Διεθνή

Αμερικανικές εκλογές: Η ρεβάνς που κανείς δεν ζήτησε

Το 2020 το κλίμα ήταν ευνοϊκότερο για το Μπάιντεν, αλλά τέσσερα χρόνια μετά έχει να βαδίσει έναν δυσκολότερο δρόμο

Ενώ οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ θα διεξαχθούν σε περίπου οκτώ μήνες, η ρεβάνς της μονομαχίας μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν έχει ήδη αρχίσει, χωρίς ωστόσο να προκαλει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο κοινό της πολιτικής αρένας των ΗΠΑ. Η αναμέτρηση αυτή προμηνύεται μακρά και διχαστική, την ώρα που η σωματική και πνευματική κατάσταση και των δύο ηλικιωμένων υποψηφίων βρίσκεται υπό αμφισβήτηση. Παρά τις ομοιότητες της προεκλογικής αναμέτρησης με το 2020, αυτήν τη φορά ο Τραμπ βρίσκεται σε πιο ευνοϊκή θέση από τον Μπάιντεν, με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις να δίνουν στον πρώην Πρόεδρο ένα μικρό αλλά ουσιαστικό προβάδισμα.

Πίσω στο 2020

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και ο προκάτοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, κέρδισαν και επίσημα το χρίσμα Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων αντίστοιχα για τις προεδρικές εκλογές του 2024, δημιουργώντας τις τέλειες συνθήκες για μια διχαστική οκτάμηνη προεκλογική εκστρατεία.

Για μήνες υπήρχαν μεν σημάδια αλλά τίποτα δεν ήταν βέβαιο για την επιλογή δύο ηλικιωμένων υποψηφίων, τους οποίους οι περισσότεροι Αμερικανοί φαίνεται ότι δεν βλέπουν με καλό μάτι. Η σωματική και πνευματική κατάσταση και των δύο βρίσκεται στο «μικροσκόπιο», καθώς όποιος κι αν κερδίσει θα είναι ο πιο ηλικιωμένος Πρόεδρος που ορκίζεται στην ιστορία των ΗΠΑ, μια προοπτική που δεν χαροποιεί τους ψηφοφόρους, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.

Ο 81χρονος Μπάιντεν, χωρίς να έχει ιδιαίτερο ανταγωνισμό, υπερέβη το απαιτούμενο όριο (1.968 αντιπρόσωποι στο συνέδριο) για να εξασφαλίσει μαθηματικά το ότι θα αναδειχθεί υποψήφιος. Ο πρώην Πρόεδρος Τραμπ με τη σειρά του εξασφάλισε επίσης τον απαιτούμενο αριθμό αντιπροσώπων (1.215) στο προσεχές συνέδριο της παράταξής του, επισημοποιώντας, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, για πρώτη φορά, δυο υποψήφιοι να αναμετρώνται για δεύτερη συνεχόμενη φορά σε προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ έπειτα από σχεδόν 70 χρόνια.

Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος προς την κατάκτηση του χρίσματος και για τους δύο υποψηφίους δεν ήταν εύκολος, αφού έπρεπε ο καθένας για τους δικούς του λόγους να πείσει το κόμμα του, χωρίς φυσικά οι αμφιβολίες να έχουν εκλείψει εντελώς. Για παράδειγμα, παραμένει σημαντικό αγκάθι για τους Δημοκρατικούς το ζήτημα της ηλικίας του Τζο Μπάιντεν και οι ικανότητές του να κυβερνήσει για την επόμενη τετραετία. Επίσης, έχει να αντιμετωπίσει τις ψήφους διαμαρτυρίας για τη συνεχιζόμενη υποστήριξή του στη στρατιωτική εκστρατεία του Ισραήλ κατά της Χαμάς και την αποτυχία, μέχρι στιγμής, να επιτευχθεί συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα.

Από την άλλη, ο Τραμπ θα πρέπει να πείσει τους πιο μορφωμένους ψηφοφόρους και όσους επέλεξαν τη Νίκι Χέιλι στις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών, ενώ παράλληλα καλείται να διαχειριστεί τις 91 ποινικές κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Αυτές οι υποθέσεις σχετίζονται από τον χειρισμό απόρρητων εγγράφων έως τις προσπάθειες ανατροπής των προεδρικών εκλογών του 2020.

Σύμφωνα με ανάλυση της Wall Street Journal, ο χάρτης που θα κρίνει τον νικητή των εκλογών είναι σχετικά μικρός και περιλαμβάνει την Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν στα βόρεια, ενώ στα νότια και δυτικά συγκαταλέγει την Τζόρτζια, τη Βόρεια Καρολίνα, τη Νεβάδα και την Αριζόνα.

Σε τι διαφέρει αυτή η εκλογική διαδικασία

Ειδικοί σημειώνουν ότι το 2020 το κλίμα ήταν ευνοϊκότερο για το Μπάιντεν αλλά τέσσερα χρόνια μετά έχει να βαδίσει έναν δυσκολότερο δρόμο, επικαλούμενοι τις περισσότερες δημοσκοπήσεις.

Πιο συγκεκριμένα, δημοσκοπήσεις των New York Times/Siena College, CBS News/YouGov, Fox News και The Wall Street Journal δίνουν στον Τραμπ προβάδισμα μέχρι και τεσσάρων μονάδων σε σχέση με τον Μπάιντεν. Αν και όλα αυτά τα αποτελέσματα ήταν εντός του περιθωρίου του στατιστικού λάθους, όλα μαζί αποτυπώνουν, έστω και στιγμιαία, την πολιτική προτίμηση των πολιτών. Φυσικά αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού ο Μπάιντεν πληρώνει την πολιτική φθορά της διακυβέρνησής του. Αυτό που παρατηρούν όμως οι εκλογολόγοι είναι ότι πριν από τέσσερα χρόνια καμιά σοβαρή δημοσκόπηση δεν έδειξε ότι ο Τραμπ προηγείται του Μπάιντεν σε εθνικό επίπεδο. Μάλιστα, στις προηγούμενες εκλογές οι πολιτείες (Αριζόνα, Τζόρτζια και Ουισκόνσιν) που έδωσαν στον Μπάιντεν τη νίκη κρίθηκαν με διαφορά λιγότερη της μίας μονάδας.

Δεν είναι τυχαίο πάντως το δημοσκοπικό προβάδισμα του Τραμπ. Οι έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν ότι οι πιο σοβαρές ανησυχίες για τους Αμερικανούς είναι η οικονομία και η μετανάστευση. Ο Τραμπ θεωρείται πολύ πιο αξιόπιστος από τον Μπάιντεν και στα δύο ζητήματα. Είναι πιθανό, εάν η οικονομία συνεχίσει να βελτιώνεται ή οι συνοριακές διελεύσεις υποχωρήσουν, ο Μπάιντεν να μπορέσει να πλησιάσει τον Τραμπ. Από την άλλη, βέβαια, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι ο Μπάιντεν είναι ο λιγότερο δημοφιλής υποψήφιος για επανεκλογή από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ποσοστό αποδοχής του κυμαίνεται λίγο κάτω από το 40%. Οι δύο πιο πρόσφατοι υποψήφιοι με εξίσου χαμηλά ποσοστά αποδοχής σε αυτό το σημείο της προεδρίας τους ήταν ο Τραμπ και ο Τζορτζ Μπους, οι οποίοι έχασαν και οι δύο στις εκλογικές αναμετρήσεις.

Το καλύτερο χαρτί που μπορεί να παίξει τώρα ο Μπάιντεν είναι οι τέσσερεις ποινικές υποθέσεις εναντίον τού Τραμπ. Παραμερίζοντας το γεγονός ότι οι ημερομηνίες έναρξης των περισσότερων από αυτών των δικαστικών διαδικασιών είναι αβέβαιες, δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει πολιτικό αντίκτυπο πάνω στον πρώην Πρόεδρο εάν τελικά κριθεί ένοχος σε κάποιες από αυτές. Η πλειοψηφία των πιθανών ψηφοφόρων (53%) δήλωσαν ότι ήδη πίστευαν πως ο Τραμπ είχε διαπράξει σοβαρό ομοσπονδιακό έγκλημα, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση των New York Times. Η ίδια δημοσκόπηση έδειξε ωστόσο ότι ο Τραμπ σημείωσε άνοδο τεσσάρων μονάδων μεταξύ αυτών των ψηφοφόρων.

Το CNN εξηγεί ότι ο Τραμπ ήταν πρώτος σε αυτήν τη δημοσκόπηση, επειδή το 18% των υποστηρικτών του είπαν ότι είχε διαπράξει μεν ένα σοβαρό ομοσπονδιακό έγκλημα, αλλά εξακολουθούσαν να τον υποστηρίζουν. Ένα τέτοιο στατιστικό στοιχείο θα πρέπει να είναι ανησυχητικό για τους υποστηρικτές του Μπάιντεν, διότι αν ορισμένοι ψηφοφόροι πιστεύουν ότι ο Τραμπ διέπραξε ένα σοβαρό ομοσπονδιακό έγκλημα αλλά εξακολουθούν να είναι πρόθυμοι να τον ψηφίσουν, τι θα μπορούσε ενδεχομένως να τους κάνει να αλλάξουν γνώμη;

Με την ίδια λογική, η δημοσκόπηση των Times διαπίστωσε ότι το 72% των πιθανών ψηφοφόρων θεωρούν ότι η ηλικία του Μπάιντεν αποτελεί μειονέκτημα για έναν αποτελεσματικό Πρόεδρο σε σύγκριση με το 53% που είπαν ότι ο Τραμπ είχε διαπράξει ένα σοβαρό ομοσπονδιακό έγκλημα. Αυτό το χάσμα θα μπορούσε να αποτελέσει έναν από τους κυριότερους λόγους που ο Μπάιντεν έχει προβλήματα εναντίον του Τραμπ. Γι' αυτό τον λόγο, παραδόξως ίσως το μεγάλο στοίχημα για τον Μπάιντεν τους επόμενους οκτώ μήνες είναι να αποδείξει ότι ο αντίπαλός του έχει περισσότερες αδυναμίες από αυτόν, ώστε να έχει μια ευκαιρία να κερδίσει την επανεκλογή του στον προεδρικό θώκο.