Οι επιχειρήσεις στην Κοφίνου
Ιστορικός σταθμός που σήμανε την ανάκληση του Γρίβα, την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας και την εγκατάλειψη της αυτοδιάθεσης – Ένωσης
Στο πρώτο μέρος για τις επιχειρήσεις της Κοφίνου είδαμε πώς άρχισαν με απόφαση των κυβερνήσεων Κύπρου και Ελλάδας, παρά την αντίθεση του στρατηγού Γρίβα, ο οποίος είχε επισημάνει τις συνέπειες από την επέκταση των επιχειρήσεων στην ευπαθή αυτή περιοχή. Δυστυχώς, οι προβλέψεις του δεν εισακούστηκαν, αλλά οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν. Η Τουρκία αντέδρασε κατά τρόπο άμεσο και σφοδρό. Άρχισαν στην Άγκυρα κυβερνητικές και στρατιωτικές συσκέψεις, οι δε τουρκικές εφημερίδες έγραφαν ότι επίκειται απόβαση τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Τουρκικά αεροπλάνα άρχισαν να πετούν πάνω από τη Λευκωσία σε χαμηλό ύψος, ενώ πολεμικά σκάφη προσέγγισαν τις ακτές της Κύπρου και περιπολούσαν απειλητικά.
Πρώτο αποτέλεσμα των τουρκικών απειλών ήταν ότι, λίγες μόνο ώρες μετά την κατάληψη της Κοφίνου, οι Δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς διατάχθηκαν να αποσυρθούν από την περιοχή και τρεις ημέρες αργότερα ο στρατηγός Γρίβας διατασσόταν να επιστρέψει στην Ελλάδα. Συνεργάτες του στην Αθήνα τού διαμήνυσαν να μη φύγει από την Κύπρο, διότι η Χούντα δεν θα τον άφηνε να γυρίσει στο νησί. «Έχω συντριπτικά στοιχεία εις χείρας μου, που δεν θα δυνηθούν να τα αντικρούσουν», απάντησε ο στρατηγός και πήγε στην Αθήνα. Εκεί όμως η χούντα τον έθεσε σε περιορισμό και ας είχε πράγματι στα χέρια του στοιχεία συντριπτικά που τον δικαίωναν.
Στο μεταξύ, οι τουρκικές αντιδράσεις ανάγκασαν τα Ηνωμένα Έθνη και τους Αμερικανούς να δραστηριοποιηθούν έντονα για την αποτροπή ελληνοτουρκικού πολέμου, ενώ η Χούντα, χωρίς καμιάν αντίδραση, δέχθηκε ιταμό τουρκικό τελεσίγραφο. Παραδόθηκε άνευ όρων. Εξευτέλισε τον Ελληνικό Στρατό και ταπείνωσε τον Ελληνισμό. Τα τελεσίγραφο της Άγκυρας ζητούσε:
Άμεση αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο, ανάκληση του στρατηγού Γρίβα Διγενή και διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Η αποδοχή του τουρκικού τελεσιγράφου από τη Χούντα των Αθηνών αποτελούσε:
- • Πρώτο, βαρύτατο πλήγμα για την Κύπρο, που αποθωρακιζόταν και παρέμενε εύκολη λεία πια στο τουρκικό επεκτατικό τέρας.
- • Δεύτερο, εθνική ταπείνωση της Ελλάδας, αφού αποδεχόταν τους ιταμούς τουρκικούς όρους, που ανέτρεπαν την μέχρι τότε κοινή πολιτική Αθήνας-Λευκωσίας για Αυτοδιάθεση - Ένωση και εισήγαγε νέα επιζήμια δεδομένα στο εθνικό θέμα.
- • Τρίτο, βαρύτατο πλήγμα στην εθνική πίστη των Ελλήνων Κυπρίων στην Ένωση με την εγκατάλειψη της ιδιαίτερης πατρίδας τους από τη Μητέρα Ελλάδα.
Ας παρακολουθήσουμε τα δραματικά εκείνα για την Κύπρο μας γεγονότα:
Η Τουρκία αντέδρασε κατά τρόπο άμεσο και σφοδρό. Άρχισαν στην Άγκυρα κυβερνητικές και στρατιωτικές συσκέψεις. Οι τουρκικές εφημερίδες έγραφαν ότι επίκειται, χωρίς καθυστέρηση, απόβαση τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Τουρκικά αεροπλάνα άρχισαν να πετούν σε χαμηλό ύψος πάνω από τη Λευκωσία. Πολεμικά σκάφη προσήγγισαν ανενόχλητα τις βόρειες ακτές τη Κύπρου και περιπολούσαν απειλητικά. Η Άγκυρα ζητούσε επίμονα από τα Ηνωμένα Έθνη να παρέμβουν αποφασιστικά για την αποκατάσταση της τάξης στην Κοφίνου, ενώ ο απεσταλμένος του Προέδρου Τζόνσον, Σάιρους Βανς, επιβαίνοντας ειδικού αεροπλάνου, άρχισε επισκέψεις στην Αθήνα, τη Λευκωσία και την Άγκυρα, για ν’ αποτρέψει τον πόλεμο και να διαπραγματευτεί τους όρους ειρήνης. Η Αμερική βρέθηκε σε δύσκολη θέση, διότι αν δεν κατάφερνε ν’ αποτρέψει τον πόλεμο θ’ ανατινασσόταν στον αέρα η νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ηνωμένα Έθνη και Αμερικανοί βρίσκονταν συνέχεια σ’ επαφή με την Αθήνα, τη Λευκωσία και την Άγκυρα για την αποτροπή του πολέμου.
Στις 29 Νοεμβρίου η κυβέρνηση των Συνταγματαρχών, μετά από τις αμερικανικές ασφυχτικές πιέσεις, υποκύπτει στο τουρκικό τελεσίγραφο και συμφωνεί στην άμεση αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο. Την ίδια μέρα ο προσωπικός απεσταλμένος του Προέδρου Νίξον, Σάιρους Βανς, σπεύδει στη Λευκωσία και παρουσιάζει στον Αρχιεπίσκοπο την επιτευχθείσα συμφωνία. Ο Μακάριος δεν προβάλλει καμιάν αντίρρηση, ή έστω επιφύλαξη. Αντίθετα, θέτει επιπλέον και θέμα αποχώρησης εκτός από τη Μεραρχία, της ΕΛΔΥΚ , της ΤΟΥΡΔΥΚ και γενικότερα της αποστρατιωτικοποίησης του νησιού με διάλυση και της εθνικής Φρουράς, την οποία αργότερα αρνήθηκε να διαλύσει.
Την επομένη, 30 Νοεμβρίου, η κυπριακή Κυβέρνηση ανακοινώνει ότι «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επληροφόρησε τον απεσταλμένο του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών ότι, όσον αφορά το θέμα της αποχωρήσεως των ελληνικών και των τουρκικών στρατευμάτων, δεν δύναται να προσθέσει οτιδήποτε εις ό,τι συνεφωνήθη, πλην του ότι θεωρεί αναγκαίαν ωσαύτως την αποχώρησιν των δυνάμεων, αι οποίαι εδρεύουν εις την νήσον δυνάμει των Συμφωνιών Ζυρίχης… Η κυπριακή Κυβέρνησις ετόνισεν ότι υποστηρίζει την αποστρατιωτικοποίησιν της Κύπρου, είναι δε διατεθειμένη να συζητήσει την διάλυσιν της Εθνικής Φρουράς, εν συσχετισμώ προς την αποχώρησιν των ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων».
Ενώ η Ελλάδα ταπεινωνόταν και η Κύπρος βαρυαλγούσε, διότι παρέμενε απροστάτευτη, οι Τούρκοι πανηγύριζαν για τη μεγάλη αναίμακτη νίκη τους, που δεν μπορούσαν να την φανταστούν ούτε στ’ όνειρό τους. Ιδιαίτερα οι Τουρκοκύπριοι της Αμμοχώστου, που έβλεπαν από το λιμάνι της πόλης τα πλοία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού να παραλαμβάνουν τους άντρες της Ελληνικής Μεραρχίας, χωρίς να ρίξουν τουφεκιά.
Μετά το εθνικό «Βατερλώ» της Κοφίνου, η Χούντα επιχείρησε να επιρρίψει ευθύνες στον στρατηγό Γρίβα για τις εκεί επιχειρήσεις, καταλογίζοντάς του ότι ενήργησε αυθαίρετα, χωρίς την έγκριση του Γενικού Επιτελείου της Ελλάδας, στο οποίο υπαγόταν απ’ ευθείας η ΑΣΔΑΚ (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκησις Αμύνης Κύπρου). Ο στρατηγός διατύπωσε με τούτα τα λακωνικά λόγια την επιγραμματική απάντησή του: «Αι κυβερνήσεις Ελλάδος και Κύπρου υπέκυψαν εις το τουρκικόν τελεσίγραφον μετά τας επιχειρήσεις της Κοφίνου, αι οποίαι εν τούτοις έλαβον χώραν κατόπιν επανειλημμένων αιτήσεων του Μακαρίου και τη εγκρίσει της Ελληνικής Κυβερνήσεως, παρά την ιδικήν μου γνώμην».
Στις 3 Δεκεμβρίου, η ελληνική Κυβέρνηση υποκύπτει και στην τελευταία αξίωση της Τουρκίας και δέχεται να ολοκληρώσει την ανάκληση της Μεραρχίας, σε 45 μέρες. Ο Γ.Γ. του ΟΗΕ, ανταποκρινόμενος στο σχετικό σενάριο, που ικανοποιεί πέρα για πέρα την Τουρκία, καλεί την Ελλάδα και την Τουρκία ν’ αποσύρουν από την Κύπρο τις στρατιωτικές εκείνες δυνάμεις που είναι πέραν της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ. Δηλαδή, να αποσυρθεί η Ελληνική Μεραρχία, μιας και η Τουρκία δεν είχε δικά της στρατεύματα, φανερά τουλάχιστον, στο νησί.
Και στις 4 Δεκεμβρίου γράφεται ο επίλογος της συμφωνίας της ταπείνωσης και του εξευτελισμού του Ελληνισμού. Ο Μακάριος, με επιστολή του στον Γ.Γ. του ΟΗΕ, Ου Θαντ, τον διαβεβαιώνει ότι «συμμερίζεται την άποψή του, ότι η αποχώρηση των ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων θ’ αποτελέσει ένα πρώτο βήμα για την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση» και τονίζει πως «υποδέχεται την έκκλησή του ως μια σημαντική και εποικοδομητική συμβολή στην υπόθεση της ειρήνης». Έτσι, ολοκληρώνεται η συμφωνία του «Βατερλώ» της Κοφίνου. Η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Ανδρέας Ν. Αθανασίου στο βιβλίο του «Ο Άγνωστος Πόλεμος Αθηνών-Λευκωσίας», «σηματοδοτεί το τέλος μιας αρχής και χαράζει την αρχή του τέλους».
Ο Στρατηγός Γρίβας αντιλαμβάνεται ότι τον είχαν παγιδεύσει και κατηγορεί τον Μακάριο και τον Παπαδόπουλο ότι θυσίασαν την τιμή και τα συμφέροντα της πατρίδας για να σώσουν τα αμαρτωλά καθεστώτα τους. Και στις 24 Νοεμβρίου συνέταξε λεπτομερή έκθεση για τα γεγονότα και αφού επισύναψε σ’ αυτήν όσα σχετικά έγγραφα είχε πρόχειρα, την παρέδωσε στον Πρωθυπουργό και τον Βασιλιά. Περιορισμένος από τη Χούντα στο σπίτι του στο Χαλάνδρι, ο στρατηγός ζητούσε και την παραπομπή των ενόχων σε στρατοδικείο. Στην ιστορική εκείνη έκθεσή του ο Διγενής αναφέρει και τα εξής:
«Δι’ εμέ ουδεμία δικαιολογία της στρατιωτικής Ηγεσίας Ελλάδος και της ελληνικής κυβερνήσεως ευσταθεί ότι ηγνόει τα γεγονότα, διότι μαρτυρούν αφ’ εαυτών τα παρατιθέμενα σήματα. Πλην τούτου, η τηλεφωνική και τηλετυπική επικοινωνία των δύο επιτελείων, ΓΕΕΘΑ, ΓΕΣ και ΑΣΔΑΚ ήτο καθημερινή, ο δε διευθυντής του 2ου Επιτελικού Γραφείου καθημερινώς ενημέρωνε περί διαφόρων θεμάτων εφ’ ων διεξήγετο συζήτησις, ουδέποτε, όμως, μου εζητήθη διευκρίνισίς τις επί του θέματος γενικώς των αστυνομικών περιπολιών και η οποία να μη εδόθη.
»Μετά την άφιξίν μου ενταύθα, κατόπιν προσκλήσεως του κ. Προέδρου της ελληνικής κυβερνήσεως, ευρέθην προ μιας καταστάσεως, η οποία με εξέπληξε, δότι:
»- Τόσον ο Πρόεδρος, όσον και ο Αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβερνήσεως μού εδήλωσαν ότι δεν είχον ειδοποιηθεί προηγουμένως επί των ενδεχομένων συνεπειών της αστυνομικής περιπόλου, ούτε επί των υφ’ ημών προετοιμαζομένων αντιδράσεων εις ένοπλον τουρκοκυπριακήν επέμβασιν.
» - Ψίθυροι, διαδόσεις διοχετεύοντο και διοχετεύονται ακόμη εις ξένας πρεσβείας και εις τον ελληνικόν Λαό, ότι ενήργησα πρωτοβούλως εν αγνοία της ελληνικής κυβερνήσεως.
»- Καθ’ ην έφθανον ενταύθα, ανεχώρη, ως πληροφορούμαι και ο Υπαρχηγός ΓΕΕΘΑ διά Κύπρον, δια να ενεργήσει εξέτασιν εν απουσία μου επί των γεγονότων, ενώ θα έπρεπε τούτο να εγένετο όταν ευρισκόμην εν Κύπρω.
»- Εγώ μεν ανέλαβα τας ευθύνας μου διά των εισηγήσεων και προβλέψεών μου επί του υπ’ όψιν θέματος, λυπούμαι όμως βαθύτατα διότι δεν διεπίστωσα το αυτό, δηλαδή την ανάληψιν ευθυνών υπό εκείνων, οι οποίοι διέταξαν και ήσαν εν γνώσει των γεγονότων.
»- Όπως εδήλωσα και εις τον Πρόεδρον της κυβερνήσεως, ήμουν έτοιμος να αναλάβω ακεραίαν την ευθύνην διά τα γεγονότα, διά να διευκολύνω την ελληνικήν κυβέρνησιν επί του διπλωματικού πεδίου, αλλά δεν δέχομαι να δηλούν άγνοιαν των γεγονότων οι κυρίως υπεύθυνοι δι’ αυτά …».
Λίγες μέρες μετά την ανάκλησή του στην Αθήνα και τον περιορισμό του από τη Χούντα στο σπίτι του στο Χαλάνδρι, ο στρατηγός διαμυνούσε με τον υπασπιστή του Αθανάσιο Σκλαβενίτη, με ιδιόχειρο σημείωμα, στους συνεργάτες του στην Κύπρ : «Ουδεμία συνεργασία, έστω και τυπική-υπηρεσιακή είναι δυνατή με την σημερινήν κυβέρνησιν…».
Ο Διγενής, δεσμώτης πια της Χούντας στο Χαλάνδρι, παρέδιδε στον δημοσιογράφο Σπύρο Παπαγεωργίου, αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Πατρίς», το ακόλουθο σύντομο σημείωμα για να χρησιμοποιηθεί σε άρθρο της εφημερίδας:
«Χαρά και αγαλλίασις διότι θα απέλθη εντεύθεν ο ελληνικός στρατός.
»Οι συνταγματάρχες, διότι θα τους φύγη ένας μεγάλος πονοκέφαλος. Διότι θα έχουν στρατόν να κρατούν εις Αθήνας για να τους στηρίζει, διότι φοβούνται ανατροπήν των…
»Η κυπριακή κυβέρνησις, διότι εξασφαλίζει, πλέον, την ανεξαρτησίαν, το όνειρον του Μακαρίου.
»Η τουρκική κυβέρνησις, διότι, πλέον, δεν θα έχει να φοβηθή τίποτε από τον στρατόν, τον οποίον οργάνωσεν ο Διγενής με τους αξιωματικούς του και την συνδρομήν των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Στεφανοπούλου».
Ό,τι και αν γραφτεί, ό, τι και αν λεχθεί για τις επιχειρήσεις στην Κοφίνου, το μόνο που είναι αληθές και σίγουρο είναι ότι: Η τότε κυβέρνηση των συνταγματαρχών δέχθηκε το τουρκικό τελεσίγραφο, που ταπείνωνε την Ελλάδα, το οποίο προέβλεπε ανάκληση του Διγενή, αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας, αποθωράκιση της Κύπρου και προκαλούσε βαρύτατο πλήγμα στην εθνική πίστη των Ελλήνων της Κύπρου στην Ένωση η εγκατάλειψη της ιδιαίτερης πατρίδας τους από τη Μητέρα Ελλάδα.