Ανάγκη άμεσης και σε βάθος μελέτης της αναθεώρησης που έγινε στην απονομή της Δικαιοσύνης

Το πρόβλημα των καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση και της διαδικασίας Έφεσης σε δικαστική διαφορά ήταν για χρόνια γνωστό, με συστηματικές υποδείξεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να λυθεί.

Γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, και η σχετική συνταγματική μεταρρύθμιση με την 8η τροποποίηση (2015) που εισήγαγε το Διοικητικό Δικαστήριο ως Πρωτοβάθμιο Διοικητικό Δικαστήριο και η 17η που διαμόρφωσε για πρώτη φορά την τριτοβάθμια δικαστική δικαιοδοσία: χωρίζοντας τα Ανώτατα Δικαστήρια σε δευτεροβάθμιο τριμελές Εφετείο και σε δύο Ανώτατα Δικαστήρια: το Ανώτατο Συνταγματικό με εννέα Δικαστές και το Ανώτατο με επτά Δικαστές.

Αφού λοιπόν συμπληρώθηκαν οι αντίστοιχες θέσεις στη δικαστική Ιεραρχία, ο Νομοθέτης (προφανώς), έχοντας υπόψη τις απόψεις της Εκτελεστικής Εξουσίας, αλλά και του Δικαστηρίου, καθόρισε το πώς θα εξεταστούν - θεωρώ, ως η υπόγεια επιθυμία ή επιλογή του Δικαστηρίου - οι εκκρεμούσες από χρόνια εφέσεις και Αναθεωρητικές Εφέσεις.

Μεταξύ άλλων, ο Νομοθέτης διαχωρίζει τις δεκάδες Εφέσεις που καταχωρήθηκαν πριν και μετά την τυχαία ημερομηνία 31.12.2018! Τούτο, αντίθετα προς το Σύνταγμα, που δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Όμως, ο Νομοθέτης κατέδειξε ότι αδιαφορεί ή και αποδέχεται να έχει αρμοδιότητα (μεταβατικές διατάξεις) και την επέβαλε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ώστε να έχει το Δικαστήριο και δευτεροβάθμια αναθεωρητική δικαιοδοσία (που είναι ΟΜΩΣ αποκλειστική εξουσία υπέρ του νέου Εφετείου); Παρεμβαίνει ο Νομοθέτης και διαμόρφωσε εξουσία δευτερογενή και τριτογενή ταυτόχρονα στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, εκεί όπου οι εξουσίες αυτές ορίστηκαν, ορθά, να ασκούνται από δύο διαφορετικού ιεραρχικού επιπέδου Δικαστήρια!

Μάλιστα, τούτο έγινε ως «διαχωριστική» γραμμή δικαιοδοσίας με βάση μια τυχαία ημερομηνία (31.12.2018) για τις Αναθεωρητικές Εφέσεις και άλλη τυχαία ημερομηνία για πολιτικές Εφέσεις. ΟΜΩΣ, υπάρχουν δεκάδες καθυστερημένες Εφέσεις καταχωρημένες πριν ή μετά τις αντίστοιχες ημερομηνίες διαχωρισμού, οπότε και το απλό ερώτημα, γιατί, ο Νόμος, με βάση ποία αρχή Ισότητας, ή, δικαίως, πρόβλεψε να έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν τριτοβάθμια κρίση, ΜΟΝΟΝ όσες Εφέσεις καταχωρίστηκαν μετά την 1.12.2018! Πρόνοιες προκλητικής αντισυνταγματικότητας με μορφή ανισότητας, προχειρότητας, άνευ αιτιολογίας και χωρίς να ακουστεί ο διάδικος.

Σαφέστατα με τον τρόπο αυτό ο Νομοθέτης επεμβαίνει στις αρμοδιότητες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου που τώρα δημιούργησε με Νόμο και, όμως, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν ζήτησε από τον Πρόεδρο του Κράτους να εξεταστεί η συνταγματική αυτή τροποποίηση και, ακόμη, με μιαν αναφορά, που κρίθηκε ότι, μέσω της προαναφερθείσας μεταβατικής διάταξης, ρυθμίστηκε το ζήτημα της κατανομής των εφέσεων, χωρίς τις πρόνοιες του ίδιου του Νόμου, να εντοπίζεται από την πλήρη Ολομέλεια του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, οποιαδήποτε άνιση μεταχείριση ή, γενικότερα, παραβίαση των δικαιωμάτων των προσώπων, οι εφέσεις των οποίων αφορούν στην περίοδο μέχρι και το τέλος του έτους 2018.

Αφού καθιερώθηκε η δυνατότητα τριτοβάθμιας κρίσης μιας διαφοράς, γιατί στερήθηκαν του δικαιώματος αυτού το σύνολο των εκκρεμουσών Εφέσεων, όσες τυχαία καταχωρήθηκαν πριν από τις δύο αυτές (διαφορετικές μάλιστα) ημερομηνίες; Είναι δυνατό να είναι τούτο επιτρεπτό κατά την αρχή της ισότητας (Άρθρο 28 και 35 του Συντάγματος και του οφειλόμενου σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων του Άρθρου 35 του Συντάγματος); Ιδιαίτερα, όταν, με τις αποφάσεις αυτές, που στερήθηκαν επιλεκτικά αυτό το ίσο δικαίωμα για τριτοβάθμια κρίση όλων των εκκρεμουσών Εφέσεων διάδικοι, θα μπορούσαν να καταφύγουν για άρση της πολλαπλής μορφής ανισότητας, όμως, αντί τούτου, απλώς εισάγονται λύσεις (μπαλωματικές), χωρίς καθιέρωση μιας ευρύτερης και απλοποιημένης διαδικασίας, που δεν θα συσσώρευε νέα πρόσθετη αδικία από τις καθυστερήσεις και τα νέα προβλήματα!

*Δικηγόρος – Πρώην Βουλευτής