Διεθνή

Προεκλογικοί θεατρινισμοί Μπάιντεν με φόντο τον πόλεμο στη Γάζα

Οι αντιφάσεις στην πολιτική των ΗΠΑ θα ήταν κωμικές αν τα αποτελέσματα δεν ήταν τόσο καταστροφικά

Σχεδόν έξι μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου στη Γάζα ανάμεσα στον ισραηλινό στρατό και τη Χαμάς, οι ΗΠΑ αποφάσισαν, επικοινωνιακά τουλάχιστον, να πάρουν αποστάσεις από έναν από τους στενούς συμμάχους τους. Με την αποχή τους, κατά την ψηφοφορία που διεξήχθη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, επέτρεψαν για πρώτη φορά την υιοθέτηση της -θεωρητικά- νομικά δεσμευτικής απόφασης για άμεση κατάπαυση του πυρός στη Λωρίδα της Γάζας. Ακόμα και εάν το Ισραήλ δεν είχε καμιά πρόθεση να υπακούσει στο κάλεσμα για κατάπαυση του πυρός, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, για να δείξει τη δυσαρέσκειά του, ακύρωσε την επίσκεψη ισραηλινής αντιπροσωπίας στην Ουάσιγκτον, η οποία θα είχε στην ατζέντα της τις αμερικανικές ανησυχίες σχετικά με την επίθεση στη Ράφα. Το ζήτημα είναι κατά πόσον μπορούμε να μιλάμε για ρήξη μεταξύ των δύο συμμάχων και κατά πόσον οι ΗΠΑ μπορούν να επηρεάσουν μέσω πιέσεων τις αποφάσεις του Ισραήλ για τον πόλεμο στη Γάζα.

«Ρήξη» ΗΠΑ - Ισραήλ

Οι σχέσεις μεταξύ του Μπάιντεν και του Νετανιάχου έχουν επιδεινωθεί περαιτέρω μετά το ψήφισμα του Συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ για «άμεση εφαρμογή κατάπαυσης του πυρός» στη Γάζα, όταν οι ΗΠΑ απείχαν από την ψηφοφορία. Ειδικοί σημειώνουν όμως ότι και οι δύο άντρες δέχονται ισχυρές πιέσεις στο εσωτερικό των χωρών τους, με την προσοχή να είναι στραμμένη στις επερχόμενες εκλογές.

Ειδικότερα, για τον Αμερικανό Πρόεδρο ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για την αλλαγή στάσης στο Μεσανατολικό. Όσο πλησιάζει η εκλογική αναμέτρηση, γίνεται πιο δύσκολο να συνεχίσει να στηρίζει τον αιματηρό πόλεμου του Ισραήλ κατά της Χαμάς, με τους υποστηρικτές του να εξοργίζονται με τα όσα διαδραματίζονται στη Γάζα. Γι' αυτό και αποφάσισε να αφήσει το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας να περάσει, απέχοντας από την ψηφοφορία αντί να ασκήσει βέτο, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.

Η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ προκάλεσαν οργή στο Ισραήλ, με τον Νετανιάχου να ακυρώνει την προγραμματισμένη επίσκεψη υψηλόβαθμης ισραηλινής αντιπροσωπίας στην Ουάσιγκτον, καταγγέλλοντας ότι «η αμερικανική αποχή από την ψηφοφορία βλάπτει την πολεμική προσπάθεια του Ισραήλ και εμποδίζει την απελευθέρωση των ομήρων, επειδή δίνει στη Χαμάς την ελπίδα ότι η διεθνής πίεση θα της επιτρέψει να πετύχει μια κατάπαυση του πυρός χωρίς την απελευθέρωση των ομήρων».

Ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός την ίδια ώρα έχει να αντιμετωπίσει τις σφοδρές επικρίσεις των υπερεθνικιστών κυβερνητικών εταίρων του. Ο Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ και ο Μπεζαλέλ Σμότριχ δεν χαρίζονται στον Μπίμπι, κατηγορώντας τον ότι δεν είναι αρκετά σκληρός στον πόλεμο κατά της Χαμάς ή στους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη. Από την πλευρά του ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, Γιαΐρ Λάπιντ, επιτέθηκε στον Νετανιάχου, σημειώνοντας ότι ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή από τις διαφωνίες στον κυβερνητικό συνασπισμό για το νομοσχέδιο που αφορά τη στρατολόγηση, εις βάρος των δεσμών της χώρας με τις ΗΠΑ.

Πολιτικοί αναλυτές εξηγούν ότι ο Νετανιάχου προσπαθεί να προωθήσει το αφήγημα πως το Ισραήλ πρέπει να σταθεί δυνατό ακόμα και ενάντια στις ΗΠΑ και το καταλληλότερο πρόσωπο για να το κάνει αυτό είναι ο ίδιος. Στον αντίποδα, η κίνηση του Μπάιντεν με το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας φαίνεται να είναι περισσότερο πολιτική παρά ουσιαστική, με τους Αμερικανούς αξιωματούχους να επιμένουν ότι η πολιτική της χώρας τους δεν έχει αλλάξει. Ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζον Κίρμπι, διαβεβαίωσε μεν ότι η αμερικανική πολιτική δεν έχει αλλάξει, αλλά επεσήμανε ότι μια μεγάλη χερσαία επίθεση στη Ράφα θα ήταν μεγάλο λάθος.

Η προαναγγελθείσα αντιπαράθεση

Παρά τις αντιθέσεις των ΗΠΑ για τη χερσαία επιχείρηση στη Ράφα, το Ισραήλ δεν πρόκειται να αλλάξει τα σχέδιά του, αφού η κατάληψη της πόλης είναι εξαιρετικά σημαντική για να κερδίσει τον πόλεμο κατά της Χαμάς.

Οι ΗΠΑ, πάντως, θεωρούν ότι η ισραηλινή κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει «αξιόπιστο» σχέδιο για την εσπευσμένη απομάκρυνση του σχεδόν 1,5 εκατ. ανθρώπων από τη Ράφα, στη μεγάλη πλειονότητά τους εκτοπισμένων εξαιτίας των βομβαρδισμών στη βόρεια Λωρίδα της Γάζας. Εάν διεξαχθεί επιχείρηση αυτού του είδους θα κάνει το Ισραήλ «λιγότερο ασφαλές» και θα «βλάψει τη θέση του στον κόσμο», επεσήμανε το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών, την ώρα που οι ΗΠΑ δέχονται πιέσεις να αποκλιμακώσουν τη στρατιωτική και πολιτική υποστήριξή τους στην ισραηλινή κυβέρνηση.

Ισραηλινοί στρατιωτικοί αναλυτές, από την άλλη, υποστηρίζουν ότι η κατάληψη της Ράφα είναι ζωτικής σημασίας εάν το Ισραήλ θέλει να αποτρέψει μιαν αντεπίθεση υπό την ηγεσία της Χαμάς στη Γάζα. Γι' αυτό θεωρεί ότι πρέπει να διαλύσει όλα τα ασφαλή καταφύγια της οργάνωσης. Την ίδια ώρα, η ηγεσία του Ισραήλ δέχεται αυξανόμενη κριτική στο εσωτερικό ότι ο πόλεμος στη Γάζα είναι στάσιμος. Μετά την κατάληψη της πόλης της Γάζας και της Χαν Γιουνίς, των δύο μεγαλύτερων πόλεων του παλαιστινιακού θύλακα, το Ισραήλ έχει σημειώσει μικρή εδαφική πρόοδο. Η αποχώρηση δεκάδων χιλιάδων στρατευμάτων από τη Γάζα επέτρεψε στη Χαμάς να παρεισφρήσει ξανά σε περιοχές, από τις οποίες πέρασαν προηγουμένως οι ισραηλινές δυνάμεις.

Σε κάθε περίπτωση, η χερσαία επιχείρηση στη Ράφα θα μπορούσε να επιδεινώσει την ανθρωπιστική κρίση στη Λωρίδα της Γάζας, καθώς η πόλη είναι το κύριο σημείο εισόδου για τις ελάχιστες προμήθειες τροφίμων και φαρμάκων. Σύμφωνα με την Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ, «μια χερσαία επίθεση θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυνητικά τεράστιες απώλειες ζωών, πρόσθετο κίνδυνο βίαιου εγκλήματος, περαιτέρω μετατόπιση πληθυσμών σε άλλες επικίνδυνες τοποθεσίες και θανατηφόρα για κάθε ελπίδα αποτελεσματικής ανθρωπιστικής βοήθειας».

Πόση επιρροή έχουν οι ΗΠΑ στο Ισραήλ

Το ζήτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον οι ΗΠΑ μπορούν να αλλάξουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης του Ισραήλ. Οι επικριτές του Μπάιντεν θεωρούν δεδομένο ότι ο Λευκός Οίκος έχει τεράστια επίδραση στην εμπόλεμη Γάζα και ότι μπορεί να αλλάξει τη στρατηγική του Νετανιάχου.

Ο πολιτικός αναλυτής του Foreign Policy, Stephen Walt, εξετάζει κατά πόσον οι ΗΠΑ έχουν ισχυρό λόγο στις αποφάσεις του Ισραήλ όσον αφορά το Μεσανατολικό. Ο κυριότερος μοχλός πίεσης δεν είναι άλλος από τον οπλισμό. Αν και το Ισραήλ δεν εξαρτάται πλέον τόσο από την υποστήριξη των ΗΠΑ όσο στις παλιότερες εποχές, εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την παροχή αμερικανικού οπλισμού, τόσο για προηγμένα οπλικά συστήματα, όπως αεροσκάφη F-35 ή πυραύλους αεράμυνας Patriot, όσο για βόμβες ακριβείας και βλήματα πυροβολικού. Ακόμα και εάν το Ισραήλ έχει τις δικές του εξελιγμένες αμυντικές βιομηχανίες, ο επανεξοπλισμός των δυνάμεών του στην απίθανη περίπτωση αμερικανικού εμπάργκο θα ήταν μια δύσκολη και δαπανηρή διαδικασία. Σε αυτό προστίθεται και η διαχρονική διπλωματική προστασίας των ΗΠΑ είτε με τη μορφή βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είτε με πίεση σε άλλα κράτη να απέχουν από την κριτική προς το Ισραήλ, η οποία σε περίπτωση απώλειάς της θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, ν' αντικατασταθεί. Γι' αυτό πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι το μόνο που χρειάζεται να κάνει ο Μπάιντεν είναι να απειλήσει ότι θα μειώσει τη στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ και ο Νετανιάχου δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να συμμορφωθεί.

Σε κάθε περίπτωση, η κρίση στη Γάζα προκαλεί πραγματική ζημιά στην εικόνα της Αμερικής σε όλον τον κόσμο και κάνει την κυβέρνηση Μπάιντεν να φαίνεται γι' ακόμα μια φορά αναποτελεσματική. Οι αντιφάσεις στην πολιτική των ΗΠΑ θα ήταν κωμικές αν τα αποτελέσματα δεν ήταν τόσο καταστροφικά. Από τη μια, η Ουάσιγκτον ρίχνει από τον αέρα τρόφιμα στους εκτοπισμένους και πεινασμένους κατοίκους της Γάζας, ενώ την ίδια στιγμή προμηθεύει στο Ισραήλ τον στρατιωτικό οπλισμό που αναγκάζει αυτούς τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και αυτήν τη στιγμή να κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα. Παράλληλα, όμως, αυτή η κατάσταση μπορεί επίσης να θέσει σε κίνδυνο τις πιθανότητες επανεκλογής του Μπάιντεν, γεγονός που δίνει στον Λευκό Οίκο έναν ακόμη λόγο υιοθετήσει πιο σκληρή στάση.

Αν και ο πολιτικός αναλυτής θεωρεί ότι οι ΗΠΑ έχουν μοχλό πίεσης προς το Ισραήλ, η κυβέρνηση του Νετανιάχου παραμένει τόσο προσηλωμένη στην ολοκλήρωση των σχεδίων της, ώστε να είναι σε θέση να μην υποκύψει σε ενδεχόμενες αμερικανικές απειλές για μείωση της στήριξής τους. Ούτε είναι σαφές εάν ο Μπάιντεν ή οι σύμβουλοί του μπορούν να κάνουν αυτές τις προσαρμογές στην πολιτική τους, ώστε για να μετακινηθούν από την τρέχουσα αποτυχημένη προσέγγισή τους σε κάτι πιο αποτελεσματικό. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, αντί να εστιάζουμε στο εάν η πίεση στο Ισραήλ θα λειτουργούσε, το πραγματικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι εάν είναι προς το στρατηγικό ή ηθικό συμφέρον της Αμερικής να είναι ενεργά συνένοχη σε μια τεράστια και επιδεινούμενη ανθρωπιστική τραγωδία. Ακόμα κι αν οι ΗΠΑ δεν μπορούν να την σταματήσουν, δεν χρειάζεται να την βοηθήσουν να γίνει χειρότερη.