Όταν οι ανήλικοι επιτίθενται στους γονείς τους – Το συχνό φαινόμενο που παραμένει στο παρασκήνιο
Ο καθοριστικός ρόλος της Νομοθεσίας και της Πολιτείας σε ένα πολυδιάστατο ζήτημα
![](/images/AXPFBwoi0R2iULnt5XrFfTQxMaA=/120815/original/gonike_apoxenose_2.jpg)
Με αφορμή τις βίαιες συμπεριφορές, που είδαν το φως της δημοσιότητας τις προηγούμενες μέρες, είναι ευκαιρία να εμπλουτίσουμε τις ισχνές μας γνώσεις στα περιστατικά των κακοποιητικών συμπεριφορών. Ένα εξ αυτών είναι το φαινόμενο της Γονικής Κακοποίησης ή Κακοποίησης Οικογένειας. Αναφερόμενη στη διεθνή βιβλιογραφία ως child-to-parent violence (CPV) ή adolescent-to-parent violence (APV) αφορά οποιαδήποτε μορφή βίας, επιθετικής συμπεριφοράς ή κακοποίησης που ασκείται από έναν ανήλικο προς τους γονείς ή τους κηδεμόνες του. Συχνά «υποεκτιμάται» ή αποσιωπάται, πολλές φορές από τα ίδια τα θύματα. Η ενδοοικογενειακή βία διακλαδώνεται και αποτελεί όρο ομπρέλα, καθώς εντάσσονται σ’ αυτήν πληθώρα μορφών.
Ακολουθεί μια άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη για το ζήτημα, που έδωσε στη «Σημερινή» η αστυνομικός Αλέκα Ορθοδόξου του Κλάδου Διαχειρίσης Νεανικής Παραβατικότητας της Αστυνομίας Κύπρου. Η συνέντευξη αφορά τις κακοποιητικές συμπεριφορές και τη βία από τα ανήλικα παιδιά στους γονείς ή σε άλλα συγγενικά πρόσωπα.
Ποια είναι τα αίτια που οδηγούν τους ανήλικους θύτες σε γονική κακοποίηση;
Η γονική κακοποίηση συμβαίνει όταν το παιδί επιδεικνύει κακοποιητική συμπεριφορά προς τον γονιό του ασκώντας σωματική, λεκτική ή ψυχολογική βία. Είτε πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό είτε η βία κλιμακώνεται σε συχνότητα και σε ένταση, συνήθως γίνεται προκειμένου το παιδί να ασκήσει πίεση απέναντι στον γονιό του, για να πετύχει αυτό που θέλει ή για να περιφρονήσει τους κανόνες που τίθενται από την οικογένεια. Άλλοι λόγοι που συμβάλλουν, είναι η ύπαρξη βίας εντός της οικογένειας, η οποία οδηγεί σε αναπαραγωγή συμπεριφορών ή συνηθειών του οικογενειακού περιβάλλοντος, τα ψυχολογικά ή οικονομικά προβλήματα και η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών.
![iStock-1127684328.jpg](/media/images/iStock-1127684328.width-600.jpg)
Τα θύματα κυρίως είναι οι γονείς ή αδέλφια; Πόσες είναι οι περιπτώσεις για την κάθε κατηγορία;
Τα θύματα είναι κυρίως γονείς, αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει και βία μεταξύ αδελφών. Οι αριθμοί για την κάθε κατηγορία δεν μπορούν ν’ αποδοθούν επ’ ακριβώς, αφού η Αστυνομία (Τμήμα Στατιστικής και Χαρτογράφησης του Τμήματος Πληροφορικής) καταγράφει στατιστικά στοιχεία μόνο για τις περιπτώσεις για τις οποίες έχει σχηματιστεί ποινική υπόθεση. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, ένας γονέας αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να καταγγείλει το ίδιο του το παιδί είτε γιατί δεν θέλει να πιστέψει ότι το παιδί του τον κακοποιεί είτε γιατί φοβάται τις επιπτώσεις που μπορεί να υπάρξουν σε αυτό. Γι’ αυτό συνήθως οι υποθέσεις δεν οδηγούνται στο δικαστήριο και, εάν ακόμα οδηγηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης, στη συνέχεια αποσύρονται. Για τα έτη 2020-2023 έχουν υπάρξει θύματα οικογενειακής βίας από παιδιά 11 γονείς, 8 αδέλφια και 3 γιαγιάδες.
Το είδος βίας που ασκείται
Πόσοι είναι οι θύτες κατά φύλο και σε ποιους επιτίθενται; Τι είδους βία ασκείται (σεξουαλική, σωματική, ψυχολογική);
Τα παιδιά που έχουν διαπράξει αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας ανέρχονται στα 23 (18 αγόρια και 5 κορίτσια) και τα αδικήματα έχουν διαπραχθεί κυρίως εναντίον των γονιών τους, υπό τη μορφή της σωματικής και της ψυχολογικής βίας.
Πόσα από τα καταγγελλόμενα περιστατικά καταδικάστηκαν και τι ποινές αντιμετωπίζουν;
Από το 2020 μέχρι και το 2023 έχουν διερευνηθεί συνολικά 19 ποινικές υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας με κατηγορούμενα παιδιά.
11 υποθέσεις καταχωρήθηκαν στο Δικαστήριο, από τις οποίες οι 6 βρίσκονται υπό εκδίκαση, ενώ οι 5 έχουν αποσυρθεί.
7 υποθέσεις δεν έχουν καταχωρηθεί στο Δικαστήριο και μια υπόθεση έτυχε εξωδικαστικής ρύθμισης, με την επιβολή γραπτής παρατήρησης στο παιδί, βάσει των προνοιών του Νόμου 55(Ι)/2021.
Νομικές συνέπειες
Ποιες είναι οι νομικές συνέπειες για τα παιδιά που διαπράττουν αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας ; Τι προνοεί η Νομοθεσία;
Οι νομικές συνέπειες ποικίλλουν ανάλογα με το αδίκημα που διαπράττεται και αυτές καθορίζονται από τον Νόμο για τη Βία στην Οικογένεια, ο οποίος περιλαμβάνει διάφορα αδικήματα, καθώς και τις ποινές που μπορεί να επιβληθούν. Οι ποινές είναι αυστηρότερες, αν τα αδικήματα διαπράττονται στο οικογενειακό πλαίσιο. Για παράδειγμα, η ποινή για το αδίκημα της Επίθεσης και Πρόκλησης Βαριάς Σωματικής Βλάβης αυξάνεται από εφτά σε δέκα χρόνια. Παρόλα αυτά, όσον αφορά τα παιδιά, ο Νόμος παρέχει άλλους εναλλακτικούς τρόπους μεταχείρισής τους πριν από τη δικαστική διαδικασία. Δηλαδή, με κάποιες προϋποθέσεις και με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα, το παιδί δεν προσάγεται ενώπιον Δικαστηρίου, αλλά γίνεται προσπάθεια ένταξής του σε Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης. Το Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης περιλαμβάνει δύο τύπους Προειδοποιήσεων προς το παιδί, με την επιβολή Ανεπίσημης ή Επίσημης Προειδοποίησης. Επιπρόσθετα των Προειδοποιήσεων, το παιδί μπορεί να υπαχθεί υπό την κηδεμονευτική εποπτεία Λειτουργού Κοινωνικής Ευημερίας, ο οποίος, αν το κρίνει αναγκαίο, εισηγείται τη Σύσταση Συμβουλίου Παιδιού. Το Συμβούλιο Παιδιού προνοεί μια πιο εξατομικευμένη παιδοκεντρική προσέγγιση, η οποία ενεργοποιείται με τη συμμετοχή πολυθεματικής ομάδας. Σκοπός του Συμβουλίου Παιδιού είναι ο εντοπισμός των αιτιών που οδηγούν στην εκδήλωση της παραβατικότητας ενός παιδιού και η λήψη επανορθωτικών μέτρων, για την αποφυγή επανάληψης οποιασδήποτε παραβατικής συμπεριφοράς στο μέλλον. Στις περιπτώσεις όπου το παιδί δεν συνεργάζεται με το Πρόγραμμα Αποδικαστικοποίησης, πιθανόν να δοθούν οδηγίες από τον Γενικό Εισαγγελέα, να διωχθεί ποινικά και προσαχθεί ενώπιον Δικαστηρίου. Η δικαστική διαδικασία, ωστόσο, προνοεί επίσης μια φιλική προς τα παιδιά διαδικασία, με την επιβολή διαταγμάτων, τα οποία στοχεύουν στην επανόρθωση της συμπεριφοράς του παιδιού, παρά στην τιμωρία ή στην καταδίκη του.
![κακοποίηση 4.jpg](/media/images/kakopoiese_4.width-600.jpg)
Προγράμματα στήριξης
Υπάρχουν προγράμματα στήριξης γι’ αυτά τα παιδιά; Ποιοι οι Μη Κερδοσκοπικοί Οργανισμοί, με τους οποίους υπάρχει συνεργασία;
Στο πλαίσιο του νόμου υπάρχει μια πιο πολυθεματική προσέγγιση στη διαχείριση των παιδιών που έρχονται σε σύγκρουση με τον νόμο, με τη συνεργασία όλων των συναρμόδιων υπηρεσιών του κράτους. Στόχος είναι ο εντοπισμός των αιτιών της εκδήλωσης της παραβατικότητας για να ληφθούν μέτρα, με άλλες επανορθωτικές και εξωδικαστικές πρακτικές. Γνώμονας είναι πάντα ο σεβασμός προς το παιδί και το πρώτιστο συμφέρον του αλλά και η αποφυγή επανάληψης οποιασδήποτε παραβατικής συμπεριφοράς. Όσον αφορά Οργανισμούς, με τους οποίους υπάρχει συνεργασία, ένας Μη Κυβερνητικός Οργανισμός ανέλαβε βάσει σύμβασης με το ΥΔ & ΔΤ, τον θεσμό του Επιμελητή.
Πώς χειρίζεστε εσείς αυτές τις περιπτώσεις; Πού είναι οι κρατούμενοι; Στις Κεντρικές Φυλακές ή εκτός αυτών με εποπτεία;
Όλα τα περιστατικά βίας στην οικογένεια, τα οποία καταγγέλλονται στην Αστυνομία, διερευνώνται από τα Επαρχιακά Κλιμάκια Βίας στην Οικογένεια, τα οποία υπάγονται στα Επαρχιακά Τμήματα Ανίχνευσης Εγκλημάτων. Όσον αφορά τα παιδιά που διαπράττουν αδικήματα, αυτά τυγχάνουν μεταχείρισης σύμφωνα με τον Νόμο που Προβλέπει Για Την Εγκαθίδρυση Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης Φιλικής Προς τα Παιδιά Που Βρίσκονται σε Σύγκρουση με τον Νόμο, Νόμος 55(Ι)/2021. Αρχικά να αναφέρουμε ότι τα παιδιά κάτω των 14 ετών δεν έχουν ποινική ευθύνη βάσει του Ποινικού Κώδικα, αλλά και του προαναφερθέντος Νόμου 55(Ι)/2021. Όσον αφορά τα παιδιά αυτά, η Αστυνομία δεν μπορεί να προσάψει οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον τους, ωστόσο ενημερώνεται Επιμελητής και οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας για τις δικές τους ενέργειες, όπως αυτές καθορίζονται από τον Νόμο. Η διαδικασία διερεύνησης ποινικού αδικήματος το οποίο διαπράχθηκε από παιδί με ποινική ευθύνη (παιδί 14-18, και περιλαμβάνει πρόσωπο μέχρι 21 ετών, εφόσον η διάπραξη του αδικήματος έγινε όταν ήταν κάτω των 18 ετών), γίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως διενεργούνται όλες οι διαδικασίες σε ενήλικα πρόσωπα. Παρόλα αυτά, ο Νόμος είναι πιο παιδοκεντρικός, όσον αφορά τη διαχείριση και τη μεταχείριση των παιδιών. Ο Νόμος αυτός προβλέπει την εγκαθίδρυση ενός συστήματος ποινικής δικαιοσύνης φιλικής προς τα παιδιά και διασφαλίζει πλήρως τα δικαιώματά τους, εναρμονίζοντας το εθνικό νομικό μας πλαίσιο με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2016/800, η οποία καθορίζει τις δικονομικές εγγυήσεις των παιδιών που είναι ύποπτα ή κατηγορούμενα για διάπραξη αδικήματος. Σύμφωνα με τον Νόμο, η σύλληψη, η προσωποκράτηση, η ποινική δίωξη και η στέρηση ελευθερίας ενός παιδιού συνιστάται ως έσχατο μέτρο και όπου είναι δυνατόν επιλέγονται μέτρα, εναλλακτικά της κράτησης. Στις περιπτώσεις παιδιών, αποφεύγεται η σύλληψη ή η προσωποκράτηση και μόνο σε πολύ σοβαρά αδικήματα και υπό ορισμένες προϋποθέσεις εκδίδεται ένταλμα σύλληψης από το Δικαστήριο για παιδί. Σε περίπτωση που η σύλληψη ενός παιδιού είναι αναπόφευκτη, έχουν δημιουργηθεί χώροι κράτησης στην Αστυνομία, οι οποίοι είναι ειδικά διαμορφωμένοι για παιδιά και, σε περίπτωση που ένα παιδί καταδικαστεί σε ποινή κράτησης, υπάρχει ειδικά διαμορφωμένος χώρος κράτησης για παιδιά.
![Γονικη κακοποίηση 1.jpeg](/media/images/Gonike_kakopoiese_1.width-600.jpg)
Επιστημονική προσέγγιση από τη Μαρία Πετρίδου
Την επιστημονική προσέγγιση στο ζήτημα παρέθεσε συμπληρωματικά στη συνέντευξη η Μαρία Πετρίδου, PhD Εγγεγραμμένη Κλινική Ψυχολόγος και Λέκτορας Κλινικής Ψυχολογίας.
Τα αίτια της γονικής κακοποίησης από ανηλίκους είναι πολυδιάστατα και μπορούν να προκύψουν από την ύπαρξη πολλών παραγόντων, όπως οικογενειακών, ατομικών και κοινωνικών. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, επίκεντρο για την ανάπτυξη της γονικής κακοποίησης είναι το δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον και έκρυθμες διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας. Πρωταρχικός παράγοντας ρίσκου για ύπαρξη τέτοιων φαινομένων είναι η έκθεση σε βία ή κακοποίηση μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο. Ανήλικοι που έχουν υπάρξει μάρτυρες ενδοοικογενειακής βίας (π.χ. μεταξύ των γονέων) ή έχουν υποστεί οι ίδιοι κάποιας μορφής κακοποίηση, είναι σε υψηλότερο ρίσκο να αναπτύξουν επιθετικές ή βίαιες συμπεριφορές προς τους γονείς, τα αδέρφια τους και τους σημαντικούς άλλους (Calvete et al., 2013). Επιπλέον, οι αποστασιοποιημένες σχέσεις με τους γονείς, η έλλειψη συναισθηματικών δεσμών, η παραμέληση ή η ασυνεπής/αυταρχική γονική στάση για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα επιθετικότητας ή αντίδρασης από τον ανήλικο προς τους γονείς και κηδεμόνες του (Holt, 2012). Σε σχέση με τους ατομικούς παράγοντες, οι ανήλικοι που παρουσιάζουν ψυχολογικές δυσκολίες, όπως διαταραχές διάθεσης, παρορμητικότητα ή/και διαταραχές συμπεριφοράς (π.χ. Διαταραχή Εναντιωματικής Συμπεριφοράς ή Διαταραχή Διαγωγής) και οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται έγκαιρα, έχουν αυξημένο κίνδυνο να προβούν σε κακοποιητικές συμπεριφορές προς τους γονείς τους, ειδικότερα κατά την περίοδο της εφηβείας (Haw, 2010). Η κατάχρηση αλκοόλ ή άλλων εξαρτησιογόνων ουσιών από ανηλίκους συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα άσκησης βίας (Calvete & Orue, 2016). Παράλληλα, κάποια ατομικά ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά, όπως τα χαρακτηριστικά σκληρότητας, η παρορμητικότητα, ο ναρκισσισμός, η έλλειψη μεταμέλειας και ενσυναίσθησης μπορεί να αυξήσουν το ρίσκο για ύπαρξη του φαινομένου.
Αναφορικά με τους κοινωνικούς παράγοντες, τα κοινωνικά πρότυπα μέσω παρατήρησης ή με τη χρήση των κοινωνικών δικτύων και η ενίσχυση της επιθετικότητας συχνά συμβάλλουν στην υιοθέτηση επιθετικών συμπεριφορών των ανηλίκων ως αντίδραση σε απογοητεύσεις ή στρες, ιδιαίτερα σε πολιτισμικά πλαίσια όπου η βία “νομιμοποιείται” ή εμφανίζεται ως “μέσο επιβολής” (Holt, 2012). Το σχολικό περιβάλλον παίζει σημαντικό επίσης ρόλο στην ανάπτυξη των κακοποιητικών συμπεριφορών. Συγκεκριμένα, περιστατικά σχολικού εκφοβισμού (bullying), ακαδημαϊκή αποτυχία ή κοινωνικός αποκλεισμός/ περιθωριοποίησης, ενδέχεται να συμβάλλουν σε αύξηση θυμού και επιθετικότητας, η οποία διοχετεύεται εντός του σπιτιού (Condry & Miles, 2014). Τέλος, σημαίνοντα ρόλο έχει η Διαγενεακή Μετάδοση Επιθετικότητας. Πιο αναλυτικά, ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς διαχειρίζονται τις συγκρούσεις και επιλύουν τα προβλήματα μεταξύ τους λειτουργεί ως μοντέλο προς μίμηση για τον ανήλικο. Όταν οι ίδιοι οι γονείς επιδεικνύουν βία ή αδυνατούν να διαχειριστούν τα ξεσπάσματά τους, οι ανήλικοι ενδέχεται να υιοθετήσουν παρόμοιες συμπεριφορές προς τους γονείς και τα αδέρφια τους (Calvete et al., 2015).
Η αντιμετώπιση της γονικής κακοποίησης από ανηλίκους δεν είναι μια απλή υπόθεση “πειθαρχίας” ή “διορθωτικής τιμωρίας”, αλλά απαιτεί πολυεπίπεδη και πολυσυστημική προσέγγιση. Η έγκαιρη αναγνώριση, η συστηματική πρόληψη και η παροχή ατομικής και οικογενειακής θεραπείας μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στη διαχείριση του φαινομένου. Καθώς η δυναμική του περιλαμβάνει ψυχολογικούς, οικογενειακούς και κοινωνικούς παράγοντες, η συντονισμένη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων (γονέων, παιδιών, εκπαιδευτικών, επαγγελματιών ψυχικής υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών) είναι αναγκαία για την αποτελεσματική παρέμβαση και την προαγωγή ενός ασφαλούς και υποστηρικτικού οικογενειακού περιβάλλοντος. Παράλληλα, η πολυσυστημική προσέγγιση (multisystemic approach) αναγνωρίζει ότι η γονική κακοποίηση από ανηλίκους δεν είναι απλώς ζήτημα μιας “προβληματικής σχέσης” μεταξύ παιδιού και γονιού, αλλά διαμορφώνεται μέσα από αλληλεπιδράσεις στο οικογενειακό, σχολικό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον (Condry & Miles, 2014).
Πιο συγκεκριμένα:
- • Η πρόληψη της γονικής κακοποίησης ξεκινά ήδη από τη μικρή ηλικία των παιδιών, με την ενίσχυση των δεξιοτήτων επικοινωνίας και ρύθμισης των συναισθημάτων, μέσα από προγράμματα για ενίσχυση Θετικών Δεσμών και Ασφαλούς Δεσμού (Attachment) με τους γονείς/κηδεμόνες.
- • Σημαντικά είναι τα προγράμματα γονεϊκής επιμόρφωσης που διδάσκουν στρατηγικές θετικής πειθαρχίας και οριοθέτησης στους γονείς, καθώς και μεθόδους συναισθηματικής κατανόησης των αναγκών του παιδιού (Holt, 2012).
- • Τακτική και ανοικτή επικοινωνία εντός της οικογένειας, ώστε να αποφεύγεται η συσσώρευση συγκρούσεων και η εκδήλωση εχθρικών αντιδράσεων.
- • Προγράμματα πρόληψης και ενδυνάμωσης (empowerment) των ανηλίκων, ώστε να διαχειρίζονται αποτελεσματικά το άγχος, την απογοήτευση και τις κοινωνικές πιέσεις.
- • Η υποστήριξη των Οικογενειών σε Κρίση. Είναι σημαντική η παροχή ψυχοεκπαίδευσης ή συμβουλευτικής γονέων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πολλαπλούς στρεσογόνους παράγοντες (π.χ. ανεργία, οικονομικές δυσκολίες, ψυχική νόσος).
- • Συνεργασία με Κοινωνικές Υπηρεσίες για τη στήριξη των ευάλωτων οικογενειών, πριν οι συγκρούσεις κλιμακωθούν σε βίαιες ή κακοποιητικές συμπεριφορές.
- • Η αποτελεσματική αντιμετώπιση απαιτεί τη σύμπραξη σχολείου, ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών, επαγγελματιών ψυχικής υγείας, νομικών Αρχών (όπου χρειαστεί) και της κοινότητας.
Η ανταλλαγή πληροφοριών και η από κοινού λήψη αποφάσεων βοηθούν στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων πλάνων παρέμβασης (Holt, 2012).
- • Συστημικές Παρεμβάσεις στο Περιβάλλον του Παιδιού, όπως η ενίσχυση προστατευτικών παραγόντων, η συμμετοχή του εφήβου σε θετικές δραστηριότητες (αθλητισμός, τέχνη), η ύπαρξη θετικών προτύπων και η δημιουργία υποστηρικτικού δικτύου φίλων.
- • Παροχή υποστήριξης στα σχολεία για την υλοποίηση προγραμμάτων ενδυνάμωσης δεξιοτήτων, την πρόληψη εκφοβισμού και τη διαμόρφωση κλίματος συνεργασίας.
- • Ατομικές και Οικογενειακές Θεραπείες.
Τέλος, χρειάζεται και η παρέμβαση σε επίπεδο Νομοθεσίας και Πολιτικής. Ως εκ τούτου, είναι επιτακτική η ανάγκη για θεσμοθέτηση εξειδικευμένων πρωτοκόλλων αντιμετώπισης για αστυνομικούς, κοινωνικούς λειτουργούς και άλλους εμπλεκομένους, ώστε να μπορούν να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν έγκαιρα τις περιπτώσεις γονικής κακοποίησης. Επιπλέον, χρειάζεται χαρτογράφηση πολιτικών για δημιουργία ή βελτίωση προγραμμάτων υποστήριξης οικογενειών που βρίσκονται σε κρίση και κινδυνεύουν να αναπτύξουν συνθήκες ενδοοικογενειακής βίας και γονική κακοποίηση.
Συνοψίζοντας, η γονική κακοποίηση από ανηλίκους αποτελεί ένα σύνθετο φαινόμενο, το οποίο γεννάται μέσα από τη συνδιαμόρφωση ατομικών, οικογενειακών και κοινωνικών παραγόντων. Παρότι η κακοποίηση εντός της οικογένειας συχνά συζητείται με επίκεντρο τη βία από ενήλικες προς ανηλίκους ή μεταξύ ενηλίκων, η γονική κακοποίηση από ανηλίκους συνιστά ένα υπαρκτό φαινόμενο, το οποίο παραμένει συχνά κρυφό και υποεκτιμάται τόσο κοινωνικά όσο και επιστημονικά (Condry & Miles, 2014). Η κατανόησή του απαιτεί διεπιστημονική προσέγγιση, καθώς και την ευαισθητοποίηση τόσο των επαγγελματιών ψυχικής υγείας και παιδικής προστασίας, όσο και των ιδίων των γονέων. Η έγκαιρη ανίχνευση των παραγόντων κινδύνου, η προαγωγή θετικών προτύπων ανατροφής, η ενίσχυση υγιών διαπροσωπικών σχέσεων και η παροχή στήριξης τόσο στους γονείς όσο και στους ανηλίκους μπορούν να συμβάλουν στην πρόληψη και την αντιμετώπιση αυτών των περιστατικών.