Επιχειρείν

Η ενεργειακή προοπτική της Κύπρου και οι προκλήσεις της πράσινης μετάβασης

Η επιτυχής ενεργειακή μετάβαση της Κύπρου χρειάζεται προγραμματισμό, συντονισμό, σχεδιασμό και σωστή διαχείριση των κρατικών πόρων και ευρωπαϊκών προγραμμάτων.

Οι δράσεις για την ενεργειακή μετάβαση, την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και μεταρρύθμιση σε πράσινες πολιτικές παραμένουν στο επίκεντρο των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων πολλών χωρών ανά το παγκόσμιο. Με τελευταία ορόσημα το COP28 («United Nations Climate Change Conference») και την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, που έχουν ως στόχο τον τριπλασιασμό της παγκόσμιας ικανότητας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030, πλέον η ενεργειακή πολιτική βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή. Το στοίχημα δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο για την Ευρώπη, που έχει ως επιπλέον στόχο να καταστεί κλιματικά ουδέτερη έως το 2050.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δεσμευτεί για την κινητοποίηση τουλάχιστον €1,0 τρις σε βιώσιμες επενδύσεις κατά την επόμενη δεκαετία ενώ, στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η Κύπρος αναμένεται να διαθέσει πέραν των €500 εκ. προς τη συνολική συμβολή του σχεδίου στους κλιματικούς στόχους. Με την αυξανόμενη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, τη ραγδαία αύξηση στο κόστος των καυσίμων και των δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, η ανάγκη για ενεργειακή αυτονομία και ευελιξία της Κύπρου καθώς και η μετάβαση σε πιο βιώσιμες μορφές ενέργειας γίνεται όλο και πιο επιτακτική.

Βάσει πρόσφατων δηλώσεων του Υπουργού Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, κ. Γιώργου Παπαναστασίου, βασικός στόχος για την επίτευξη των πιο πάνω είναι η αξιοποίηση του φυσικού πλούτου της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) πρωτίστως για κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του νησιού και σαν επόμενο στάδιο την εξαγωγή του, λαμβάνοντας υπόψη το ενεργειακό δυναμικό που υπάρχει στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, το ενεργειακό τοπίο της Κύπρου παραμένει πολύ ρευστό και το εγχείρημα του κράτους προς ενεργειακή αυτονομία και ευελιξία συνεπάγεται δαπανηρές και χρονοβόρες προκλήσεις. Η πρώτη πρόκληση αφορά την ανάγκη για ανάπτυξη υποδομών για την εγκατάσταση τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας, αφού οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), όπως η αιολική και η ηλιακή, είναι μεταβλητές και εξαρτώμενες από τις καιρικές συνθήκες.

Για τον πιο πάνω λόγο, η αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ συνεπάγεται και την ανάγκη ανάπτυξης ευέλικτων μονάδων φυσικού αερίου, μπαταριών ή κάποιας άλλης μορφής αποθήκευσης ηλεκτρισμού. Τέτοιες αναπτύξεις ενδέχεται να καλύψουν τη ζήτηση ηλεκτρισμού σε περίπτωση που η παραγωγή των ΑΠΕ μειωθεί σε σημείο που δεν μπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες των καταναλωτών. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να εξασφαλιστεί η ευελιξία του ηλεκτρικού συστήματος διασφαλίζοντας την (α) διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο της Κύπρου, (β) την επάρκεια ανανεώσιμης παραγωγής ηλεκτρισμού και (γ) την αδιάλειπτη παροχή ηλεκτρισμού στον τελικό καταναλωτή.

Η δεύτερη πρόκληση προς την ενεργειακή ανάπτυξη του νησιού αφορά επενδύσεις για τη χρήση αειφόρων τεχνολογιών και ψηφιοποιημένων ενεργειακών συστημάτων, που μπορούν να συμβάλουν στην ασφάλεια και αξιοπιστία του συστήματος ισχύος της Κύπρου. Αυτό συνεπάγεται την ικανότητα του συστήματος να παραμένει συνεχώς λειτουργικό και πρέπει να αφορά όλη την «αλυσίδα εφοδιασμού», από την παραγωγή μέχρι και την κατανάλωση ενέργειας. Ο στόχος τέτοιων αναπτύξεων θα πρέπει να γίνεται με βλέψη την διασφάλιση της αξιοπιστίας του ενεργειακού δυναμικού της Κύπρου και τη μεταμόρφωσή του σε ένα έξυπνο και ψηφιοποιημένο, ευέλικτο και ανθεκτικό ενεργειακό σύστημα.

Μπορεί τα πιο πάνω να μοιάζουν σαν ένα φιλόδοξο εγχείρημα. Ωστόσο, η επίλυση των πιο πάνω προκλήσεων, με τη συνεργασία όλων των συμβαλλόμενων μερών, ενδέχεται να δώσει την ευκαιρία στον κυπριακό τομέα ηλεκτρισμού να καταστεί μια αξιόπιστη, ευέλικτη και σύγχρονη αγορά. Εν τέλει, το νησί θα μπορεί να μετατραπεί από εισαγωγέας καυσίμων σε ανταγωνιστικό εξαγωγέα αειφόρου ενέργειας τόσο από και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και της ευρύτερης περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Φυσικά, και όπως ανέφερε ορθά ο κ. Παπαναστασίου, διασφαλίζοντας πρωτίστως τις εγχώριες ανάγκες του νησιού και αξιοποιώντας τον φυσικό πλούτο της ΑΟΖ.

Η επιτυχής ενεργειακή μετάβαση της Κύπρου χρειάζεται προγραμματισμό, συντονισμό, σχεδιασμό και σωστή διαχείριση των κρατικών πόρων και ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Απαιτεί την εμπλοκή των αρμόδιων Αρχών και έμπειρων ομάδων εξειδικευμένων συμβούλων, που έχουν την ικανότητα να κατανοήσουν πλήρως τις απαιτήσεις μιας επένδυσης αξιολογώντας ένα εύρος νομικών, εμπορικών, χρηματοοικονομικών και τεχνικών θεμάτων. Τα διάφορα θέματα και πολιτικές θα πρέπει να μελετώνται απ’ όλα τα εμπλεκόμενα μέρη δυναμικά και μακροπρόθεσμα, και όχι στατικά και βραχυπρόθεσμα. Οποιεσδήποτε αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον Κύπριο πολίτη και τις επιχειρήσεις, που μέχρι σήμερα καλούνται να καλύψουν το επιπλέον ενεργειακό κόστος. Επίσης εξίσου σημαντική είναι η εξέταση των έμμεσων ή/και άμεσων επιπτώσεων οποιωνδήποτε δυνητικών μεταρρυθμίσεων σε όλους τους πυλώνες της οικονομίας όπως οι τομείς των μεταφορών, της ναυτιλίας και ο κατασκευαστικός τομέας.

Τελικός στόχος θα πρέπει να είναι η μετάβαση της Κύπρου σε κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050. Η ορθολογιστική επένδυση σε πράσινη τεχνολογία και σε πολιτικές ενεργειακής αποδοτικότητας έχει τη δυνατότητα να άρει την ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου και συνάμα να οδηγήσει στην ενεργειακή αυτονομία, ανταγωνιστικότητα και ευελιξία του ενεργειακού συστήματος. Τέτοιος στόχος απαιτεί αποφάσεις, εκ φύσεως υψηλού ρίσκου, από τους αρμόδιους φορείς και επιχειρήσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας και για το καλό των επόμενων γενιών, που επηρεάζονται κάθε μέρα και περισσότερο από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

*Senior Manager, Deal Advisory, KPMG Κύπρου

**Senior Team Member, Deal Advisory, KPMG Κύπρου