Οι Θεσμοί και το Σύνταγμα

Η αχρείαστη και άκρως βλαπτική αυτή «μάχη» μεταξύ των δύο ανωτάτων Θεσμών, τόσο αναγκαίων για την ύπαρξη Κράτους Δικαίου αλλά και Κράτους που να διεκδικεί δικαίωση, έναντι της Τουρκίας, αποκαλύπτει και μια γενικότερη δικαστική ασυνέπεια ή κρίση σε επίπεδο Δικαστικής και Νομοθετικής Εξουσίας με την 8η και 17η τροποποίηση του Συντάγματος.

Η πρώτη αίτηση για απόλυση Γενικού Εισαγγελέα λόγω «ανάρμοστης συμπεριφοράς» έγινε όταν ζητήθηκε τούτο αναφορικά με τον Αλέκο Μαρκίδη από τον τότε Δικηγόρο Α. Παπασάββα (2002).

Εξετάστηκε πρωτόδικα και κατ’ έφεση ως Προσφυγή, γιατί αυτό το έντυπο (Κανονισμοί 1962) χρησιμοποίησε ο Αιτητής. Πρωτόδικα ο Δικαστής τότε Π. Καλλής έκρινε ότι δεν χρησιμοποιήθηκε «πρόσφορο δικονομικό μέσο» κατ' εφαρμογήν του οποίου θα μπορούσε να παραπεμφθεί το Αίτημα προς εκδίκαση στο ειδικά περί τούτου προβλεπόμενο αρμόδιο τότε Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Η απόρριψη της Αίτησης εφεσιβλήθηκε και το Εφετείο (πέντε Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ένας μάλιστα εξ αυτών ήταν και ο κος Καλλής) την έκρινε ως μη παραδεκτή και την απέρριψαν ομόφωνα λόγω του εντύπου που χρησιμοποιήθηκε!

Τούτο ενώ υπήρχε σαφέστατη Νομολογία (υπόθεση Αντ. Κούρρης του 1972) που καθόρισε ότι τέτοιας μορφής διαφορές δεν επιφέρουν απόρριψη της σχετικής αίτησης λόγω του εντύπου που χρησιμοποιήθηκε. Αντίθετα επιτρέπουν την αλλαγή του εντύπου ώστε να εξεταστεί το ζήτημα αφού κάθε καταφυγή στο Δικαστήριο δεν γίνεται επί ματαίω αλλά ως συνταγματικό δικαίωμα («…it was never the practice of the Supreme Constitutional Courtto allow formalities to prevent it from dealing with a case before it;»).

Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι η Αίτηση κατά του Ρίκκου Ερωτοκρίτου θεωρήθηκε ότι μπορούσε να προχωρήσει τότε έστω και χωρίς να υπάρχει Κανονιστική ρύθμιση του Δικαιώματος (σχετικό έντυπο κ.λπ.), αφού η διαδικασία προβλέπεται ρητά από το Σύνταγμα. Η έλλειψη κανονισμών δεν μπορούσε να αποστερήσει το δικαίωμα / δυνατότητα για υποβολή ενός τέτοιου Αιτήματος.

Και ενώ διαπίστωσε το Ανώτατο Δικαστήριο το κενό ύπαρξης Κανονισμών το 2003 με την εν λόγω απόφασή του, δεν προχώρησε ως όφειλε άμεσα και καθυστέρησε για άλλα 12 χρόνια για να συντάξει τέτοιους Κανονισμούς.

Προφανώς μεταξύ της τότε δικανικής συλλογιστικής και της μεταγενέστερης νομικής θεώρησης, ορθότερη είναι η δεύτερη κρίση. Εκ του αποτελέσματος, προφανώς στερήθηκε αδίκως δίκαιης δίκης ο Αιτητής στην πρώτη εκείνη διαδικασία.

Επί της ουσίας της απόφασης τερματισμού της Υπηρεσίας του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, που λήφθηκε το 2015, πρέπει εξ αρχής να σημειωθεί ότι λήφθηκε υπόψη, μεταξύ άλλων, ως σχετικό προηγούμενο, η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του 2006 για «ανάρμοστη συμπεριφορά» Δικαστή (Καμένου) κατά τους ξεχωριστούς και από το 2000 υπάρχοντες για τη διαδικασία εκείνη, Κανονισμούς Πειθαρχικής διαδικασίας κατά Δικαστών. Έγινε δε αναφορά και επίκληση στην υπόθεση του Ρίκκου Ερωτοκρίτου σε σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση.

Τελικά όμως το ΕΔΔΑ (το 2017) ανέτρεψε την απόφαση αυτή, του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου της Κύπρου, γιατί παραβιάστηκε η αρχή της δίκαιης δίκης και καταδίκασε μάλιστα με χρηματική αποζημίωση τη Δημοκρατία, με συνέπεια σήμερα ένα μέρος της απόφασης για τον Ρίκκο Ερωτοκρίτου να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νόμιμο προηγούμενο για οποιαδήποτε άλλη διαδικασία, για τερματισμό της υπηρεσίας Δικαστή ή ανεξάρτητου αξιωματούχου.

Στο ιστορικό λοιπόν τέτοιων Αιτήσεων και πριν από την υπόθεση του Ρίκκου Ερωτοκρίτου (τότε Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα) που διαφέρει από τη σημερινή «διαφορά» και ως προς τους θεσμούς στους οποίους αφορούσε αλλά και τους λόγους θεμελίωσής τους, υπήρξε η Αίτηση ενός πολίτη (Α. Τρύφωνος, ημερ. 30.1.2017) για «ανάρμοστη συμπεριφορά» του τότε Γενικού Εισαγγελέα. Τότε προέκυψε και το μεγάλο σφάλμα της Δικαιοσύνης, που εξέτασε και απέρριψε το δικαίωμα νομιμοποίησης πολίτη για να ζητήσει την παύση Γενικού Εισαγγελέα.

Τούτο γιατί κρίθηκε «ομόφωνα» ότι μόνο ο Γενικός Εισαγγελέας έχει εξουσία για να προσάγει υποθέσεις για απόλυση ανεξάρτητου αξιωματούχου ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Τότε διαφώνησε μόνο ένα μέλος του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (ο σημερινός Πρόεδρος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου) και εξέδωσε δική του διιστάμενη απόφαση, κρίνοντας ότι:

«Κατ' ακολουθία όλων των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μου, ότι η αξίωση για απόρριψη της κυρίως αίτησης λόγω έλλειψης νομιμοποίησης καταχώρησής της, δεν μπορεί να εξετασθεί και αποφασισθεί εκ προοιμίου και αποσπασματικά, στη βάση δηλαδή και μόνο της απουσίας θεσμικής ιδιότητας στο πρόσωπο του Αιτητή. Είναι η αποτίμηση από το Συμβούλιο των γεγονότων που περιβάλλουν την κυρίως αίτηση που θα οδηγούσε στην τελική κρίση περί ύπαρξης ή μη νομιμοποίησης καταχώρησής της, και υπό το πρίσμα πάντα των εξουσιών που κέκτηται το Συμβούλιο, της εμβέλειας του όρου ''ανάρμοστη συμπεριφορά'' και της ασυλίας ή της μη άσκησης δικαστικού ελέγχου για συγκεκριμένες πράξεις κάποιων αξιωματούχων.

»Στην υπό κρίση περίπτωση, φαίνεται, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, ότι τα γεγονότα που αποτυπώνονται στην κυρίως αίτηση παραπέμπουν σε άσκηση συνταγματικά κατοχυρωμένης και δικαστικά ανέλεγκτης αρμοδιότητας του Γενικού Εισαγγελέα. Στοιχείο που θα ήταν μοιραίο για την τύχη της κυρίως αίτησης. Δεδομένου όμως ότι στο παρόν στάδιο υπό εξέταση ήταν μόνο το ζήτημα της νομιμοποίησης, εκ της ιδιότητας και μόνο του Αιτητή, αποσυναρτημένο δηλαδή από το περιεχόμενο της κυρίως αίτησης, δεν θα ήταν επιτρεπτή η περαιτέρω εξέταση των γεγονότων που περιβάλλουν την κυρίως αίτηση χωρίς να ακουγόντουσαν προηγουμένως, ως θέμα αρχής, τα δύο εμπλεκόμενα μέρη».

Συνεπώς, με βάση την απόφαση αυτή, κανένας πολίτης ή άλλο σχετικό όργανο δεν μπορεί να ζητήσει την παύση του Γενικού Εισαγγελέα και τούτο σημαίνει ότι έχουμε δικαστικά ανατρέψει το ίδιο το Σύνταγμα αλλά και τη Δημοκρατία με τη δημιουργία ενός οργάνου με εξουσίες υπεράνω του Νόμου. Μια παράδοξη σύμπραξη των τριών εξουσιών που ακατανόητα έχει και επέφερε και άλλες συνέπειες στο σύστημα απονομής ορθής και πλήρους δικαιοσύνης!

*Δικηγόρος – πρώην Βουλευτής