Αναλύσεις

Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Ο έφηβος που έψαλλε τον Εθνικό Ύμνο στην αγχόνη

«Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο»

Συμπληρώθηκαν την περασμένη Πέμπτη 67 ολόκληρα χρόνια από τη μαύρη μέρα που o ήρωας ποιητής, ο έφηβος της Τσάδας Ευαγόρας Παλληκαρίδης βάδισε στο σχοινί της κρεμάλας, ψάλλοντας τον Ύμνο της Λευτεριάς. Προτού ξημερώσει η 14η Μαρτίου, έντεκα μόλις μέρες μετά τη θυσία του Σταυραετού του Μαχαιρά, Γρηγόρη Αυξεντίου, πέταξε με τα φτερά της δόξας για να τον συναναντήσει στο Πάνθεον των Ηρώων και ο λεβέντης έφηβος μαθητής Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Ο έφηβος, που δεν δείλιασε στον θάνατο. Ο ενσυνείδητος αγωνιστής της λευτεριάς, που είχε το θάρρος να πει στον Βρετανό δικαστή, στο άκουσμα της ποινής για απαγχονισμό του: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο».

Η άδικη καταδίκη του στις 25 Φλεβάρη 1957 προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή. Παγκόσμιες προσωπικότητες ζήτησαν την αποφυλάκισή του. Ανάμεσά τους ο τότε υφυπουργός Αποικιών Τζον Προφιούμο και άλλοι 40 Άγγλοι βουλευτές. Οι αποικιοκράτες, όμως, μοχθηροί και άκαρδοι, προχώρησαν στο αποτρόπαιο έγκλημά τους. Η απόφαση του φλεγματικού δικαστή υιοθετήθηκε. Η Βασίλισσα Ελισάβετ, μοχθηρή και άκαρδη, υπέγραψε τη θανατική καταδίκη. Και η απάντηση στην παγκόσμια κατακραυγή και την έκκληση για απόλυσή του ήταν: « Ο νόμος -ο άνομος αποικιοκρατικός νόμος- να ακολουθήσει την πορεία του».

Ο Παλληκαρίδης ήταν ενσυνείδητος αγωνιστής, αποφασισμένος να δώσει τα πάντα, ακόμα και τη ζωή του για τη λευτεριά της Κύπρου. Προτού παρουσιαστεί στο δικαστήριο για ν' αντιμετωπίσει κατηγορία για παράνομη αντικυβερνητική ενέργεια - οχλαγωγία, πήρε τη μεγάλη απόφαση να πάρει την ανηφοριά που οδηγούσε στη λευτεριά. Πηγαίνει το βράδυ στο σχολείο του, μπαίνει στην τάξη του και γράφει το «Εγερτήριο Σάλπισμά» του, που έγινε ευαγγέλιο και ύμνος δοξαστικός κατά τον Αγώνα. Το βάζει σε φάκελο και το δίνει σε μια συναγωνίστρια συμμαθήτριά του, για να το διαβάσει την άλλη μέρα στους συμμαθητές του της έκτης τάξης του Γυμνασίου Πάφου:

«Παλιοί συμμαθηταί,

»Αυτήν την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μην τον ξαναδείτε, παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ».

Και ακολουθεί το χιλιοτραγουδημένο ποίημά του:

«Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια

Να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.

Θ’ αφήσω αδέλφια, συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα

Μέσ’ στα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.

Ψάχνοντας για τη λευτεριά θα ‘χω παρέα μόνη

Κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.

Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα 'ρθει το καλοκαίρι

Τη λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια

Να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.

Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ, θα μπω σ’ ένα παλάτι,

Το ξέρω θα 'ναι απάτη, δεν θαν' αληθινό.

Μεσ’ στο παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,

Βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ’ αυτό.

Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου.

Και παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει έναν χαμένο αδελφό, έναν παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά, ας πάρει μονοπάτια, να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη λευτεριά… με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ’ εύρει εκεί…».

Ιερή μυσταγωγία

Όπως γράφει η συμαθήτρια και συναγωνίστρια του ήρωα Αγελική Σμυρλή στο βιβλίο της «Τον καιρό του Αγώνα-Μνήμες από την Πάφο του 1953-56», ο Ευαγόρας έδωσε το «Εγερτήριο Σάλπισμά του» στη συμμαθήτρια και συναγωνίστριά του Σοφία, για να το διαβάσει την άλλη μέρα στους συμμαθητές του της Στ’ τάξης. Από τη δύσκολη θέση την έβγαλε η συμμαθήτρια και συναγωνίστριά τους Κλειώ: «Στις κερκίδες», δηλαδή να διαβάσει τον αποχαιρετισμό από τις κερκίδες του γυμναστηρίου. Και συνεχίζει η Αγγελική Σμυρλή: «Στο μεγάλο διάλειμμα τα παιδιά της έκτης, 70 περίπου παιδιά, έγκαιρα ειδοποιημένα, λίγα - λίγα για να μη δώσουν υποψίες, τράβηξαν για τις κερκίδες. Το είχανε μάθει πια όλα ότι ο Ευαγόρας με το Στέφανο έφευγαν για το βουνό και τώρα πήγαιναν ν’ ακούσουν ένα γράμμα που άφησε γι’ αυτά ο Ευαγόρας. Το γράμμα βρισκόταν πάντα στην τσέπη της Σοφίας. Τα παιδιά κάθισαν στις κερκίδες και η Σοφία, με χέρια που έτρεμαν, έβγαλε τον φάκελο και τον έσκισε. Από μέσα έβγαλε το γράμμα κι όταν είδε πως το μεγαλύτερο μέρος του ήταν έμμετρο, πλησίασε την Ευαγγελία. ''Εσύ να το διαβάσεις, που απαγγέλλεις ωραία'', της είπε. Εκείνη δέχτηκε στην αρχή, μα όταν το πήρε στα χέρια της και δοκίμασε να διαβάσει τις πρώτες λέξεις, ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της. ''Καλύτερα η Μαρίνα'' είπε. Η Μαρίνα πήρε μ’ ευχαρίστηση το γράμμα κι η Σοφία με την Ευαγγελία κάθισαν στις κερκίδες μαζί με τους άλλους. Σε λίγο ακούστηκε σταθερή και βαθιά η φωνή της Μαρίνας…».

Η θεία μυσταγωγία είχε αρχίσει στις κερκίδες του Γυμνασίου Πάφου, με την απαγγελία της Μαρίνας, με το Εγερτήριο Σάλπισμα που είχε γράψει ο συμμαθητής τους Ευαγόρας. Ο ήρωας ποιητής, που δεν ασχήμισε τον θάνατο. Και μετά την απαγγελία έγινε το «έλα να δεις». Η Αγγελική Σμυρλή επισημαίνει: «Τα τελευταία λόγια του ποιήματος ήταν μια παρακαταθήκη και για τα ίδια. Ύστερα, κάποιος χειροκρότησε πρώτος κι όλοι τον ακολούθησαν.Ευ-α-γό-ρας, Ευ-α-γό-ρας, φώναξε μια ομάδα ρυθμικά. Μετά, στο τέλος, ένα παιδί, που είχε τελευταία μεγάλη δράση στην Οργάνωση, πετάχτηκε απάνω και φώναξε δυνατά: ''Θ’ ακολουθήσουμε το παράδειγμά σου''. ''Θα το ακολουθήσουμε'' φώναξαν κι άλλοι και ξέσπασαν πάλι σε χειροκροτήματα…». Κι αυτή τους την υπόσχεση την τήρησαν οι συμμαθητές του, αγόρια και κορίτσια. Συνέχισαν τον Αγώνα, που δυστυχώς έμεινε αδικαίωτος.

Προτού βαδίσει στο ικρίωμα της αγχόνης, είχε ευχηθεί να είναι ο τελευταίος που πεθαίνει για τη λευτεριά της Κύπρου μας. Θα πει αργότερα ο πατέρας του, συνταξιούχος αστυνομικός λοχίας Μιλτιάδης Παλληκαρίδης: «Σαν παιδί ήταν έξυπνο και υγιέστατο. Ήταν ολιγόλογος και προσπαθούσε να είναι πρώτος στο σχολείο του. Δάσκαλός του τόσο στην Τσάδα, όσο και αργότερα στο Κτήμα, όπου μετοικήσαμε, ήταν ο κ. Νικόλας Χατζηκωστής, ο οποίος τον θαύμαζε… Μου έλεγε ο δάσκαλός του: ''Όλη η τάξη γράφει μια εφημερίδα. Ο Ευαγόρας γράφει μια εφημερίδα μόνος του…''».

Στις 6 Δεκεμβρίου ο Παλληκαρίδης έπρεπε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο. Θυμάται ο πατέρας του: «Στις 5 Δεκεμβρίου ήρθε στην πόλη πια... Του έδωσα ορισμένες συμβουλές, οδηγίες, μαζί και την ευχή μου. Πέρασε από το Ελληνικό Γυμνάσιο, άφησε πάνω στη έδρα το Εγερτήριο Σάλπισμά του, απευθυνόμενο προς τους συμμαθητές του και όλους τους νέους. Ο Ευαγόρας επικηρύχθηκε για 5 χιλιάδες λίρες. Ήταν αντάρτης για 380 μέρες, από τις 5.12.1955 ώς τις 18.12.56».

Αγέραστη μνήμη

Έχουν περάσει 67 χρόνια και η μνήμη του έφηβου της Τσάδας παραμένει αγέραστη. Οι επιζώντες του Αγώνα αναπολούν τις μεγάλες μέρες του επικού εκείνου αγώνα και τις θυσίες των ηρώων της ΕΟΚΑ. Και αναλογίζονται, πού ήταν τότε η Κύπρος και πού είναι σήμερα. Η Κύπρος, αντί να ριχθεί στις μητρικές αγκάλες της Ελλάδας, οδηγήθηκε στη Ζυρίχη κι έγινε κατ’ επίφασιν ανεξάρτητο κράτος, βασισμένο σ’ ένα δοτό σύνταγμα. Και τρία χρόνια μετά την ανεξαρτησία το νεοσύστατο κράτος κατέρρευσε με την τουρκική ανταρσία. Οι ηγεσίες Κύπρου και Ελλάδας διέπραξα ολέθρια λάθη, που οδήγησαν στη μάχη της Κοφίνου. Η Χούντα υπέκυψε σε τουρκικό τελεσίγραφο και ανακάλεσε τον στρατηγό Γρίβα Διγενή και την Ελληνική Μεραρχία, που ήταν ο εγγυητές της ένωσης. Τη λύση Αυτοδιάθεση-Ένωση, διαδέχθηκε η ανέφικτη, εφικτή της ανεξαρτησίας. Η Χούντα της Αθήνας βρισκόταν σε συνεχή αντιπαλότητα με τη Λευκωσία και η αντιπαλότητα αυτή οδήγησε στο άφρον πραξικόπημα, που έφερε τον Αττίλα στην Κύπρο.

Τιμώντας σήμερα τη μνήμη του τελευταίου ώρα της αγχόνης, του έφηβου ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη, έχουμε ιερό χρέος να συνεχίσουμε ενωμένοι, αταλάντευτοι και ακατάβλητοι τον αγώνα για την ελευθερία της Κύπρου μας, που άφησαν μισοτελειωμένο οι ήρωες της ΕΟΚΑ.