισχύσουν την ικανότητα αποπληρωμής του χρέους του.

Η ΚΤΚ σημειώνει ότι τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών παραμένουν σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που ίσχυαν πριν από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης στα μέσα του 2021, ενώ τα νοικοκυριά των οποίων τα δάνεια φέρουν κυμαινόμενο επιτόκιο, καλούνται να ανταποκριθούν σε αυξημένες δόσεις δανείων. Περαιτέρω παρατηρείται αύξηση στη μόχλευση των μη-χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων. Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με το υψηλό χρέος του ιδιωτικού μη-χρηματοοικονομικού τομέα, δημιουργούν προκλήσεις σε σχέση με την ικανότητα του τομέα να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του, παρά την πτωτική πορεία του χρέους τα τελευταία έτη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Συναφώς, η ΚΤΚ προτρέπει τα πιστωτικά ιδρύματα «να εξετάσουν τον κίνδυνο φήμης τους και να ενσωματώσουν το στοιχείο της κοινωνικής ευαισθησίας στην τιμολόγηση και την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, προς μετριασμό των επιπτώσεων στην κοινωνία».

Σημειώνεται, επίσης, ότι ο πλήρης αντίκτυπος των υψηλών τιμών και των αυξημένων δανειστικών επιτοκίων στη βιωσιμότητα και στην ικανότητα του ιδιωτικού μη-χρηματοοικονομικού τομέα να εξυπηρετεί το χρέος του μπορεί να μην έχει πλήρως αντικατοπτριστεί στο δανειακό χαρτοφυλάκιο των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Στον αντίποδα, η προβλεπόμενη σταθεροποίηση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας την περίοδο 2024-2026 σε σχετικά υψηλά επίπεδα, η δυναμική της αγοράς εργασίας, ο περιορισμός του πληθωρισμού, καθώς και η προληπτική αποταμίευση υποστηρίζουν την ανθεκτικότητα του εγχώριου ιδιωτικού μη-χρηματοοικονομικού τομέα, αναφέρει η ΚΤΚ.

Ενδεχόμενη αύξηση ΜΕΧ μπορεί να επηρεάσει κερδοφορία και κεφαλαιακή επάρκεια πιστωτικών ιδρυμάτων

Η ενδεχόμενη επιδείνωση στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων του χρηματοοικονομικού τομέα, κυρίως του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων, συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση, παρόλο που μέχρι σήμερα, δεν έχουν παρουσιαστεί τέτοιες ενδείξεις, αναφέρει η ΚΤΚ. Μια ενδεχόμενη αύξηση στις μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις (ΜΕΧ), λόγω και των αυξημένων επιτοκίων, παρά τις μειώσεις κατά τους τελευταίους μήνες, δύναται να ασκήσει πιέσεις στην κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων, λόγω αυξημένων προβλέψεων, και να επηρεάσει μελλοντικά την κεφαλαιακή τους επάρκεια, καθώς και τη δυνατότητά τους να προσφέρουν νέο δανεισμό προς την οικονομία, σημειώνει η ΚΤΚ.

Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε, κατά το 2023, αλλά και κατά τους πρώτους μήνες του 2024 που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, δεν υπήρξαν ενδείξεις για τέτοια επιδείνωση, με τον δείκτη ΜΕΧ και το ποσοστό των χορηγήσεων που κατηγοριοποιούνται στο Στάδιο 2 (τον προθάλαμο των ΜΕΧ) να παρουσιάζουν, μάλιστα, βελτίωση. Ως εκ τούτου, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζουν συνετές πολιτικές διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου, και να προβαίνουν σε σωστή και έγκαιρη χρήση των εργαλείων της αναδιάρθρωσης και επαναδιαπραγμάτευσης με στόχο την εξεύρεση κατάλληλων και βιώσιμων λύσεων, υπογραμμίζει η ΚΤΚ.

Επιπλέον, αναφέρει ότι τα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να επιταχύνουν τις προσπάθειες εξυγίανσης των δανειακών χαρτοφυλακίων τους, αφού ο όγκος ΜΕΧ που παρέμεινε στους ισολογισμούς τους κατά το 2023 ήταν σημαντικός ως ποσοστό του χαρτοφυλακίου τους. Επισημαίνεται ότι οι πρόσφατες τροποποιήσεις που έχουν υιοθετηθεί στο νομοθετικό πλαίσιο για τις εκποιήσεις καθώς και σε σχέση με τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο, οι οποίες στοχεύουν στη βελτίωση των διαδικασιών και στην ενίσχυση της διαφάνειας, αναμένεται να υποβοηθήσουν τη διαχείριση και επίλυση του κληροδοτημένου όγκου ΜΕΧ, όσο και των πιθανών νέων ΜΕΧ.

Ευάλωτα στον τομέα ακινήτων τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα

Η ΚΤΚ αναφέρει ότι η σημαντική συνολική έκθεση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στον τομέα των ακινήτων τα καθιστά ευάλωτα σε τυχόν αρνητικές εξελίξεις στην αγορά ακινήτων, παρά τη μέχρι τώρα αυξητική πορεία της συγκεκριμένης αγοράς. Μια ενδεχόμενη μείωση στις τιμές των ακινήτων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι επενδύσεις σε ακίνητα δεν είναι άμεσα ρευστοποιήσιμες, καθιστά τον χρηματοοικονομικό τομέα ευάλωτο σε πιθανές μεταβολές των τιμών, αναφέρει, με ενδεχόμενες μεγάλες μεταβολές στις τιμές των ακινήτων να εμπεριέχουν κινδύνους που αφορούν την κερδοφορία, τη ρευστότητα, καθώς και την κεφαλαιακή επάρκεια των εγχώριων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

Σημειώνεται ότι η σημαντική έκθεση του χρηματοοικονομικού τομέα στην αγορά ακινήτων συγκεντρώνεται κυρίως στα άμεσα ανοίγματα των ασφαλιστικών εταιρειών, των επενδυτικών ταμείων και των εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων (EEΠ), καθώς και στην έμμεση έκθεση τόσο των πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και των EEΠ μέσω του δανειακού τους χαρτοφυλακίου.

Ωστόσο, παρά την έκθεση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στον τομέα των ακινήτων, η πιθανότητα αρνητικών επιπτώσεων στη χρηματοοικονομική σταθερότητα είναι, μέχρι στιγμής, περιορισμένη καθώς η κυπριακή αγορά ακινήτων φαίνεται να συνάδει με τα μακροοικονομικά θεμελιώδη δεδομένα της χώρας.

Συγκεκριμένα, τόσο οι νέες μεταβιβάσεις όσο και οι τιμές ακινήτων ακολούθησαν ανοδική πορεία κατά το 2023 σε σύγκριση με το 2022. Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ότι δεν διαφαίνεται να υπάρχει σημαντική υπερθέρμανση στις τιμές, με τα στατιστικά μοντέλα της ΕΚΤ να υποδεικνύουν ότι οι τιμές της εγχώριας αγοράς ακινήτων ευθυγραμμίζονται με τα θεμελιώδη δεδομένα της αγοράς.

Κίνδυνοι από κλιματική αλλαγή, κυβερνοεπιθέσεις, γεωπολιτικές εντάσεις

O χρηματοοικονομικός τομέας βρίσκεται, επίσης, αντιμέτωπος με τους αναδυόμενους εξωγενείς κινδύνους που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή, τις απειλές στον κυβερνοχώρο και την κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων, προσθέτει η ΚΤΚ. Ο κίνδυνος που σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή έχει επιδεινωθεί σημαντικά σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία χρόνια, και η ανάγκη για μια ομαλή μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών έως το 2050 καθίσταται επιτακτική, αναφέρει.

Επιπλέον, η έκθεση του χρηματοοικονομικού τομέα σε κινδύνους στον κυβερνοχώρο, έχει, επίσης, αυξηθεί τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, λόγω της κλιμάκωσης των γεωπολιτικών εντάσεων, σε συνάρτηση με τη μεγαλύτερη ψηφιακή διασύνδεση, την αύξηση της τηλεργασίας μετά την πανδημία, καθώς και την αυξανόμενη τάση για ανάθεση μέρους της κρίσιμης υποδομής πληροφορικής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε εξωτερικούς συνεργάτες.

Επιπλέον, ο συνεχιζόμενος πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και η κλιμάκωση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή, με την πιθανότητα ευρύτερης σύρραξης, αποτελούν περαιτέρω παράγοντες ανησυχίας για την παγκόσμια οικονομία, καθώς και για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Σε ένα δυσμενές σενάριο, η περαιτέρω κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων δύναται να εντείνει το κλίμα αβεβαιότητας, να επηρεάσει αρνητικά τις παγκόσμιες αγορές, να προκαλέσει διαταραχές στο διεθνές εμπόριο και να οδηγήσει σε άνοδο στις τιμές ενέργειας και βασικών εμπορευμάτων προκαλώντας πληθωριστικές πιέσεις και επιβραδύνοντας την οικονομική δραστηριότητα.

Η ΚΤΚ, στο πλαίσιο προληπτικών ενεργειών, «προτρέπει τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους για θωράκιση από τους πιο πάνω αναδυόμενους κινδύνους. Ειδικότερα τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα θα πρέπει να προβούν στις δέουσες κινήσεις για προσδιορισμό της ενδεχόμενης επίδρασής τους στο φάσμα των δραστηριοτήτων τους καθώς και ενσωμάτωσή τους στο γενικό πλαίσιο διαχείρισης των κινδύνων τους», υπογραμμίζει.

Υψηλά επίπεδα κερδοφορίας, κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας

Παρά τις πιο πάνω προκλήσεις, ο τραπεζικός τομέας της Κύπρου παρέμεινε κατά το 2023 αλλά και πιο πρόσφατα, ανθεκτικός καταγράφοντας υψηλά επίπεδα κερδοφορίας, κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, και συνεχίζει να εξυπηρετεί απρόσκοπτα τις πιστωτικές ανάγκες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, σημειώνει στην έκθεσή της η ΚΤΚ.

Tα πιστωτικά ιδρύματα επωφελούμενα της υψηλής κερδοφορίας που πέτυχαν εντός του 2023, ενίσχυσαν περαιτέρω την κεφαλαιακή τους επάρκεια, θωρακίζοντας τους ισολογισμούς τους έναντι πιθανών κραδασμών. Σημειώνεται ότι η επαρκής κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα, σε συνδυασμό με την πλεονάζουσα ρευστότητα που καταγράφει και τη διατήρηση της ποιότητας των περιουσιακών του στοιχείων στο υφιστάμενο περιβάλλον υψηλού επιπέδου τιμών και αυξημένων επιτοκίων, συντείνουν στην διατήρηση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα.

Επισημαίνεται, ακόμα, ότι από τα stress test του Ιουλίου 2023 της ΕΚΤ, στα οποία συμμετείχαν τα δύο μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, ο τραπεζικός τομέας φαίνεται να παρουσιάζει αυξημένη ανθεκτικότητα έναντι πιθανών κραδασμών.

Ανθεκτικός ο ασφαλιστικός τομέας και οι ΕΕΠ

Ο ασφαλιστικός τομέας παραμένει, επίσης, ανθεκτικός, ενώ καταγράφει υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης το 2023 σε παραγωγή ασφαλίστρων, σύμφωνα με την ΚΤΚ. Ο μέσος όρος φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα εντός του 2023, με τις πλείστες ασφαλιστικές εταιρείες να καταγράφουν ισχυρά επίπεδα κεφαλαιοποίησης, ξεπερνώντας κατά πολύ τις εποπτικές απαιτήσεις φερεγγυότητας, ενώ το ποσοστό κάλυψης των στοιχείων ενεργητικού έναντι των υποχρεώσεων παρέμεινε σταθερό σε υψηλά επίπεδα.

Επιπλέον, ο δείκτης ρευστότητας του ασφαλιστικού τομέα αυξήθηκε εντός του 2023, φτάνοντας τα επίπεδα του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ.

Όσον αφορά τις ΕΕΠ, ο υψηλός δείκτης ΜΕΧ, καθώς και το γεγονός ότι αναγνωρίζουν τα ακίνητα που έχουν στην κατοχή τους σε τιμές χαμηλότερες από την αγοραία αξία, ενισχύει την ανθεκτικότητα του τομέα έναντι των αναγνωρισμένων κινδύνων.

Μακροπροληπτική πολιτική από την ΚΤΚ

Η ΚΤΚ παρακολουθεί τους κινδύνους που απειλούν τη χρηματοοικονομική σταθερότητα σε συνεχή βάση και ακολουθεί ενεργή μακροπροληπτική πολιτική, θεσπίζοντας έγκαιρα μακροπροληπτικά εργαλεία, όπου χρειάζεται, αναφέρει. Στις 2 Ιουνίου 2023, η ΚΤΚ, αποφάσισε την περαιτέρω αύξηση του ποσοστού του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από 0,5% σε 1% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο στη Δημοκρατία, με ισχύ από τις 2 Ιουνίου 2024. Η υιοθέτηση του πιο πάνω μέτρου ενισχύει την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα, αφού δημιουργεί ένα «μαξιλάρι» κεφαλαίων στα αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιόδους κρίσεων και οικονομικής ύφεσης προς απορρόφηση των ζημιών, διατηρώντας παράλληλα απρόσκοπτο τον δανεισμό προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Κατά το 2023, η ΚΤΚ, βάσει της ετήσιας επανεξέτασής της, προσδιόρισε πέντε πιστωτικά ιδρύματα ως άλλα συστημικά σημαντικά ιδρύματα («ιδρύματα O-SII») και επανακαθόρισε το ύψος του κεφαλαιακού αποθέματος O-SII που πρέπει να τηρούν λόγω της συστημικότητάς τους. Κατά τον Φεβρουάριο του 2024, η ΚΤΚ προχώρησε στην αναθεώρηση της Πολιτικής της για τον προσδιορισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στον ορισμό των ιδρυμάτων O-SII και τη μεθοδολογία για τον καθορισμό της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας O-SII του κάθε πιστωτικού ιδρύματος.

Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, η ΚΤΚ, στη βάση της αναθεωρημένης Πολιτικής της, κατόπιν της σχετικής ετήσιας επαναξιολόγησης, προσδιόρισε πέντε πιστωτικά ιδρύματα ως ιδρύματα Ο-SII και καθόρισε το ύψος του κεφαλαιακού αποθέματος O-SII που πρέπει να τηρούν λόγω της συστημικότητάς τους.

Εν κατακλείδι, παρά τις αλλεπάλληλες προκλήσεις που αναφύονται στο διεθνές περιβάλλον, ο χρηματοοικονομικός τομέας παραμένει ανθεκτικός στο σύνολό του και είναι σε θέση να απορροφήσει τυχόν απρόσμενους κραδασμούς, αναφέρει η ΚΤΚ, σημειώνοντας, ωστόσο ότι δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού, καθώς η αβεβαιότητα στο μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει έντονη.


Πηγή: ΚΥΠΕ