Διεθνή

Δύο «φθαρμένοι» υποψήφιοι για την προεδρία των ΗΠΑ

Με βάση τα σημερινά δεδομένα, θεωρείται αναπόφευκτη μια προεκλογική ρεβάνς μεταξύ του Μπάιντεν και του Τραμπ

Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, οι μονομάχοι για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ θα είναι δύο «παλιοί γνώριμοι», ο Τζο Μπάιντεν και ο Ντόναλντ Τραμπ. Πολιτικοί αναλυτές επισημαίνουν την ιδιαιτερότητα αυτής της αναμέτρησης, καθώς πρώτη φορά θα κονταροχτυπηθεί ένας Πρόεδρος με τον προκάτοχό του για τη θέση στο οβάλ γραφείο του Λευκού Οίκου. Αν και ο κάθε υποψήφιος ποντάρει στις αδυναμίες τού αντιπάλου του για να τον αποδομήσει, κανένας από τους δύο δεν κατεβαίνει «καθαρός» στην προεκλογική αρένα, αφού τέως και νυν Πρόεδρος κουβαλάνε τα πολιτικά βαρίδια της τελευταίας οκταετίας. Την ίδια ώρα, εξετάζεται η στρατηγική που ακολούθησε στην εξωτερική πολιτική ο Ντόναλντ Τραμπ και κατά πόσον η «θεωρία του τρελού» λειτούργησε υπέρ των εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ.

Πού βρισκόμαστε δέκα μήνες πριν από τις εκλογές

Ακόμα και αν η κούρσα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων δεν έχει τελειώσει, οι πιθανότητες για επικράτηση της Νίκι Χέιλι είναι πολύ περιορισμένες. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, θεωρείται αναπόφευκτη μια προεκλογική ρεβάνς μεταξύ του Μπάιντεν και του Τραμπ.

Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, η νέα αναμέτρηση μεταξύ των δύο θα είναι μοναδική στη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ, καθώς θα διεξαχθεί μεταξύ ενός εν ενεργεία Προέδρου και του προκατόχου του. Ο Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο George Washington ανέφερε στο BBC ότι με το να έχεις υποψηφίους δύο Προέδρους αλλάζει εντελώς η φύση της εκλογικής αναμέτρησης. Ουσιαστικά θα είναι μια σύγκριση του τρόπου διακυβέρνησης, η οποία θα είναι νωπή στη μνήμη του εκλογικού σώματος. Κανένας δεν θα μπει στην κούρσα «καθαρός», αλλά με τα πολιτικά βαρίδια των χειρισμών του την τελευταία οκταετία. Γι' αυτόν τον λόγο εκτιμάται ότι η σύγκριση για τους πολίτες θα είναι εύκολη.

Έτσι, δεν θα αποτελέσει έκπληξη η προεκλογική στρατηγική του Τραμπ. Θεωρείται βέβαιο ότι θα προχωρήσει σε μετωπική επίθεση κατά του Μπάιντεν, προσπαθώντας να αποσπάσει την προσοχή τού ακροατηρίου από τις δικές του αδυναμίες, όπως τα νομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει και τη «ρετσινιά» της αποτυχημένης προσπάθειας να αμφισβητήσει τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών του 2020 και την επίθεση στο Καπιτώλιο λίγο καιρό μετά. Από την άλλη, βέβαια, δεν θα χρειαστεί να ψάξει πολύ για να στοιχειοθετήσει τα επιχειρήματά του κατά του Μπάιντεν. Ο ένοικος του Λευκού Οίκου δυσκολεύεται να πείσει τους πολίτες για τα επιτεύγματα της θητείας του, ενώ τίθεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση η φυσική του αντοχή όχι μόνο για τη δύσκολη προεκλογική καμπάνια αλλά και για τυχόν επανεκλογή του στον προεδρικό θώκο.

Την ίδια ώρα, το ποσοστό αποδοχής του Μπάντεν πήρε την κατρακύλα σε «επικίνδυνο» επίπεδο για υποψήφιο που διεκδικεί επανεκλογή. Όμως, η δημόσια εικόνα του Τραμπ είναι επίσης αρνητική. Όπως αναφέρει το BBC, όλα δείχνουν ότι οι εκλογές του Νοεμβρίου θα είναι πολύ δύσκολες, με τις δημοσκοπήσεις μέχρι στιγμής να προβλέπουν ότι θα είναι μια στήθος με στήθος αναμέτρηση, με τον Τραμπ όμως να έχει ένα μικρό προβάδισμα. Ειδικοί όμως συστήνουν υπομονή σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις, καθώς έχουν περιορισμένη χρησιμότητα, δεδομένης της φύσης του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ. Ενώ όλοι οι Αμερικανοί θα πάνε στις κάλπες, αυτή η κούρσα θα αποφασιστεί και πάλι από λίγες μόνο πολιτείες. Αυτό συμβαίνει επειδή το εκλογικό κολέγιο, το σύστημα που έχουν οι ΗΠΑ για να επιλέξουν τον Πρόεδρό τους, εξαρτάται από τους υποψηφίους που κερδίζουν σε κάθε πολιτεία και οι περισσότερες πολιτείες είναι σταθερά Δημοκρατικές ή Ρεπουμπλικανικές. Έτσι, ενώ οι δημοσκοπήσεις δίνουν τροφή στους πολιτικούς σχολιαστές για τις αναλύσεις τους, στην πραγματικότητα μια πολύ μικρότερη μερίδα ψηφοφόρων είναι αυτοί που μετρούν για το τελικό αποτέλεσμα.

TRUMP BIDEN DEBATE.jpg

Η «θεωρία του τρελού» στην εξωτερική πολιτική του Τραμπ

Ένα από τα βασικότερα ζητήματα των αμερικανικών εκλογών, κυρίως για τον υπόλοιπο κόσμο, είναι η αλλαγή που θα επιφέρει στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ η επαναφορά του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ήδη έχουν αρχίσει συγκρίσεις και εικασίες για το πώς θα ενεργούσε ο τέως Πρόεδρος των ΗΠΑ σε διεθνείς εξελίξεις και τι θα έκανε διαφορετικά από τον «κοιμισμένο», όπως τον χαρακτηρίζουν οι αντίπαλοί του, Τζο Μπάιντεν. Ανάμεσα στους υποστηρικτές του Τραμπ υπάρχει η πεποίθηση ότι το απρόβλεπτο του χαρακτήρα του και η ριψοκίνδυνή του φύση οδήγησαν σε μερικές από τις μεγαλύτερές του «επιτυχίες» στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Από την άλλη, για τους επικριτές του τα ίδια στοιχεία του χαρακτήρα του εκλαμβάνονται ως αδυναμίες.

Σύμφωνα με ανάλυση της Conversation, ο τέως Πρόεδρος των ΗΠΑ χρησιμοποίησε σε κάποιο βαθμό τη λεγόμενη «madman theory» ως τέχνασμα στην εξωτερική του πολιτική. Η «θεωρία του τρελού» χρησιμοποιήθηκε από τον Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος ήθελε να πιστέψουν οι ηγέτες των κομμουνιστικών χωρών ότι ήταν παράλογος και απρόβλεπτος, άρα τους συνέφερε να μην τον προκαλούν, να μην τον ερεθίζουν και να μην αψηφούν την κυβέρνησή του. Η θεωρία του τρελού είχε ως στόχο τον φόβο της άλλης πλευράς, να μην κάνουν λάθος κινήσεις για να «μην πατήσει το κουμπί των πυρηνικών».

Το ερώτημα είναι όμως εάν αυτή η στρατηγική ήταν αποτελεσματική ή αποσταθεροποιούσε περαιτέρω το διεθνές σύστημα, καθώς ίσως η παρορμητικότητά του να μην εκλαμβανόταν ως μέρους ενός μεγαλύτερου σχεδιασμού, όπως συνέβαινε στην περίπτωση του Νίξον. Σύμφωνα με τη θεωρία του τρελού, οι φαινομενικά εξωπραγματικές απειλές, όπως η έναρξη πυρηνικού πολέμου, είναι πιο αξιόπιστες εάν προέρχονται από κάποιον που είναι απρόβλεπτος και πιθανώς ασταθής. Αυτή η ιδέα έρχεται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές νεορεαλιστικές θεωρίες των διεθνών σχέσεων που υποθέτουν ότι οι λήπτες αποφάσεων είναι λογικοί και εξετάζουν τις συνέπειες των αποφάσεών τους. Αυτό εξηγεί τη λογική της πυρηνικής αποτροπής, όταν υπάρχει αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι λογικοί λήπτες αποφάσεων δεν θα έφταναν ποτέ τόσο μακριά στο να χρησιμοποιήσουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο. Αντίθετα, οι «τρελοί» υποτίθεται ότι δεν εξετάζουν τις συνέπειες των πράξεών τους, κάτι το οποίο προκαλεί φόβο και αποτροπή στους εχθρούς τους.

Στην περίπτωση του Τραμπ, ηγήθηκε μιας χώρας με τεράστια στρατιωτική ισχύ, αλλά αντί να λαμβάνει στρατηγικές και υπολογισμένες αποφάσεις, όπως ο Νίξον, έχει περιγραφεί από τους επικριτές του εντός και εκτός ΗΠΑ ως «παρορμητικός και ανίκανος». Για να ενισχύσουν την άποψή τους, φέρνουν ως παραδείγματα την αποχώρηση από τις Συμφωνίες του Παρισιού για το Κλίμα, τη διάλυση της συμφωνίας με το Ιράν για την πυρηνική ενέργεια, την αποχώρηση από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, την απειλή αποχώρησης από το ΝΑΤΟ και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την εμπλοκή σε μια περίεργη αντιπαράθεση με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ουν.

Σε κάθε περίπτωση, στα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησής του δεν έγινε σαφές εάν ήταν τόσο αποτρεπτική για τους εχθρούς των ΗΠΑ η στρατηγική του «τρελού» που ακολουθούσε ο Τραμπ. Η απρόβλεπτη συμπεριφορά του επηρέασε κυρίως την εξωτερική του πολιτική μέσω μη συνεπών επιλογών. Για παράδειγμα, κατά την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία είχε καταφερθεί με σκληρή γλώσσα κατά του Ταγίπ Ερντογάν, για να πει λίγο αργότερα ότι το ζήτημα αυτό «δεν αφορά καθόλου την Ουάσιγκτον». Ο Τραμπ φέρεται επίσης να απείλησε να εξοντώσει τον Πρόεδρο της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ το 2017, αλλά στη συνέχεια αποφάσισε να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη χώρα τον Δεκέμβριο του 2018. Σύμφωνα με ειδικούς, η υιοθέτηση της θεωρίας του τρελού όχι μόνο δίνει περιορισμένα πλεονεκτήματα στις διαπραγματεύσεις, αλλά στην πραγματικότητα διαβρώνει την αξιοπιστία ενός ηγέτη και υπονομεύει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του.

Το αντεπιχείρημα

Από την άλλη, πολλοί αναλυτές πιστώνουν τους χειρισμούς του Τραμπ στο ζήτημα του Ιράν. Ειδικότερα, σημειώνουν ότι όταν τέθηκαν ενώπιον του τέως προέδρου οι επιλογές για τον Κασέμ Σολεϊμανί, διάλεξε την πιο προκλητική και επιθετική επιλογή.

Η δολοφονία του Ιρανού στρατηγού του Ισλαμικού Επαναστατικού Σώματος Φρουράς του Ιράν (IRGC) ήταν τόσο ριψοκίνδυνη, που ο Τζο Μπάιντεν είχε προειδοποιήσει ότι «θα οδηγούσε τη Μέση Ανατολή σε μια ευρεία σύγκρουση». Η πρόβλεψη του μετέπειτα Προέδρου του ΗΠΑ δεν επιβεβαιώθηκε τελικά. Ο Τραμπ μάλιστα έφτασε στο σημείο να απειλήσει ανοιχτά τους Ιρανούς ότι εάν αντιδρούσαν με βία κατά της χώρας του, θα τους χτυπούσε βίαια και άμεσα.

Τελικά, επί διακυβέρνησης Μπάιντεν καταγράφηκε η «πολυαναμενόμενη» κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή, με παράλληλη αύξηση των ιρανικών επιθέσεων. Πρόσφατα, ιρανική επίθεση με μη επανδρωμένο αεροσκάφος στη Συρία σκότωσε έναν Αμερικανό και τραυμάτισε άλλους έξι. Η κυβέρνηση Μπάιντεν απάντησε «αναλογικά», με αεροπορική επιδρομή εναντίον εγκαταστάσεων της πολιτοφυλακής που υποστηρίζονται από το Ιράν. Οι ιρανικές δυνάμεις απάντησαν την επόμενη μέρα με επιθέσεις κατά των στρατευμάτων των ΗΠΑ. Και ενώ δεν υπήρξαν θύματα, ήταν μια σαφής ένδειξη ότι ζύγισαν την προβλέψιμη απάντηση της κυβέρνησης Μπάιντεν και έδρασαν ανάλογα.

Ειδικοί εκτιμούν ότι το όφελος της χρήσης μιας αδίστακτης και καταστροφικής δύναμης είναι ότι επιδιώκει να νικήσει τους επιτιθέμενους όσο το δυνατόν γρηγορότερα, με αποτέλεσμα να χάνονται λιγότερες ζωές απ' ό,τι σε μια παρατεταμένη σύγκρουση και χρησιμεύει ως αποτρεπτικός παράγοντας έναντι μελλοντικών επιθέσεων. Ακόμη και η υπόδειξη ότι αυτή η προσέγγιση θα οδηγήσει σε καταδίκη από τη «διεθνή κοινότητα» δεν έχει κανένα ουσιαστικά νόημα, καθώς οι ισορροπίες στο διεθνές σύστημα σε καμιά περίπτωση δεν καθορίζονται από κανόνες «ηθικής».