Διεθνή

Η οικονομία και το κενό μήνυμα της Χάρις έστειλαν τον Τραμπ πίσω στον Λευκό Οίκο

Την ώρα που οι οικονομολόγοι διατυμπάνιζαν ότι η αμερικανική οικονομία πήγαινε καλά, οι πολίτες της χώρας είχαν διαφορετική άποψη

Η αμφίρροπη εκλογική αναμέτρηση, που υποσχέθηκαν οι εκλογολόγοι και οι πολιτικοί αναλυτές, κατέληξε τελικά στον «κόκκινο» θρίαμβο του Ντόναλντ Τραμπ. Γι’ ακόμα μια φορά, οι «ειδικοί» απέτυχαν να διαβάσουν τις πραγματικές ανάγκες των Αμερικανών, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους δείκτες της οικονομίας, βιώνουν στο πετσί τους την ακρίβεια και την αβεβαιότητα για το μέλλον. Ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος φαίνεται ότι αντιλήφθηκε από νωρίς τις ανάγκες του ακροατηρίου του και προσάρμοσε ανάλογα το πρόγραμμά του. Όντας υποψήφιος για τρίτη φορά απέδειξε ότι γνωρίζει πολύ καλά πώς να διεξάγει προεκλογική εκστρατεία. Σε αυτό βοήθησαν κάποιες άλλες συγκυρίες, οι οποίες τον ενίσχυσαν εκλογικά με απρόσμενο τρόπο. Από την άλλη, η Κάμαλα Χάρις έπαιξε το χαρτί του ιδεαλισμού και έχασε. Ενώ έριξε το βάρος της προεκλογικής της εκστρατείας στη διασφάλιση των αξιών, ο αντίπαλός της έδωσε στο «πεινασμένο» ακροατήριο τις υποσχέσεις που ήθελε ν’ ακούσει.

Η οικονομοκεντρική καμπάνια

Την ώρα που οι οικονομολόγοι διατυμπάνιζαν ότι η αμερικανική οικονομία πήγαινε καλά, οι πολίτες της χώρας είχαν διαφορετική άποψη. Περίπου το 40% των ψηφοφόρων ανέφεραν ότι η οικονομία ήταν το κυριότερο ζήτημα που τους απασχολούσε, ξεπερνώντας με διαφορά κάθε άλλο θέμα της προεκλογικής ατζέντας. Από αυτούς, το 60% έδειχναν την προτίμησή τους στον Ντόναλντ Τραμπ. Οι πολίτες δεν σκέφτονταν τους οικονομικούς δείκτες και τα νούμερα που έδειχναν ανεβασμένα, αλλά τα καθημερινά τους έξοδα, που πλέον είχαν εκτοξευτεί.

Ειδικοί επισημαίνουν ότι οι Αμερικανοί εξακολουθούν να αισθάνονται το σοκ των τιμών που αυξήθηκαν σε όλα τα αγαθά, από τα είδη καθαρισμού μέχρι τον καφέ, ως συνέπεια της πανδημίας. Η δυσαρέσκειά τους για την οικονομία δεν περιοριζόταν στις τιμές, αλλά περιελάμβανε τη γενικότερη απογοήτευση και το άγχος για το μέλλον. Πολλοί Αμερικανοί είναι αγανακτισμένοι που δεν μπορούν ν’ αγοράσουν ένα σπίτι ή να ξεκινήσουν μια οικογένεια. Είναι γεγονός ότι λιγότεροι πλέον πιστεύουν ότι το αμερικανικό όνειρο είναι εφικτό.

Συνεντεύξεις που διενήργησε η Wall Street Journal αποκάλυψαν το σημαντικό χάσμα μεταξύ των επίσημων κυβερνητικών στοιχείων, που δείχνουν μια όλο και πιο ισχυρή οικονομία, και της απαισιοδοξίας των Αμερικανών. Ενώ οι Δημοκρατικοί προέβαλαν την οικονομική ισχύ ως επιχείρημα για να τους στηρίξουν, πολλοί ψηφοφόροι δήλωναν ότι η οικονομία, όπως τη βιώνουν οι ίδιοι, είναι διαλυμένη. Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Moody’s Analytics, Μαρκ Ζάντι, «αυτή η αισιόδοξη ρητορική δεν βρίσκει ανταπόκριση στους περισσότερους Αμερικανούς. Εξακολουθούν να πληρώνουν υψηλότερες τιμές για πολλά είδη πρώτης ανάγκης».

Ο Τραμπ χειρίστηκε με μαεστρία την επικοινωνία, καταφέρνοντας να κτίσει με τα ηθικά και τα δικαστικά του βαρίδια τον προσωπικό του μύθο, που του επέτρεψε όχι μόνο να μη χάσει υποστηρικτές, αλλά να κερδίσει καινούργιους

Όπως προκύπτει, οι ψηφοφόροι του Τραμπ είχαν πιο ψηλά τα οικονομικά ζητήματα σε σχέση με τους ψηφοφόρους της Χάρις. Σύμφωνα με το AP VoteCast, περίπου οι μισοί από τους ψηφοφόρους του Τραμπ δήλωσαν ότι οι αυξημένες τιμές ήταν ο κύριος παράγοντας για την απόφασή τους. Γι’ αυτό και έθεσε το κόστος ζωής στο επίκεντρο της καμπάνιας του, υποστηρίζοντας στην ομιλία αποδοχής της υποψηφιότητάς του ότι «ο πληθωρισμός θα εξαφανιστεί πλήρως» υπό την ηγεσία του.

Το μήνυμα του Τραμπ από την αρχή βρήκε απήχηση σε ψηφοφόρους περιοχών, όπου η παρακμή της βιομηχανίας εξάλειψε κερδοφόρες δουλειές, κυρίως για εργαζομένους ανειδίκευτων εργασιών. Επίσης, έπεισε εργαζομένους που άλλοτε θεωρούσαν ότι ένα πανεπιστημιακό πτυχίο θα τους οδηγούσε σε μια καλύτερη ζωή, αλλά είχαν αρχίσει πλέον να αμφισβητούν την αξία του. Το κύμα υψηλού πληθωρισμού, που ακολούθησε την πανδημία Covid, έκανε την οικονομία ζήτημα υψηλής προτεραιότητας για ένα ευρύ φάσμα ψηφοφόρων. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά την προεδρία Μπάιντεν και, παρόλο που έχει μετριαστεί πρόσφατα, οι τιμές παρέμειναν πολύ υψηλότερες απ’ ό,τι ήταν όταν ο Τραμπ άφησε τον Λευκό Οίκο. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή του Υπουργείου Εργασίας ήταν σχεδόν 20% υψηλότερος τον Σεπτέμβριο σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2021. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση σε μια προεδρική θητεία από τα πρώτα τέσσερα χρόνια του Ρόναλντ Ρίγκαν.

Μια πνευματική σύνδεση

Οι αναλύσεις πάνε και έρχονται για τους λόγους που έφεραν στην εξουσία τον Τραμπ, την ώρα που πολλοί Αμερικανοί ακόμα δεν μπορούν να πιστέψουν ότι κατάφερε να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Εντούτοις, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο νέος πλανητάρχης ξέρει πώς να διεξάγει προεκλογική εκστρατεία.

Κατά την τρίτη του προεκλογική εκστρατεία χρησιμοποίησε κωμικά στοιχεία, έντονους χαρακτηρισμούς, κάποιαν αισιοδοξία, μπόλικη τρομολαγνεία και άπλετο κυνισμό. Χειρίστηκε με μαεστρία την επικοινωνία, καταφέρνοντας να κτίσει με τα ηθικά και τα δικαστικά του βαρίδια τον προσωπικό του μύθο, που του επέτρεψε όχι μόνο να μη χάσει υποστηρικτές, αλλά να κερδίσει καινούργιους.

Ειδικοί παρατηρούν ότι, στις εκδηλώσεις που διοργάνωνε, συνδεόταν με όλους τους ανθρώπους σε όποια περιοχή της χώρας βρισκόταν. Οι άνθρωποι αυτοί μάλιστα σε κάθε ευκαιρία απέρριπταν ή εξορθολόγιζαν όλες τις αντιφάσεις που κουβαλούσε η εκρηκτική του περσόνα. Οι ψηφοφόροι του ουσιαστικά έβλεπαν στο πρόσωπό του αυτό που ήθελαν να δουν, ενώ τους έπεισε ότι μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια τον ήξεραν και, το σημαντικότερο, τους ήξερε και αυτός.

Ο «σύνδεσή» του με τον κόσμο ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο μετά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Αναλυτές εξηγούν ότι ο τρόπος αντίδρασής του μετά τον πυροβολισμό που δέχθηκε, όταν δηλαδή σηκώθηκε και φώναξε «Αγωνιστείτε!», εκτίναξε τη δημοφιλία του. Ήταν μια ενδιαφέρουσα ανατροπή, αφού πριν από εκείνο το περιστατικό, ο Τραμπ είχε παίξει τον ρόλο τού σκληρού τύπου μόνο στην τηλεόραση. Μετά την απόπειρα δολοφονίας όμως απέδειξε στην πράξη ότι είναι ο σκληρός της υπόθεσης και οι άνθρωποι τον ηρωοποίησαν. Οι Αμερικανοί λατρεύουν τους αντιήρωες και τις ταινίες δράσης τους. Και η καμπάνια του εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον αυτήν την ευκαιρία.

Την ίδια ώρα, όμως, η περιπέτεια αυτή του έδωσε την ευκαιρία να συνδεθεί σε πνευματικό επίπεδο με ορισμένους ψηφοφόρους. Ενώ προηγουμένως κάποιοι θρησκευόμενοι ήταν επιφυλακτικοί απέναντί του, με την επιβίωσή του και ειδικά με τον τρόπο που έτυχε να γυρίσει το κεφάλι του, απέδειξε το «θαύμα». Οι New York Times επικαλούνται τη μαρτυρία ενός οδηγού σχολικού λεωφορείου, ο οποίος μετά το συμβάν ήταν πλέον «1.000%» σίγουρος ότι ο Τραμπ είχε επιλεγεί από τον Θεό για να νικήσει το κακό και ότι η νίκη του ήταν προκαθορισμένη. Και σε αυτήν την περίπτωση η καμπάνια του φρόντισε να διατηρήσει το αφήγημα του θαύματος, δημοσιεύοντας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εικόνες του Αρχαγγέλου Μιχαήλ να μάχεται με δαίμονες. Μιλούσε πολύ για το αίμα και έκανε επιτηδευμένες ευσεβείς χειρονομίες, όπως για παράδειγμα όταν έσκυψε αργά το κεφάλι του στη σκηνή στο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών για να φιλήσει το κράνος του εθελοντή πυροσβέστη που είχε σκοτωθεί στο Μπάτλερ. Θρησκειολόγοι, μάλιστα, δεν έκρυψαν την έκπληξή τους για το πόσο μελετημένος ήταν ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε το θρησκευτικό κομμάτι της προεκλογικής εκστρατείας ο Τραμπ. Παράλληλα, το αυτοδιαφημιζόμενο μίσος του για τους θεσμούς δεν πρέπει να υποτιμάται. Καθώς περνούσε η χρονιά και οι μάχες του Τραμπ ενάντια στα δικαστήρια και τα μέσα ενημέρωσης μαίνονταν, άρχισε να αποκτά μιαν αντισυστημική λάμψη, που προσέλκυσε ειδικά τους νέους ψηφοφόρους.

Γιατί δεν έπεισε η Χάρις

Το μήνυμα της καμπάνιας της Κάμαλα Χάρις ήταν ότι οι ψηφοφόροι είχαν μια επιλογή: Είτε δημοκρατία, συνταγματικά δικαιώματα και θεμελιώδεις ελευθερίες είτε το «χάος και τη διχόνοια» του Ντόναλντ Τραμπ.

Την Τρίτη, οι πολίτες απάντησαν. Πάνω από τους μισούς ψηφοφόρους φάνηκαν να απορρίπτουν τις προειδοποιήσεις ότι ο Τραμπ αποτελεί απειλή για τις αρχές που κινδύνευαν σύμφωνα με τη Χάρις. Πολιτικοί αναλυτές σημειώνουν ότι στην τελική οι αφηρημένες αλήθειες είχαν μικρότερη σημασία σε σχέση με τα απτά ζητήματα, όπως η δυνατότητα πληρωμής ενοικίου ή οι ανησυχίες για τους μετανάστες. Σε μια εποχή αυξανόμενης δυσπιστίας προς τους θεσμούς, η έκκληση της Χάρις για προστασία των θεσμών της χώρας αντήχησε κενή περιεχομένου για πολλούς Αμερικανούς.

Όπως προκύπτει από τα δεδομένα της κάλπης, τους ψηφοφόρους, ειδικά στις αμφίρροπες πολιτείες, δεν απασχολούσε η «απειλούμενη» δημοκρατία και οι θεσμοί, αλλά οι περιορισμένες προοπτικές. Η εκστρατεία του Τραμπ στοχευμένα απευθυνόταν στις ταλαιπωρημένες αγροτικές περιοχές και στους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης, που το 2016 τον είχαν οδηγήσει στον Λευκό Οίκο. Η ρητορική του έφτασε σε κόκκινες πολιτείες που έγιναν πιο κόκκινες, καθώς το έθνος διαχωρίστηκε και πολώθηκε σύμφωνα με την ευμάρεια και την εκπαίδευση. Βρήκε επίσης ευήκοα ώτα στους άντρες μεροκαματιάρηδες, που αισθάνονται ότι μένουν πίσω λόγω της αλλαγής των πολιτιστικών νορμών και της τεχνολογικής προόδου. Στις συγκεντρώσεις του, ο 78χρονος Τραμπ ξυπνούσε τη νοσταλγία του ακροατηρίου του, θυμίζοντας τη μείωση φόρων του 2017 και τους συντηρητικούς διορισμούς του στο Ανώτατο Δικαστήριο. Υποσχέθηκε να μειώσει ακόμη περισσότερο τους φόρους σε κάθε κοινό στο οποίο απευθυνόταν, από σερβιτόρους μέχρι δισεκατομμυριούχους.

Από την άλλη η Κάμαλα Χάρις κατέβηκε στην προεκλογική, υποσχόμενη να γυρίσει σελίδα στην εποχή Τραμπ. Ουσιαστικά, γνώριζε ότι οι σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές του αντιπάλου της πιθανότατα δεν θα άλλαζαν ποτέ πλευρά, γι’ αυτό απευθύνθηκε σε πιο μετριοπαθείς και Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους, που έβλεπαν τον Τραμπ ως έναν διχαστικό και ανίκανο ηγέτη, με μια ομάδα που ενδιαφερόταν περισσότερο για την εξουσία και τον πλούτο παρά για το κοινό καλό του έθνους. «Δεν γυρίζουμε πίσω», έλεγε συχνά. Όμως, είχε μπει αργά στην προεκλογική εκστρατεία, όταν ο Μπάιντεν αποσύρθηκε μετά την απογοητευτική του απόδοση στο πρώτο προεδρικό debate. Με λίγους μόνο μήνες για να συστηθεί πλήρως στους πολίτες της χώρας, προσπάθησε να υπογραμμίσει την υποψηφιότητα του Τραμπ ως εκτροπή από τις πολιτικές αξίες και να εισαγάγει παράλληλα προτάσεις για την οικονομία, τη στέγαση, την παιδική φροντίδα και τον πληθωρισμό.

Όμως, αυτή η ατζέντα δεν κατάφερε να αναμετρηθεί με την αντιδημοφιλή κυβέρνησή της. Ένα βασικό εμπόδιο ήταν ο πληθωρισμός, που εκτοξεύθηκε κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, καθώς οι διακοπές στη βιομηχανική παραγωγή λόγω της Covid-19 έπληξαν τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και ο Πρόεδρος διοχέτευσε ομοσπονδιακή βοήθεια στην οικονομία για την προστασία της απασχόλησης στη μεσαία και εργατική τάξη. Επίσης, ένα άλλο εμπόδιο ήταν η σκληρή πραγματικότητα των αναγκών στο εσωτερικό. Την ώρα που φυσικές καταστροφές έπλητταν διαδοχικά τις πολιτείες, οι Αμερικανοί πολίτες έβλεπαν να φεύγουν δισεκατομμύρια σε οικονομική βοήθεια όχι στους πληγέντες, αλλά στον μακρινό πόλεμο της Ουκρανίας.