Ιδιωτικές ποινικές αγωγές - Μάχη μέχρι τέλους για τη δικαίωση Θανάση
«Οπωσδήποτε θα προχωρήσουμε με ιδιωτικές ποινικές διώξεις, δεν θα την χαρίσουμε σε κανέναν»

Δύο νέοι ποινικοί ανακριτές, μια νέα υπόσχεση στη χαροκαμένη μάνα του Θανάση Νικολάου, η οποία εδώ και 19 χρόνια δίνει μιαν ακούραστη μάχη για να δικαιώσει το δολοφονημένο παιδί της. Μετά το πόρισμα της θανατικής ανακρίτριας, Ντόριας Βαρωσιώτου, στο οποίο επιβεβαιώνεται η εγκληματική ενέργεια, οι ποινικοί ανακριτές ξεκινούν τη διερεύνηση από διαφορετική αφετηρία. Εντούτοις, τα όρια για τις έρευνες θα καθορίσουν οι όροι εντολής που θα πάρουν, οι οποίοι μέχρι στιγμής προκαλούν ερωτηματικά. Την ίδια ώρα, η Νομική Υπηρεσία, παρά την αρνητική της στάση κατά τη διάρκεια της θανατικής ανάκρισης, δεν προτίθεται να ακυρώσει το πόρισμα. Τον ρόλο αυτό ανέλαβε ο ιατροδικαστής, Πανίκος Σταυριανός, παρά τα όσα του καταλογίζονται τόσο στο πόρισμα όσο και στην καταδικαστική απόφαση του ΕΔΑΔ. Η Αντριάνα Νικολάου πάντως διαβεβαίωσε ότι θα προχωρήσει με τις ιδιωτικές ποινικές διώξεις, εκφράζοντας την ελπίδα οι ένοχοι της δολοφονίας να κάτσουν στο σκαμνί της Δικαιοσύνης.
Η σημασία των όρων εντολής
Ένα από τα βασικότερα στοιχεία που θα επηρεάσουν τις μετέπειτα εξελίξεις στη δολοφονία του Θανάση Νικολάου είναι οι όροι εντολής που θα πάρουν οι ποινικοί ανακριτές, οι οποίοι διορίστηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο. Αν και οι όροι αυτοί θα καθοριστούν λεπτομερώς μεταγενέστερα, από τους κυβερνητικούς αξιωματούχους έχει ειπωθεί ότι «δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά να ερευνηθεί κατά πόσο έπρεπε να έχουν γίνει συγκεκριμένες ενέργειες από το 2005 μέχρι σήμερα, και οι οποίες δεν έχουν γίνει».
Ο νομικός Σίμος Αγγελίδης, μιλώντας στη «Σ», ανέφερε ότι «το ερώτημα που προκύπτει από την πιο πάνω δήλωση είναι κατά πόσον εκείνα που έχουν ερευνηθεί, αλλά έχουν ερευνηθεί πλημμελώς, θεωρείται ότι ερευνήθηκαν. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι μια ανοιχτή εντολή για να διερευνηθούν τα πάντα; Είναι πολύ διαφορετικό να λες τι έπρεπε να ερευνηθεί και δεν ερευνήθηκε και άλλο να λες πρέπει να ερευνηθούν τα πάντα από την αρχή, ανεξαρτήτως των ερευνών που προηγήθηκαν. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα».
Εξήγησε ότι ο διορισμός των ποινικών ανακριτών από το Υπουργικό προβλέπεται από το Σύνταγμα, το οποίο του δίνει τη δυνατότητα να διορίζει άτομο ή άτομα ως ποινικούς ανακριτές, ώστε να πραγματοποιήσουν ανακρίσεις που έχουν να κάνουν με συγκεκριμένο αδίκημα.
Σημειώνει, όμως, ότι «εδώ υπάρχει η ειδοποιός διαφορά, αφού προέκυψε εύρημα για εγκληματική πράξη, κάτι που δεν ίσχυε για τις δύο προηγούμενες θανατικές ανακρίσεις. Οι δυο ποινικοί ανακριτές ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία, πάνε να εξιχνιάσουν ένα έγκλημα. Προηγουμένως η διερεύνηση γινόταν για το πώς απεβίωσε αυτός ο άνθρωπος, εάν ήταν δηλαδή αυτοχειρία ή δολοφονία. Τώρα αρχίζουν τις έρευνες με δεδομένο ότι είναι δολοφονία και θα πρέπει να ανατρέξουν να δουν πώς μπορεί να υπάρχουν στοιχεία για τους ενόχους και ποιος πρέπει να διωχθεί».
Πώς θα εξελιχθούν οι έρευνες
Σε σχέση με τις έρευνες ο νομικός τονίζει ότι υπάρχουν δύο πράγματα που μπορεί να προκύψουν:
«Το πρώτο είναι να ονοματιστούν άτομα, τα οποία ευθύνονται για τις παραλείψεις, δηλαδή αυτοί που δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους, δεν ερεύνησαν σωστά, άρα προκύπτουν στρατιωτικές ή πειθαρχικές ή ποινικές ευθύνες». Ουσιαστικά πρόκειται για το διαδικαστικό κομμάτι της υπόθεσης, για το οποίο καταδικάστηκε η Κυπριακή Δημοκρατία από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, γιατί απέτυχε να προβεί στις δέουσες και απαιτούμενες και εύλογες έρευνες όταν χάθηκε μια ζωή. Το δεύτερο είναι «να βρεθεί ποιοι είναι υπαίτιοι για το έγκλημα, δηλαδή οι ένοχοι, οι συνένοχοι και οι συνεργοί, εάν ήταν ένα άτομο ή πολλά, εάν υπάρχει συγκάλυψη».
Ο Σίμος Αγγελίδης εξηγεί ότι «πρέπει να διερευνηθούν και οι δύο πτυχές. Αρχικά το ποιοι έχουν διαπράξει το αδίκημα και κατά δεύτερον οι διαδικασίες που προηγήθηκαν, εάν υπήρχε πλημμέλεια και ποιοι ευθύνονται γι’ αυτό». Επισημαίνει, δε, ότι «είναι και οι δύο πτυχές εξίσου σοβαρές. Η μια είναι πολύ σημαντική για να διορθωθούν τα κακώς έχοντα στις διαδικασίες και η δεύτερη προφανώς για να αποδοθεί ευθύνη σ’ εκείνους που έπραξαν το αδίκημα».
Προσθέτει ότι η έρευνα θα πρέπει να βασιστεί και θα πρέπει να μελετήσει τα όσα προέκυψαν από τη θανατική ανάκριση, αφού πρόκειται για νέο μαρτυρικό υλικό. «Θα πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους, για παράδειγμα, στην περίπτωση του παθολογοανατόμου, Εμμανουήλ Αγαπητού, ο οποίος εξέφρασε φόβους για τα πλακίδια το 2021 στην Ελλάδα. Θα πρέπει να τον ανακρίνουν. Αντίστοιχα θα πρέπει να ανακριθεί και η Δήμητρα Καραγιάννη, αφού, όπως απείλησαν τον Αγαπητό, θα απείλησαν και την ίδια, αν και δεν φάνηκε να άλλαξε στάση. Επίσης υπάρχουν μαρτυρίες στρατιωτών που δόθηκαν ενώπιον των διοικητών τους, ενώ κάποιοι άλλοι έδιναν μόνοι τους. Γιατί σε κάποιες περιπτώσεις δίνονταν καταθέσεις ενώπιον των αξιωματικών, ενώ άλλες φορές όχι; Οι μεν προφανώς υπήρχε φόβος ότι θα έλεγαν κάτι, οι δε ήταν οι έμπιστοι».
Κάνει πίσω η Νομική Υπηρεσία
Οι ποινικοί ανακριτές, αφού ολοκληρώσουν το πόρισμα, θα το παραδώσουν στη Νομική Υπηρεσία και τότε ο Γενικός Εισαγγελέας θα εκτιμήσει όλα τα δεδομένα που προκύπτουν από αυτό. Ο κ. Αγγελίδης εκτιμά ότι ο Γενικός Εισαγγελέας θα αναμένει να δει τα αποτελέσματα του πορίσματος πριν πράξει οτιδήποτε, καθώς γνωρίζει ότι η κοινή γνώμη θα αντιδράσει έντονα εάν προσπαθήσει να ανατρέψει την απόφαση της θανατικής ανακρίτριας.
Σε κάθε περίπτωση, παρά τη στάση που τήρησε η Νομική Υπηρεσία κατά τη διάρκεια της θανατικής ανάκρισης, δεν φαίνεται να υπάρχει προς το παρόν πρόθεση δικαστικής αμφισβήτησης της απόφασης. Σύμφωνα με πληροφορίες του ΚΥΠΕ από τη Νομική Υπηρεσία, υπάρχει συνεννόηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και έχει αποσταλεί σχετική επιστολή που εκφράζει τις θέσεις της Υπηρεσίας.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον νομικό, Ηλία Στεφάνου, υπάρχουν δύο διαδικασίες για να ασκηθεί έφεση στη θανατική ανάκριση. Μιλώντας στο Πρωτοσέλιδο, ανέφερε ότι «η μια είναι μέσω του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου εάν γίνει σχετική αίτηση για να εξετάσει το πόρισμα και τα πρακτικά. Είναι κάτι που πολύ σπάνια συμβαίνει, αλλά προβλέπεται στη νομοθεσία.
»Η δεύτερη διαδικασία δεν ονομάζεται έφεση αλλά είναι προσπάθεια ακύρωσης της απόφασης μέσω προνομιακού εντάλματος certiorari στο Ανώτατο Δικαστήριο, όταν υπάρχουν προφανή νομικά σφάλματα. Είναι κάτι ιδιαίτερο, δεν δικαιούται να καταχωρήσει τέτοια διαδικασία οποιοσδήποτε αμφισβητεί το πόρισμα. Σε αυτήν την περίπτωση, το Ανώτατο δεν εξετάζει επί της ουσίας αλλά ακυρώνει το πόρισμα του θανατικού ανακριτή εάν υπάρχουν σφάλματα. Δεν μπορεί όμως να αντικαταστήσει την απόφαση και να πει κάτι άλλο. Εάν συμβεί αυτό, τότε πάμε σε νέα θανατική ανάκριση. Έχει συμβεί και στο πρώτο θανατικό πόρισμα για τον Θανάση».
Το κεφάλαιο Σταυριανός
Ό,τι φοβήθηκε να πράξει η Νομική Υπηρεσία, το έπραξε ο ιατροδικαστής, Πανίκος Σταυριανός, ο οποίος, αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης της θανατικής ανακρίτριας, ζήτησε όπως ληφθούν άμεσα δικαστικά μέτρα για ακύρωση του πορίσματός της. «Εντός των προσεχών ημερών θα καταχωρηθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αίτηση διά έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση του πορίσματος σε σχέση με τα αιτία θανάτου του εθνοφρουρού Αθανάση Νικολάου», αναφέρει η σχετική ανακοίνωση.
Το όνομα του Πανίκου Σταυριανού μονοπώλησε με τον πλέον αρνητικό τρόπο όχι μόνο την παρούσα θανατική ανάκριση αλλά και την καταδικαστική απόφαση του ΕΔΑΔ για την υπόθεση του Θανάση Νικολάου. Η θανατική ανακρίτρια στο πόρισμά της αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «θέση του Πανίκου Σταυριανού ήταν ότι ο θάνατος (του Θανάση) οφειλόταν σε πτώση εξ ύψους και αυτοκτονία, αποκλείοντας την εγκληματική ενέργεια. Είναι αυτή ακριβώς η κατάληξη που αμφισβητήθηκε από την οικογένεια, η οποία καταχώρησε προσφυγή στο ΕΔΑΔ, η οποία προσφυγή έγινε αποδεκτή από το ΕΔΑΔ».
Η αναφορά αυτή έγινε ως μορφή κριτικής στην εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, η οποία σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, εντός και εκτός δικαστικών αιθουσών, υποστήριζε ότι η έκθεση Σταυριανού ήταν η «σωστή». Μάλιστα, κατά την έναρξη της θανατικής ανάκρισης «εμφανίστηκε στο Δικαστήριο ο ιατροδικαστής Πανίκος Σταυριανός με τον δικηγόρο του και ζήτησε να λάβει μέρος στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος. Αυτό το αίτημα υποστήριξε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία μάλιστα επιχειρηματολόγησε εκτενώς επί αυτού. Η δικηγόρος της Εισαγγελίας ανέφερε στην ίδια διαδικασία πως είχε πρόθεση να καλέσει τον Πανίκο Σταυριανό ως μάρτυρα στη διαδικασία, ανεξάρτητα από την απόφαση του Δικαστηρίου στο αίτημά του να παρουσιάζεται ως ενδιαφερόμενο μέρος».
Όταν η Νομική Υπηρεσία είδε ότι δεν μπορούσε να υποστηρίξει πλέον το σενάριο της πτώσης εξ ύψους, εισηγήθηκε για πρώτη φορά στην τελική της αγόρευση όπως το πόρισμα παραμείνει «ανοικτό», δηλαδή χωρίς να καθοριστεί η αιτία θανάτου. Το πόρισμα αναφέρει ότι, «μέχρι πρότινος, η θέση της Εισαγγελίας ήταν πως ο θάνατος του Θανάση οφειλόταν σε πτώση εξ ύψους, αυτοκτονία, «εμμένοντας δηλαδή στην ορθότητα των αρχικών ευρημάτων του Πανίκου Σταυριανού και προωθώντας τη θέση ότι ο Πανίκος Σταυριανός ήταν σε καλύτερη θέση από οποιονδήποτε άλλο να καθορίσει την αιτία θανάτου. Επαναλαμβάνω, η θέση του Πανίκου Σταυριανού ήταν ότι ο θάνατος οφειλόταν σε πτώση εξ ύψους και αυτοκτονία, αποκλείοντας την εγκληματική ενέργεια. Είναι αυτή ακριβώς η κατάληξη που αμφισβητήθηκε από την οικογένεια, η οποία καταχώρησε προσφυγή στο ΕΔΑΔ, η οποία προσφυγή έγινε αποδεκτή από το ΕΔΑΔ».
Προχωρεί με ιδιωτικές ποινικές διώξεις η οικογένεια
Η μητέρα του Θανάση, Ανδριάνα Νικολάου, μιλώντας στη «Σ», επανέλαβε ότι ο διορισμός των ποινικών ανακριτών «είναι μία τελευταία προσπάθεια για να φτάσουμε σε ένα αίσιο τέλος και να εντοπιστούν οι δολοφόνοι. Δεν γνωρίζουμε τους ποινικούς ανακριτές που έχουν διοριστεί, αλλά αναμένουμε να πράξουν όσα προβλέπεται για να βρεθούν και να κάτσουν στο σκαμνί της Δικαιοσύνης οι ένοχοι, για να δικαιωθεί το παιδί μου».
Έκανε λόγο για μια ηθική ικανοποίηση μετά το πόρισμα της θανατικής ανακρίτριας. «Οι κόποι μου δεν έχουν πάει χαμένοι, αν και η Εισαγγελία έκανε το παν για να μείνει το πόρισμα ανοιχτό, χωρίς αιτία θανάτου, γιατί έτσι τους σύμφερε. Ευτυχώς, ο Θεός έστειλε μιαν ανακρίτρια, η οποία δούλεψε ανεξάρτητα, αμερόληπτα και ανθρώπινα και είδε τα πράγματα καθαρά. Ήταν πάντοτε καθαρά τα πράγματα, αλλά δυστυχώς κάποιοι δεν ήθελαν να τα δουν. Το σώμα του Θανάση μιλούσε από μόνο του από την ώρα που βρέθηκε στη σκηνή εκεί στο γεφύρι. Δεν ήθελαν να το δουν και τον άφησαν μέσα στο στίγμα της αυτοχειρίας και εγώ έκανα το παν για 19 χρόνια, ώστε να αποδείξω το αυτονόητο».
Επιβεβαίωσε, μάλιστα, στη «Σ» ότι θα προχωρήσει με τις ιδιωτικές ποινικές διώξεις. «Οπωσδήποτε θα προχωρήσουμε, δεν θα την χαρίσουμε σε κανέναν. Θα αρχίσουμε με αυτούς που είμαστε σίγουροι. Αυτό αναμένεται να γίνει το επόμενο διάστημα».
Τέλος, αναφέρθηκε σε επικοινωνία που είχε με τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη, ο οποίος την ενημέρωσε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο θα διόριζε ποινικούς ανακριτές για να διερευνήσουν την υπόθεση.