Το Άρθρο 150 του Συντάγματος και η σχετική Νομολογία

*Εισηγητική ομιλία στην επιστημονική Ημερίδα Διοικητικού Δικαίου, που συνδιοργάνωσαν το Ίδρυμα Κοινοβουλευτισμού και Συμμετοχικής Δημοκρατίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και η Ακαδημία Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας στην Αίθουσα Τελετών Πανεπιστημίου Κύπρου, την Τετάρτη, 3 Απριλίου 2024

«Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους διοργανωτές για την ευγενική πρόσκληση που μου απηύθυναν, προκειμένου να συμπορευθώ σε αυτή τη σημαντική εκδήλωση και να μοιραστώ κάποιες εμπειρίες και σκέψεις με την ελπίδα να «συντελέσουν σε κάποιους βελτιώσεις».

Να μου επιτρέψετε να ασχοληθώ διαδοχικά με τα ακόλουθα επίπεδα:

1) Το πρώτο και απλό αφορά στο ερώτημα γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την ύπαρξη και την εφαρμογή του Άρθρου 150 του Συντάγματος ως εξουσία αποκλειστική εκ του Συντάγματος δική του.

Ιδιαίτερα γιατί εξετάζοντας το θέμα του Άρθρου 150 προκύπτει ότι η εφαρμογή του δεν προϋποθέτει οτιδήποτε άλλο, ούτε και Νόμο. Μπορεί να τύχει εφαρμογής, εάν (α) υπάρξει ακυρωτική απόφαση και (β) πάροδος χρόνου χωρίς ενεργό συμμόρφωση προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

Τότε επιβάλλεται μεταχείριση κατά τον συνδυασμό των τριών Άρθρων του Συντάγματος (146(5), 135 και 150). Η μη εφαρμογή τους, καταδεικνύει μια αδράνεια, αδιαφορία και παραγνώριση συγκεκριμένης Συνταγματικής πρόνοιας, η οποία προφανώς δεν συμβάλλει στην επιβεβαίωση της έννοιας του Κράτους Δικαίου. Μια διαχρονική παράλειψη να καθιερωθεί και να εφαρμοστεί ως καθήκον εκ του Συντάγματος [Άρθρο 146(5)], η δυνατότητα κατά το Άρθρο 150 του Συντάγματος άμεσης συμμόρφωσης προς τη δικαστική απόφαση, ως αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος καταφυγής στο Δικαστήριο (Άρθρα 30, 35, 146(5) και 150 του Συντάγματος).

2) Ο συνδυασμός προβλέψεων που περιέχουν οι διατάξεις αυτές, αποκαλύπτει ότι το Σύνταγμα δεν επιβάλλει μόνο υποχρέωση για ενεργό συμμόρφωση έναντι της ακυρωτικής απόφασης [Άρθρο 146(5) του Συντάγματος], αλλά πρόβλεψε παράλληλα και εξουσία στο ίδιο το Δικαστήριο, (σε περίπτωση περιφρόνησης έναντι της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης) να τιμωρεί με ποινική συνέπεια (Άρθρο 150 του Συντάγματος) αφού «… κέκτηται δικαιοδοσία να επιβάλλει ποινή ένεκεν περιφρόνησης του Δικαστηρίου τούτου».

Αυτά τα δύο στάδια (η ακύρωση κατά το άρθρο 146(4) και η συμμόρφωση προς την ακύρωση) είναι άρρηκτα συνδεδεμένα γι’ αυτό και οι προβλεπόμενες τιμωρητικές συνέπειες.

Δύο εξουσίες που το Σύνταγμα παρέχει στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, χωρίς να απαιτεί για εφαρμογή του Άρθρου 150 του Συντάγματος, να προηγηθεί Νόμος.

Εξουσία που όμως δεν άσκησε για χρόνια το Ανώτατο Δικαστήριο μέχρι που τελικά προχώρησε Νομολογιακά (υπόθεση Θαλασσινός πιο κάτω) και στη συνέχεια επαναλήφθηκε ρητά και με την 8η και 17η Τροποποίηση του Συντάγματος, με εισαγωγή μάλιστα (παρά την ύπαρξη του Άρθρου 150 του Συντάγματος) για το θέμα της ποινικής τιμωρίας στο τροποποιηθέν εδάφιο (5Α) του Άρθρου 146, της νέας πρόνοιας «ως Νόμος ήθελε ορίσει» [8η τροποποίηση (Νόμος 130(Ι)/15)].

Η τροποποίηση του Συντάγματος πρόβλεψε την ανάγκη Νόμου!

Συνεπώς η απόλυτη κατά το Σύνταγμα εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που του παρείχε το Άρθρο 150 του Συντάγματος περιορίστηκε, άγνωστο ποίος το θέλησε τούτο και/ή χωρίς τροποποίηση του Άρθρου τούτου!

Το γιατί ο Νομοθέτης εισήγαγε και ανέχθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο ρητά την ανάγκη ύπαρξης Νόμου, θα το μελετήσουμε στη συνέχεια.

3) Το βέβαιο είναι ότι αυτή η στάση εκπέμπει το μήνυμα ότι, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δεν εφαρμόζει το Άρθρο 150 γιατί κάποιες πολιτικά και όχι μόνο δυνάμεις, ανέχονται, ανέχθηκαν και επιθυμούν ατιμωρησία για τόσα χρόνια για συμπεριφορές διοικητικών οργάνων οι οποίες περιφρονούν το δεδικασμένο.

Κατάσταση όμως που συντελεί στην απαξίωση της νομιμότητας, μάλιστα ενώ υπάρχουν αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως στην προσφυγή 560/93 Γεωργίου Σάββα v. ΚΟΑ ημερ. 8.9.1994 στην οποίαν τονίστηκαν και τα ακόλουθα:

«….. η πεισματική, όπως τη χαρακτηρίζει εμμονή του Διοικητικού Συμβουλίου στον ίδιο διορισμό “χωρίς να δίνει λογαριασμό για την απόφαση του αυτή” συνιστά ότι χαρακτηρίζεται ως “δυστροπία” της Διοίκησης έναντι του ακυρωτικού αποτελέσματος».

Μάλιστα στην υπόθεση στην Προσφυγή αρ. 739/06 Ανδρέας Ιωάννου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 8.10.2007 η διαπίστωση του Δικαστηρίου ήταν πιο έντονη αφού κρίθηκε ότι:

«................., θα πρέπει να παραδεκτώ ότι με εξέπληξε η συμπεριφορά αυτή του Αρχηγού της Αστυνομίας ο οποίος συνειδητά και εν ψυχρώ, απέφυγε να συμμορφωθεί με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου γιατί «θα δημιουργούνταν λειτουργικά προβλήματα».

Εάν συνεχιστεί αυτή η νοοτροπία της διοίκησης σε συνδυασμό με τον μεγάλο χρόνο που χρειάζεται μια προσφυγή για τελεσιδικία, θα καταστεί άνευ σημασίας, τούτο το δικαίωμα καταφυγής κατά της διοίκησης στο Δικαστήριο και θα παραμείνει χωρίς σημασία η Ακυρωτική απόφαση που εκδίδεται με μεγάλη καθυστέρηση. Προφανής λοιπόν ο κίνδυνος να έχουμε ανατροπή της αρχής ότι τα Δικαστήρια «δεν πράττουν επί ματαίω» (βλ. Μαυρονικόλα κ.ά. ν. Φοινιώτη κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 1659).

4) Το παράδοξο είναι ότι παρά την συνταγματική αρχική επιταγή για τιμωρία απ’ ευθείας από το Ανώτατο Δικαστήριο, της πιθανής περιφρόνησης έναντι δικαστικών ακυρωτικών αποφάσεων κατά το Άρθρο 150 του Συντάγματος και ως τροποποιήθηκε με την όγδοη τροποποίηση για την πρόβλεψη ύπαρξης Νόμου περί τούτου, εξακολουθεί και πάλι να παραμένει από το 1960 χωρίς εφαρμογή μέχρι και σήμερα! Πριν και μετά την 8η τροποποίηση!

Ποίος ο λόγος; Γιατί αυτή η στάση του Ανωτάτου; Ήταν ο Θαλασσινός ή ορθότερη νομολογία κρίσης;

Πέραν από το διπλό καθήκον για κρίση της νομιμότητας μιας πράξης και της υποχρέωσης ενεργούς συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση, το ίδιο το Σύνταγμα στο Άρθρο 35 καθιέρωσε την υποχρέωση κάθε οργάνου του Κράτους να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, άρα και το δικαίωμα καταφυγής στο Δικαστήριο και βέβαια το εξ’ αυτής αποτέλεσμα της Δικαστικής απόφασης. Πρόβλεψη που τονίζει τη σημασία διαπαιδαγώγησης που έχει η κάθε ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση την τομή δικαίου που επιφέρει.

5) Η δεύτερη κύρια παρατήρηση αφορά στο ερώτημα για την αποτυχία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εφαρμόσει το Άρθρο 150 του Συντάγματος για τόσα χρόνια. Μάλιστα ενώ αυτεπάγγελτα μπορούσε να καθορίσει διαδικασία (Άρθρο 135 του Συντάγματος) για να διαπιστώνει με πλήρη εχέγγυα την προστασία άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη μη ενεργό συμμόρφωση της διοίκησης έναντι της κάθε ακυρωτικής απόφασης ώστε όντως η νομιμότητα να είναι υπεράνω όλων.

Υπήρξαν προσπάθειες με πρωτοβουλία για τιμωρία από διαδίκους που πέτυχαν ακύρωση, πλην όμως δεν έγιναν δεσμευτικά δεκτές.

Μια άποψη (Πρόεδρος – Διοίκησης τότε κ. Πική, Υπόθεση Nissiotou 1985) που δεν ήταν αποδεκτή από αριθμό άλλων Δικαστών με πρώτο τον Πρόεδρο τότε (αείμνηστο Α. Λοϊζου). Ήταν ως να αναζητούσε το Ανώτατο «δικαιολογία» γιατί ΔΕΝ εφάρμοσε το συγκεκριμένο καθήκον!

Από την απόφαση Α.Ε. 146/14 KOT v. Ελίνα Χριστοφίδου, ημερ. 12.7.2016 προκύπτει το ιστορικό περί το Άρθρο 150 και η νομολογία με τη Θαλασσινός:

«Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κλήθηκε να εξετάσει τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης της Διοίκησης με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ηγέρθηκε δε, ως κεντρικό ερώτημα, το εάν οι εφεσείοντες ήταν υπόλογοι περιφρόνησης Δικαστηρίου, με δεδομένη την άρνησή τους να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση και εάν, υπό τις συνθήκες αυτές, θα μπορούσαν να δικαστούν. Η πλειοψηφία, υφιστάμενη και διαφωνώντας με προηγούμενη νομολογία (R. v. Nissiotou (1985) 3 Α.Α.Δ. 1335 και Kyriacou v. Minister of Interior (1988) 3 Α.Α.Δ. 643). Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει συνταγματική ή νομοθετική διάταξη που να καθιστά οποιουσδήποτε λειτουργούς ή όργανα που δεν συμμορφώνονται με ακυρωτικές αποφάσεις αναθεωρητικής δικαιοδοσίας ως ένοχους του παραπτώματος της περιφρόνησης του Δικαστηρίου και υποκείμενους σε οποιαδήποτε ποινή».

Συγκεκριμένα κρίθηκε εσφαλμένα ότι οι αποφάσεις στα πλαίσια του Άρθρου 146(5) είναι δηλωτικού χαρακτήρα και όχι διαταγή. Έτσι κατέληξαν ότι δεν παρέχεται εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο απόδοσης θεραπείας στη βάση που με την υπό κρίση αίτηση και η οποία θα οδηγεί στην εξουδετέρωση του εκ του νόμου κατοχυρωμένου δικαιώματος των Εφεσειόντων για καταχώρηση έφεσης.

Ο δικαστικός λόγος της Θαλασσινού ακολουθήθηκε στη συνέχεια από την Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77 και πιο πρόσφατα από την Επαμεινώνδα (πιο κάτω αναφορά). Στην τελευταία, η Ολομέλεια – έδωσε προέκταση στα λεχθέντα ως πρόσθετη «δικαιολογία», στο καταληκτικό μέρος της Θαλασσινού, με την αναφορά ότι το μειονέκτημα της αδυναμίας εκτέλεσης των «δηλωτικών» αποφάσεων μετριάζεται από το γεγονός ότι στη σφαίρα του Δημοσίου Δικαίου, ως θέμα χρηστής διοίκησης, τα διοικητικά όργανα οφείλουν να ενεργούν υπεύθυνα και να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις αυτές, όπως έχουν καθήκον να πράξουν κάτω από την παράγραφο 5 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Μάλιστα τονίστηκε ότι:

«Αποτελεί θεμελιακή υποχρέωση του κράτους, δυνάμει του Άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, να παρέχεται αποτελεσματικό ένδικο μέσο, στην περίπτωση που τα δικαιώματα και οι ελευθερίες ενός ατόμου, με βάση τη Σύμβαση, παραβιάζονται. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών στο δικό μας δικαϊκό σύστημα, σε αντίθεση με κάποια άλλα δικαϊκά συστήματα,[4] δεν επιτρέπει όμως στο δικαστήριο, νομοθετώντας ουσιαστικά, να πληρώσει κενό δικαίου (δέστε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 648)».

Γιατί όμως αυτή η αντίληψη «νομοθετώντας ουσιαστικά» αφού ήταν πρόνοια του Συντάγματος που όφειλε να εφαρμόσει το Ανώτατο Δικαστήριο;

Το μετά την ακύρωση υπό έλεγχο στάδιο, είναι η δικαιολογημένη, ή όχι μη συμμόρφωσης. Σαφώς αποποιήθηκε εκ νέου ως έπραττε για χρόνια την εκπλήρωση του εν λόγω καθήκοντος.

Δεύτερο προφανέστατο σφάλμα έξω μάλιστα και αντίθετα στο Άρθρο 150 του Συντάγματος, που ΔΕΝ προϋποθέτει για την εφαρμογή του, είναι η ακατανόητη ανάγκη δήθεν για ύπαρξη Νόμου. Γι’ αυτό η Εκτελεστική και η Νομοθετική εξουσία υπό το βάρος της στάσης αυτής του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου εισήγαγε με την 8η τροποποίηση τη ρητή πλέον πρόβλεψη ότι:

«5Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δικαστήριο το οποίο εκδίδει απόφαση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, έχει δικαιοδοσία ως νόμος ήθελε ορίσει, να εξετάζει και να αποφασίζει κατά πόσον υπήρξε ενεργός συμμόρφωση σε απόφασή του δυνάμενο να επιβάλει κυρώσεις εναντίον μη συμμορφουμένου».

Μονοδιάστατα έκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο ότι ο πολίτης που κατέφυγε στο Δικαστήριο και πέτυχε ακύρωση έχει περιοριστεί σε θεραπείες που δικαιούται και καθορίζονται από την παράγραφο 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Θεραπείες που μορφοποιούνται στην επιδίωξη δικαστικώς αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας, προς το σκοπό επιδίκασης δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας την οποία το Δικαστήριο έχει την εξουσία να παράσχει. Όλα αυτά σε βάθος και πάλι του χρόνου. Τούτο μάλιστα και ενώ, παράλειψη συμμόρφωσης σε ακυρωτική απόφαση κατά παράβαση του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το εν λόγω Άρθρο, υποκείμενη σε αναθεώρηση και ακύρωση βάσει του Άρθρου 146.1 (Εγγλεζάκη (ανωτέρω) σελίδα 702).

6) Προφανώς το εδάφιο (6) του Άρθρου 146 αφορά το μετά την ακυρωτική απόφαση δικαίωμα για τον επιτυχόντα διάδικο, όμως για το Κράτος έχει πρόσθετη σημασία το Άρθρο 150 που δεν αφορά μόνο τον όποιον διάδικο (Αιτητή, Καθ’ ου η Αίτηση και Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο) αλλά το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον και την υπεροχή του Νόμου. Είναι σαφώς ξεχωριστό συνταγματικό καθήκον του Ανωτάτου Δικαστηρίου που όφειλε να ασκήσει χωρίς προϋποθέσεις και/ή νομοθετικές πρόνοιες μόλις διαπιστώνετο αδικαιολόγητη ΜΗ συμμόρφωση.

Σαφέστατη και συνεχής η απροθυμία για να υπάρξει στις κατάλληλες περιπτώσεις τιμωρία των ΜΗ συμμορφουμένων στο ακυρωτικό αποτέλεσμα.

7) Υπό το βάρος της σαφούς Δικαστικής κρίσης στη Θαλασσινός με την έναρξη της πρώτης τότε Βουλευτικής θητείας μου, αφού υπήρχε η απόφαση Θαλασσινός και η προηγηθείσα αυτή αδιαφορία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εφαρμόσει το ίδιο το Άρθρο 150 αυτεπάγγελτα ως είχε, υπέβαλα σχετική πρόταση Νόμου, για να μπορεί επιτέλους να εφαρμοστεί το Άρθρο 150. Η πρόταση έτυχε μελέτης στη Βουλή αλλά και επεξεργασίας από τη Νομική Υπηρεσία, σε βαθμό που τελικά υιοθετήθηκε και μετατράπηκε σε Νομοσχέδιο (Επισύναψη Α). Το παράδοξο όμως είναι ότι, ενώ είχε τύχει το Νομοσχέδιο και τελικής επεξεργασίας από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών και προωθήθηκε για την Ολομέλεια, αιφνίδια αποσύρθηκε, για τον λόγο ως φαίνεται στην επιστολή του τότε Γενικού Εισαγγελέα (Π. Κληρίδη) ημερ. 13.12.2005 (που υποβλήθηκε όταν βρισκόμαστε ομάδα Βουλευτών, σε αποστολή στο εξωτερικό):

«Έχω μελετήσει το νομοσχέδιο, όπως διαμορφώθηκε, και νομίζω ότι εγείρονται σοβαρά τόσο συνταγματικά όσο και ουσιαστικά προβλήματα. Παρόλο που στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν σε σχέση με αιτήσεις όπου αξιώνετο η τιμωρία κρατικών λειτουργών λόγω μη πλήρους και ενεργούς συμμόρφωσης με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λέχθηκε ότι τούτο μπορεί να γίνει μόνο εφόσον υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και, πιο συγκεκριμένα, νόμος που να προβλέπει τις προϋποθέσεις του αδικήματος και την ποινή, εντούτοις ουσιαστικά δεν συζητήθηκε κατά πόσο η θέσπιση ενός τέτοιου νόμου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. …..».

Η 8η τροποποίηση αδιαφόρησε και αγνόησε την πιο πάνω γνώμη.

8) Όμως το κυρίαρχο ερώτημα είναι: εχρειάζετο όντως Νόμος για να εφαρμόσει το Ανώτατο Δικαστήριο το Άρθρο 150 ως συνέπεια της μη ενεργού συμμόρφωσης σε ακυρωτική απόφαση παρά το σαφέστατο περιεχόμενο του Άρθρου 150 του Συντάγματος;

Έχω τη σαφή άποψη ότι ήταν μια επιλογή εσφαλμένη του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ΜΗ συνδυάσει ως όφειλε το Άρθρο 146(5) με το Άρθρο 150 του Συντάγματος.

Προφανώς όταν κάθε μια των τριών εξουσιών αποφεύγει να εκπληρώσει το καθήκον συμμόρφωσης και υποταγής προς ακυρωτική δικαστική απόφαση, δεν προσφέρει καλή υπηρεσία στη χρηστή διοίκηση, ούτε συμβάλλει στην επικράτηση της νομιμότητας προς επιβεβαίωση του Κράτους Δικαίου. Μάλιστα η μη συμμόρφωση στο δεδικασμένο αποτέλεσε δυστυχώς, παράδειγμα προς μίμηση, αφού επέτρεψε την ανάπτυξη μιας φιλοσοφίας εκτός νομιμότητας. Η αποφυγή ρύθμισης Νομοθετικά του θέματος μετά την Θαλασσινός, θεωρείται για τον απλό πολίτη «αποδοχή ή ανοχή» στην παραβίαση της νομιμότητας και επιβεβαίωση της πιθανότητας για διαφθορά.

Κατάσταση που και μετά την 8η τροποποίηση, η μη συμμόρφωση και/ή περιφρόνησης προς το δεδικασμένο συνεχίζει κατά τρόπο προκλητικά αλαζονικό γιατί, γνωρίζει η Διοίκηση ότι, η περιφρόνησή της προς το δεδικασμένο δεν θα της επιφέρει την όποια συνέπεια παρά την πρόβλεψη του Άρθρου 150 του Συντάγματος. Γιατί λοιπόν να συμμορφωθεί; Ατιμωρησία που εν πολλοίς εξισώνεται με στέρηση του δικαιώματος να πραγματωθεί το αποτέλεσμα της ίδιας της δίκης, ενώ παράλληλα μηδενίζει το δικαίωμα καταφυγής στη δικαιοσύνη κατά παραβίαση της αρχής του Κράτους Δικαίου.

Η Θαλασσινός εσφαλμένα εξέτασε το Άρθρο 146(5) ασύνδετα προς το Άρθρο 150! Εσφαλμένος συλλογισμός και ερμηνεία που προέκρινε ως δήθεν μόνο δηλωτική την αξία της Ακυρωτικής απόφασης κατά το Άρθρο 146(4). Μηδένισε αντισυνταγματικά το δικό του καθήκον προς προστασία του δικαιώματος επιτυχόντα επιλέγοντας αντί να εφαρμόσει το Άρθρο 150 του Συντάγματος αφού προηγουμένως καθόριζε διαδικαστικούς κανονισμούς (Άρθρο 135 του Συντάγματος), να κρίνει αναγκαία δήθεν την προγενέστερη ύπαρξη νομοθεσίας!

Δεν είναι δυνατόν ο πολίτης να «τιμωρείται», αλλά η διοίκηση ποτέ! Άλλωστε ο κίνδυνος από την περιφρονητική στάση της διοίκησης, προς τη δικαστική ακυρωτική απόφαση, συντελεί στη διαμόρφωση της πεποίθησης ότι, αντί να είναι το Δικαστήριο πραγματική καταφυγή και ύστατο μέτρο προστασίας, για κάθε αδικηθέντα από τη διοίκηση, καθίσταται με τις καθυστερήσεις που ήδη υπάρχουν στο Δικαστήριο, διακοσμητική μόνο εξουσία.

Αυτή η αυτοτελής εξουσία / καθήκον του Άρθρου 150 του Συντάγματος, αποκαλύπτει πως εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο, ότι δεν μπορεί δήθεν το ίδιο, λόγω της διάκρισης των εξουσιών να καλύψει το κατά την εσφαλμένη κρίση «συγκεκριμένο Νομοθετικό κενό». Μια απόφαση πλειοψηφίας που είναι αμφίβολης μεν νομικής αξίας με ό,τι διδάσκει και η επιστήμη και το κεκτημένο στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και ενώ μάλιστα υπάρχει το Άρθρο 150 του Συντάγματος ως καθήκον για την Εκτελεστική εξουσία, «…να επιβάλλει ποινάς ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου».

Το Άρθρο 150 παρέχει Συνταγματική εξουσία για τιμωρία ασχέτως με το εάν είναι δηλωτικής αξίας και μόνο ή όχι, η ακυρωτική απόφαση του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος.

Οι δύο δικαιοδοσίες των Άρθρων 146 και 150 ορίζουν σαφώς ότι το Ανώτατο Δικαστήριο «κέκτηται» ξεχωριστή δικαιοδοσία. Η πρώτη (Άρθρο 146) αφορά κρίση ακυρότητας πράξης μετά από διάβημα προσώπου περί το κύρος της ενώ η δεύτερη (Άρθρο 150) αφορά σε αναγκαία πρωτοβουλία αυτοσεβασμού του Δικαστηρίου, χάριν της δημόσιας τάξης και της τήρησης του Συντάγματος.

Έχω τη θέση ότι, το ζητούμενο είναι εάν ως θέμα συμμόρφωσης συνέτρεχε καθήκον του Δικαστηρίου.

Ακατανόητη η «προτίμηση» του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να υπάρξει Νόμος αντί εφαρμογής του Συντάγματος.

Πέραν των όσων αναφέρθηκαν στην απόφαση της Ολομέλειας Α.Ε. 146/14 ΚΟΤ v. Ελίνα Χριστοφίδου ημερ. 12.7.2016 έχουμε και την Α.Ε. 27/09 Επαμεινώνδας Τάκη Επαμεινώνδα και άλλοι v. Δήμος Λεμεσού, ημερ. 28.3.2016, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

«Οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας και οι θεραπείες που δικαιούταν να παρέχει, μέχρι το 2015 που η δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος εκχωρήθηκε στο νεοσυσταθέν Διοικητικό Δικαστήριο, ήταν εκείνες που καθορίζονται εξαντλητικά στο Άρθρο 146.4 του Συντάγματος.* Ενδιαφέρει εδώ ιδιαίτερα η εξουσία που διατυπώνεται στο Άρθρο 146.4(γ), «να κηρύξη την παράλειψιν εν όλω ή εν µέρει άκυρον και ό,τι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή». Ο συνταγματικός νομοθέτης, εν προκειμένω δεν χρησιμοποιεί το ρήμα «διατάσσω» αλλά «κηρύσσω», ενώ ο χρόνος των ρημάτων «έδει» και «είχεν» αναφέρονται στο παρελθόν. Γεγονός που συνηγορεί υπέρ της θέσης των καθ' ων η αίτηση ότι η εξουσία του Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και δηλωτική, και όχι ακυρωτική και διατακτική. Η φράση «ό,τι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή», αναφέρεται στην αναδρομικότητα της ακυρωτικής απόφασης και όχι στα χαρακτηριστικά της. Αν η πρόθεση του συνταγματικού νομοθέτη ήταν να παρέχεται εξουσία στο Δικαστήριο να εκδίδει αποφάσεις με χαρακτηριστικά διαταγής, θα χρησιμοποιούσε τα ανάλογα ρήματα στον ανάλογο χρόνο. Η νομολογία είναι ευθυγραμμισμένη με αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων».

Όμως προχώρησε η εν λόγω απόφαση και με τα ακόλουθα (αντιφατικά;) ως προσπάθεια μεταθέσεως ευθύνης:

«… Η αποτελεσματική προστασία ενός διάδικου, ειδικά σε διοικητικές δικαστικές διαδικασίες, και η αποκατάσταση της νομιμότητας προϋποθέτουν την υποχρέωση των διοικητικών αρχών να συμμορφωθούν με τις δικαστικές αποφάσεις. Όταν οι διοικητικές αρχές αρνούνται ή αποτυγχάνουν ή καθυστερούν να συμμορφωθούν, οι εγγυήσεις, που απολαμβάνει ο διάδικος δυνάμει του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ κατά τη δικαστική φάση της διαδικασίας στερούνται του σκοπού τους (devoid of purpose). Οι καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ εναντίον της Ελλάδας στην Hornsby και άλλες υποθέσεις που την ακολούθησαν, τελικά οδήγησαν την ελληνική πολιτεία στην αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων και την ψήφιση του εκτελεστικού του Συντάγματος Νόμου 3068/2002 αναφορικά με τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, ο οποίος καθιερώνει ένα σύστημα ελέγχου της συμμόρφωσης της Διοίκησης».

Τούτη η αναφορά προφανώς άφησε και πάλιν έξω από τους συλλογισμούς του Δικαστηρίου την ύπαρξη του Άρθρου 150 του Συντάγματος για ότι αφορά το δικό μας Σύνταγμα.

Μάλιστα προχώρησε ένα βήμα αντίθετα στη Νομολογία του ΕΔΑΔ και γενικά της ανάγκης πλήρους υπακοής και εφαρμογής του Συντάγματος αφού έκρινε:

«….. Υπεδείχθη ακόμα ότι η παράλειψη συμμόρφωσης προς ακυρωτικές αποφάσεις που εκδίδονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου αποτελεί παράβαση του Συντάγματος και όχι μη συμμόρφωση ή ανυπακοή προς απόφαση ή διαταγή του Δικαστηρίου. Με αυτό ως δεδομένο, κρίθηκε ότι οι υπό αναφορά αποφάσεις δεν έχουν από μόνες τους το χαρακτηριστικό της επιταγής ή διαταγής που φέρει ένα απαγορευτικό ή επιτακτικό Διάταγμα και, συνεπώς, δεν τίθεται θέμα περιφρόνησης του Δικαστηρίου και, κατ' ακολουθία, θέμα άρνησης του Δικαστηρίου να ακούσει τους Εφεσείοντες».

Μια απόλυτα ανεπίτρεπτη ΜΗ αναγνώριση και ΜΗ συμμόρφωση προς Συνταγματική επιταγή την οποία και αγνόησαν συστηματικά οι τρεις εξουσίες, σε βάρος των δικαιωμάτων του πολίτη που καταγγέλλουν στο Δικαστήριο. Ευθύνη σαφώς που δεν εκπλήρωσε το Ανώτατο. Ζήτησε ή επέδειξε Νομολογιακά την (Θαλασσινός) ύπαρξη Νόμου. Η 8η τροποποίηση με ευθύνη πλέον και της Βουλής εισάγει ρητά την πρόταση ως επακόλουθα της ακύρωσης απαίτηση αφού ξεχάστηκε απόλυτα το άρθρο 135 του Συντάγματος.

Η αδράνεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δημιούργησε το βάρος για ένα τέτοιο Νόμο, στην εκτελεστική εξουσία.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ

Τα όσα ήδη έχω αναφέρει αποκαλύπτουν πέραν από την ακατανόητη αδράνεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου σε σχέση με το Άρθρο 150 του Συντάγματος και την προφανή διαχρονική «προτίμηση» του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Θαλασσινός, Βύρωνας κ.λ.π.), στο να υπάρχει Νόμος, αντί της άμεσης ανάληψης από πλευράς του καθήκοντος για εφαρμογή του Άρθρου 150 του Συντάγματος.

«Προτίμηση» ακατανόητη που μάλλον συνδέθηκε με το ότι πρέπει να καθοριστεί δια νόμου που θα μπορούσε να ρυθμιστεί ως ήδη ανέφερα κατά το Σύνταγμα, εκ καθήκοντος με διαδικαστικούς κανονισμούς όπως προβλέπει το Άρθρο 135 του Συντάγματος. Προτίμηση όμως που οδήγησε για χρόνια στην ατιμωρησία(!) και μηδενισμό της σημασίας του Άρθρου 150 του Συντάγματος.

Αυτή η «προτίμηση» προς ύπαρξη Νόμου και εκεί όπου το Σύνταγμα δεν απαιτεί ύπαρξη Νόμου, προκύπτει και από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Σταματώ στο τί κρίθηκε στις Εφέσεις Διοικητικού Δικαστηρίου 77/16 και 79/16 Ευστάθιος Μιχαήλ και άλλοι) όπου λέχθηκαν μεταξύ άλλων σε σχέση με τη 17η τροποποίηση του Συντάγματος:

«Με δεδομένη τη σοβαρότητα των εγειρόμενων ζητημάτων και τις ευρύτερες επιπτώσεις που αυτά ενέχουν, επιπτώσεις άμεσα συναρτημένες με την δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, αλλά και με την εκδίκαση των υποθέσεων δευτεροβάθμιας αναθεωρητικής δικαιοδοσίας οι οποίες καταχωρίσθηκαν πριν από την 31.12.2018, δόθηκαν προς όλους τους ενδιαφερόμενους οδηγίες για καταχώριση γραπτών αγορεύσεων και αποφασίστηκε η εκδίκαση των υπό αναφορά ζητημάτων από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου».

Γιατί ο Νομοθέτης όμως καθόρισε αρμοδιότητα (μεταβατικές διατάξεις) και την επέβαλε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ώστε να έχει και δευτεροβάθμια αναθεωρητική δικαιοδοσία που είναι αποκλειστική εξουσία υπέρ του νέου Εφετείου; Παρεμβαίνει ο Νομοθέτης και διαμορφώνει εξουσία δευτερογενή και τριτογενή ταυτόχρονα στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εκεί όπου οι εξουσίες αυτές ορίστηκαν, ορθά να ασκούνται από δυο διαφορετικού Ιεραρχικού επιπέδου Δικαστήρια; Γιατί ανέχεται τούτο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο;

Μάλιστα τούτο έγινε ως διαχωριστική γραμμή δικαιοδοσίας για απόφαση κατά δύο όργανα, όλων των εκκρεμούσων Εφέσεων. Τούτο όμως με μια τυχαία ημερομηνία (31.12.2018). Υπήρχαν δεκάδες Εφέσεις και χωρίστηκαν σε καταχωρημένες πριν ή μετά την 31.12.2018 εφέσεις, αλλά με δικαίωμα να διεκδικήσουν τριτοβάθμιας κρίσης ΜΟΝΟ όσες καταχωρίστηκαν μετά την 1.12.2019! Πρόνοιες που δεν συμπίπτουν στο Σύνταγμα:

«Στο επίκεντρο βρίσκεται η προαναφερθείσα μεταβατική διάταξη του Άρθρου 23(3)(β)(i) του Νόμου. Παραθέτουμε το σύνολο του Άρθρου 23(3):

"(i) καταχωρίσθηκαν στο Δικαστήριο πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2018∙ ….."».

Ο Νομοθέτης επεμβαίνει στις αρμοδιότητες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και ενώ ήδη δημιούργησε το Εφετείο για τη δευτεροβάθμια δίκη, υποβιβάζει παράλληλα σε δευτεροβάθμιο και του αναθέτει ή του αφήνει εξουσία τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας μόνο, για εκκρεμούσες Εφέσεις που καταχωρήθηκαν μετά την 1.1.2019!!

Παρέμβαση του Νομοθέτη που ανέχθηκε αντισυνταγματικά το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.

Κρίθηκε δε ότι:

«…31.12.2018. Η διευρυμένη, για μεταβατική περίοδο, αυτή δικαιοδοσία, δεν συνιστά παρέμβαση της νομοθετικής στη δικαστική εξουσία, αλλά ούτε και υποδηλώνει «υποβάθμιση» του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου».

Ως λέχθηκε, μέσω της προαναφερθείσας μεταβατικής διάταξης, ρυθμίστηκε το ζήτημα της κατανομής των εφέσεων κατά αποφάσεων διοικητικού δικαστηρίου. Μέσα από τις πρόνοιες του ίδιου του Νόμου δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε άνιση μεταχείριση ή, γενικότερα, παραβίαση των δικαιωμάτων των προσώπων, οι εφέσεις των οποίων αφορούν στην περίοδο μέχρι και το τέλος του έτους 2018».

Γιατί όμως στερήθηκαν του δικαιώματος για τριτοβάθμια αμφισβήτηση από το σύνολο των εκκρεμούσων Εφέσεων, όσες τυχαία καταχωρήθηκαν πριν την 31.12.2018;

Γιατί λοιπόν είναι συνταγματικά επιτρεπτόν ώστε όλες οι από χρόνια εκκρεμούσες εφέσεις ΠΡΙΝ την 31.12.2018, να μην τις δικάζει το ειδικό νέο δευτεροβάθμιο Εφετείο και μάλιστα ΟΥΤΕ θα έχουν τα ίδια και όλα τα δικαιώματα για Τριτοβάθμια εξέταση; Αντίθετα θα ασκεί μέρος της «δευτεροβάθμιας» δικαιοδοσίας το ίδιο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο που έπρεπε να έχει μόνο τριτοβάθμια εξουσία και έτσι η όποια απόφαση του ως δευτεροβάθμια ορίστηκε να είναι τελεσίδικη (χωρίς δικαίωμα καταφυγής στην τριτοβάθμια διαδικασία). Αντίθετα και άνισα με όσες εφέσεις καταχωρίστηκαν μετά την 1.12.2019.

Ρύθμιση που δημιουργεί δύο αρμοδιότητες στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ο Νομοθέτης, με τρόπο που παραβιάζει και τη διάκριση των εξουσιών αλλά και την ίση μεταχείριση των εφέσεων. Ρύθμιση που είναι ακατανόητο γιατί κρίθηκε ήδη δικαστικά συνταγματική!

Αντί επιλόγου

Πρέπει επιτέλους, αυτό το καθήκον τήρησης του Άρθρου 150 του Συντάγματος να εκπληρωθεί. Άλλως θα θεωρηθεί η συνέχιση της αδράνειας αυτής, ως οριστικοποίηση και επιβράβευση μιας «ανοχής» ή «πολιτικής», με τη συνδρομή του Δικαστηρίου, για διασφάλιση της ατιμωρησίας των διοικητικών αρχών, όταν παρανομούν και δεν συμμορφώνονται με τις δικαστικές ακυρωτικές αποφάσεις. Αδράνεια που αφήνει δυνατότητα στα διοικητικά όργανα, να μην υποτάσσονται, όπως ο καθένας μας, στην υπεροχή του Νόμου και του δικαστικού δεδικασμένου. Κατάσταση που διαμορφώνει διαλυτική αντίληψη περί τη νομιμότητα και επιβεβαιώνει ότι η ανομία έχει δυνατότητες να υπερισχύσει του Νόμου

*Δικηγόρος – Πρώην Βουλευτής