Διεθνή

Κλίμα «εμφυλίου» στο πολεμικό συμβούλιο του εμπόλεμου Ισραήλ

Αυτή η αντιμαχόμενη τριανδρία, πέρα από την ιστορική της αντιπαλότητα, κουβαλάει ο καθένας τις δικές του πολιτικές φιλοδοξίες

Η επίσκεψη του πρώην Υπουργού Άμυνας και πρώην αρχηγού του στρατού, Μπένι Γκαντς στην Ουάσιγκτον και το Λονδίνο, χωρίς την έγκριση του Νετανιάχου, ανέδειξε τις βαθιές διαφορές των δύο ανδρών και πυροδότησε τα σενάρια για αποχώρησή του από το πολεμικό συμβούλιο του Ισραήλ, το πολεμικό «σύμβολο ενότητας» της χώρας. Βέβαια, μια σύντομη ανάγνωση του βιογραφικού των δύο αντρών «υπενθυμίζει» ότι το κλίμα «εμφυλίου» εντός του πολεμικού συμβουλίου δεν είναι κάτι αναπάντεχο και έχει τις ρίζες του στην ιστορική πολιτική διαμάχη των δύο αντρών. Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές αυτές αντιπαραθέσεις δεν αναμένεται να φέρουν άμεση διάλυση της κυβέρνησης έκτακτης ανάγκης. Στόχος και των τριών πολιτικών, οι οποίοι συγκροτούν αυτήν την αναγκαστική «συγκατοίκηση», προς το παρόν παραμένει η αύξηση της πολιτικής τους ισχύος με ορίζοντα τις μεταπολεμικές εκλογές, οι οποίες αναπόφευκτα θα ακολουθήσουν. Την ίδια ώρα, η τριανδρία φαίνεται ότι συμφωνεί πως η καλύτερη τακτική είναι να κερδίσουν χρόνο με συζητήσεις για διαπραγματεύσεις, μέχρι να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στον στόχο των αιματηρών τους επιχειρήσεων στη Γάζα.

Ο εμφύλιος εντός του πολεμικού συμβουλίου

Το μακρινό ταξίδι του Μπένι Γκαντς στην Ουάσιγκτον είχε ως στόχο να αποτρέψει την περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ- Ισραήλ για τον πόλεμο στη Γάζα, αναφέρουν τα αμερικανικά ΜΜΕ. Μάλιστα, αποκαλύπτουν ότι ο Νετανιάχου έγινε έξω φρενών όταν ο πρώην Υπουργός Άμυνας τον πληροφόρησε για την επίσκεψή που θα έκανε στον Λευκό Οίκο. «Υπάρχει μόνο ένας πρωθυπουργός», φαίνεται να απάντησε ο Νετανιάχου στον Γκαντς, χωρίς όμως να καταφέρνει να αλλάξει τα σχέδιά του.

Το συγκεκριμένο σκηνικό αποτυπώνει το κλίμα «εμφυλίου» εντός του πολεμικού συμβουλίου του Ισραήλ, με τους δύο πρωταγωνιστές να ανταγωνίζονται για πολιτική ισχύ με έντονες διαφωνίες για τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου και την επίτευξη συμφωνίας για την απελευθέρωση ομήρων. Οι εσωτερικές προστριβές μαίνονται μάλιστα εν μέσω της διεθνούς κατακραυγής για την απελπιστική κατάσταση στη Γάζα και των πιέσεων για κατάπαυση του πυρός.

Ο υπόγειος αυτός «πόλεμος» δεν προκαλεί καμιά έκπληξη εάν λάβουμε υπόψη το πρόσφατο παρελθόν των δύο Ισραηλινών πολιτικών. Ο Γκαντς, ο οποίος ηγείται του κεντροδεξιού κόμματος Εθνική Ενότητα, και ο Νετανιάχου, ο οποίος ηγείται του δεξιού κόμματος Λικούντ, υπήρξαν μακροχρόνιοι αντίπαλοι που άφησαν κατά μέρος τις διαφορές τους μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς, η οποία πυροδότησε τον πόλεμο στη Γάζα, για να σχηματίσουν την κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης. Μαζί με τον Gallant αποτελούν το τριμελές πολεμικό υπουργικό συμβούλιο, το οποίο είναι υπεύθυνο για όλες τις πολιτικές αποφάσεις εν καιρώ πολέμου.

Αυτή η αντιμαχόμενη τριανδρία, πέρα από την ιστορική της αντιπαλότητα, κουβαλάει ο καθένας τις δικές του πολιτικές φιλοδοξίες, με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι ο Γκαντς πιθανότατα θα κατατρόπωνε τον Νετανιάχου εάν οι εκλογές πραγματοποιούνταν σήμερα. Παρά το γεγονός ότι το πρώτο διάστημα του πολέμου υπήρχε φαινομενικά ένα αρραγές μέτωπο, η μεγάλη διάρκεια αυτού άρχισε να εμφανίζει ολοένα και περισσότερες ρωγμές στο πολεμικό συμβούλιο.

Έτσι κι αλλιώς, ο Γκαντς ποτέ δεν έκρυψε τις πολιτικές του φιλοδοξίες, ακόμα και μετά την ένταξή του στο πολεμικό συμβούλιο, αναφέροντας ρητώς ότι θέλει να εκτοπίσει από την πρωθυπουργική του θέση τον Νετανιάχου. «Στο τέλος ή μετά την κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης εγώ και ο Νετανιάχου θα είμαστε πολιτικοί αντίπαλοι. Αλλά ο πρωθυπουργός δεν είναι εχθρός μου», τόνισε.

Κατά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι επιχείρησε να παρουσιαστεί ως μελλοντικός πιθανός πρωθυπουργός και κυρίως για να αρχίσει την έξοδό του από την κυβέρνηση, η οποία μάλλον θεωρείται «αναπόφευκτη», τουλάχιστον σε μελλοντικό στάδιο. Σύμφωνα με τον Yohanan Plesner, διευθυντή του Δημοκρατικού Ινστιτούτου του Ισραήλ (IDI), αυτή η επίσκεψη του Γκαντς στον βασικό σύμμαχο του Ισραήλ «δείχνει ότι η εμπιστοσύνη του προς τον Νετανιάχου βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο και ότι αποφάσισε να παρουσιάσει μία άλλη φωνή στην Ουάσιγκτον». Εύλογα, το ταξίδι αυτό προκάλεσε μεγάλο θόρυβο στο Ισραήλ, όπου ο κεντρώος πολιτικός δέχθηκε την οργή των υπουργών του Λικούντ. «Ενεργεί πίσω από τον πλάτη του πρωθυπουργού», κατήγγειλε η Μέρι Ρεγκέβ, Υπουργός Μεταφορών, χαρακτηρίζοντας «ανατρεπτική» την επίσκεψη.

Οι εντάσεις αυτές όμως δεν συνεπάγονται άμεση διάλυση της κυβέρνησης έκτακτης ανάγκης. Όπως έχει αναφερθεί, αυτό θα γίνει αναπόφευκτα, αλλά όχι άμεσα. Το παιχνίδι που φαίνεται ότι παίζουν Γκαντς και Gallant προς το παρόν αποσκοπεί στην αύξηση της πολιτικής τους επιρροής. Ίσως η καλύτερη περιγραφή της πολιτικής κατάστασης στο Ισραήλ έγινε από τον πρώην πρέσβη της χώρας στις ΗΠΑ, Michael Oren. «Ένας πρωθυπουργός του Ισραήλ έχει περισσότερο από μια ομάδα αντιπάλων. Ένας πρωθυπουργός έχει μια ομάδα αντικαταστατών. Και συχνά μια ομάδα ‘‘δολοφόνων’’. Σχεδόν κανένας σε ένα αμερικανικό υπουργικό συμβούλιο δεν θα γίνει ποτέ Αμερικανός πρόεδρος. Αλλά όλοι σε ένα ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο είναι πιθανοί πρωθυπουργοί της χώρας».

Η άρνηση του Ισραήλ να σταματήσει τον πόλεμο

Από την αρχή του πολέμου ήταν ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ μπορεί να πίεζαν το Ισραήλ για να γίνει πιο «προσεκτικό» στους στόχους του και να επιτρέψει περισσότερη ανθρωπιστική βοήθεια, αλλά πότε δεν ζήτησαν να σταματήσει την αιματηρή του επιχείρηση στη Γάζα. Αναλυτές θεωρούν ότι η Ουάσιγκτον, πέρα από τη διαχρονική της στήριξη στο Ισραήλ, εκτίμησε ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική για την εξάλειψη της Χαμάς από τη Λωρίδα της Γάζας.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ισραήλ, από την αρχή του πολέμου έχει καταστρέψει τα τρία τέταρτα των ταγμάτων της Χαμάς και σκότωσε δύο από τους πέντε διοικητές ταξιαρχιών, 19 από τους 24 διοικητές ταγμάτων, περισσότερους από 50 αρχηγούς διμοιρίας και 12.000 από τους 30.000 μαχητές της Χαμάς. Θεωρεί ότι η πολύνεκρη επιχείρησή της αποδίδει καρπούς εκτιμώντας ότι η Χαμάς είναι δομημένη περισσότερο σαν ένας συμβατικός στρατός παρά μια σαν τρομοκρατική ομάδα. Κατά κανόνα, οι συμβατικές δυνάμεις θεωρούνται αναποτελεσματικές όταν χάσουν περισσότερο από το 30% της δύναμής τους και καταστρέφονται μόλις χάσουν το 50%.

Αναλυτές στο Foreign Policy, παραγνωρίζοντας τις τεράστιες απώλειες στον άμαχο πληθυσμό, τονίζουν ότι ακόμα κι αν το Ισραήλ δεν εξαλείψει εντελώς τη Χαμάς, αλλά απλώς καταφέρει να την εκδιώξει από την εξουσία, αυτό θα θεωρείται μία νίκη για τη χώρα, επειδή θα είναι αρκετό για να αποτρέψει τη ισλαμική οργάνωση από το να εξαπολύσει μια άλλη επίθεση, όπως αυτήν που βίωσε το Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου. Εύλογα η ολοκληρωτική επίθεση στη Γάζα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι άμαχοι, έχει σοβαρά μειονεκτήματα για το Ισραήλ. Αυτός ο πόλεμος θα ενθαρρύνει μακροπρόθεσμα τη ριζοσπαστικοποίηση του παλαιστινιακού πληθυσμού, βλάπτει τις σχέσεις του Ισραήλ με τους Άραβες γείτονές του και αμαυρώνει την παγκόσμια φήμη του με αρκετά σοβαρό τρόπο.

Το Ισραήλ, από την άλλη, θεωρεί ότι οι επικριτές του δεν μπόρεσαν να του προσφέρουν μια σοβαρή εναλλακτική από τον πόλεμο κατά της Χαμάς. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι γίνονται ασαφείς αναφορές για την ανάγκη για κάποιαν ακαθόριστη «πολιτική λύση» στη σύγκρουση. Επίσης, θεωρεί ότι δεν υπάρχει νόημα για κατάπαυση του πυρός, για δύο λόγους. Αρχικά, αρνείται τη μακροπρόθεσμη πολιτική διευθέτηση γύρω από μια λύση δύο κρατών. Κατά δεύτερο, θεωρεί ότι η Χαμάς δεν θα σταματήσει εύκολα αυτόν τον πόλεμο. Η Οργάνωση δεν κουράστηκε να επαναλαμβάνει ότι θα συνεχίσει τις επιθέσεις της, οδηγώντας ουσιαστικά σε έναν φαύλο κύκλο βίας με «προληπτικά» ισραηλινά χτυπήματα σε Γάζα και Δυτική Όχθη και τη Χαμάς να χτυπάει για να ενισχύει τη νομιμοποίησή της στον παλαιστινιακό θύλακα.