Η Πόλις εάλω: Οι τελευταίες στιγμές της Βασιλεύουσας
Η έναρξη της πολιορκίας, οι πολύνεκρες μάχες έξω και μέσα από τα τείχη, η περήφανη απάντηση του Παλαιολόγου στον Μωάμεθ, η Άλωση, οι σφαγές, οι βανδαλισμοί και οι λεηλασίες των Τούρκων, που την ακολούθησαν

Στο προηγούμενο σημείωμα είδαμε την κατάληψη της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204, την ανακατάληψή της από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο και την απέλπιδα προσπάθεια του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να αμυνθεί με τους λιγοστούς στρατιώτες του στα αναρίθμητα στίφη του Μωάμεθ, που πολιορκούσαν επί 50 ημέρες τη Βασιλεύουσα. Σήμερα θα δούμε την έναρξη της πολιορκίας, τις πολύνεκρες μάχες έξω και μέσα από τα τείχη, την περήφανη απάντηση του Παλαιολόγου στον Μωάμεθ, την Άλωση, τις σφαγές, τους βανδαλισμούς και τις λεηλασίες των Τούρκων, που την ακολούθησαν.
Τέλη Μαρτίου, αρχές Απριλίου ξεκίνησε η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, που κράτησε μέχρι τις 29 Μαΐου 1453. Την αποφράδα μέρα που έπαψε να υπάρχει η ένδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία άνω των 1.200 και περισσότερων χρόνων εξέπεμπε τα φώτα του πολιτισμού σ’ Ανατολή και Δύση. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’, γιος Ελληνίδας χριστιανής, έστησε τη σκηνή του στα δεξιά της Πύλης του Αγίου Ρωμανού, εκεί που επέπρωτο να πέσει πολεμώντας, σαν απλός στρατιώτης, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στις 29 Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη. Ήταν απέναντι από το μεγάλο κανόνι, τη «Λουμπάρδα», που είχε κατασκευάσει ο Ούγγρος μηχανικός Ούρμπαν (Ουβρανός). Άλλα 74 είχαν στηθεί γύρω από τα τείχη. Στις 12 Απριλίου ο τουρκικός στόλος μπήκε στον Βόσπορο και άρχισε τη δράση του το τουρκικό πυροβολικό με ομοβροντίες εναντίον των τειχών.
Ακριβώς απέναντι από τον Μωάμεθ παρατάχθηκε ο αρχηγός των υπερασπιστών της Βασιλεύουσας, Ιουστινιάνης, με 3.000 άντρες και δίπλα του έστησε το στρατηγείο του ο Αυτοκράτορας. Η αναμέτρηση ήταν άνιση. Οι τεράστιες λίθινες σφαίρες του πολυάριθμου τουρκικού πυροβολικού διέσχιζαν τον αέρα πριν πέσουν και διαλύσουν τα τείχη. Οι Βυζαντινοί με απαράμιλλο σθένος κρατούσαν την άμυνα. Συνεργεία, συνεπικουρούμενα από άμαχο πληθυσμό, εργάζονταν αδιάκοπα για την επισκευή των ζημιών. Όμως, παρά την ηρωική τους προσπάθεια, ήταν αδύνατο να αποτραπεί η καταστροφή των τειχών.

Το πρώτο ρήγμα στα τείχη
Στις 18 Απριλίου, τμήμα του εξωτερικού τείχους και δυο πύργοι του εσωτερικού κατέρρευσαν. Ο Μωάμεθ, νομίζοντας ότι ήταν εύκολη η άλωση, διέταξε επίθεση, αλλά οι Τούρκοι υποχώρησαν με μεγάλες απώλειες. Ο Σουλτάνος δεν περίμενε τέτοιαν αντίσταση από τους υπερασπιστές της Πόλης, η οποία, στο μεταξύ, παρά τον κλοιό του τουρκικού στόλου, ενισχύθηκε σε άντρες και τρόφιμα. Στις 20 Απριλίου πλησίασαν στην Προποντίδα τρεις γενουάτικες γαλέρες μισθωμένες από τον Πάπα, γεμάτες όπλα και πολεμοφόδια. Επίσης, ένα αυτοκρατορικό πλοίο, με κυβερνήτη τον γενναίο Φλαντανελά, φορτωμένο με σιτάρι από τη Σικελία, έφτασε στην Πόλη, σπάζοντας τον κλοιό του τουρκικού στόλου.
Φανερά εξαγριωμένος ο Μωάμεθ διέταξε απόπλουν του στόλου του, για να αιχμαλωτίσει ή να καταστρέψει τα 4 πλοία. Η τύχη σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν με τους Τούρκους. Αρχικά ο άνεμος ήταν αντίθετος με την πορεία του, αλλά ήταν τόσο συντριπτική η υπεροχή του, που φάνταζε σχεδόν σίγουρη η επιτυχία του. Επιπλέον, άρχισε να πνέει νότια αύρα, που έφερνε όλο και πιο κοντά στην Πόλη τα τέσσερα πλοία. Ένας άνισος αγώνας των τεσσάρων πλοίων με τις δεκάδες των τουρκικών είχε αρχίσει. Οι υπερασπιστές της Πόλης βγήκαν στα τείχη και παρακολουθούσαν με αγωνία. Το ίδιο έκανε και ο Μωάμεθ από την άλλη μεριά. Ξαφνικά ο άνεμος σταμάτησε και τα τουρκικά πλοία περικύκλωσαν τα 4, ζητώντας από τα πληρώματά τους να κατεβάσουν τα ιστία και να παραδοθούν. Ο γενναίος Φλαντανελάς απάντησε με βρισιές και κατάρες στους Τούρκους. Στα μεταξύ, τα 4 πλοία είχαν κολλήσει το ένα πάνω στο άλλο και άρχισε μια άγρια πεζομαχία των λίγων εναντίον των πολλών.
Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που είχε ζήσει τα γεγονότα, γράφει: «Και πρώτα μεν με μεγάλους αμφορείς, γεμάτους νερό, κρεμασμένους με σκοινιά, έσβηναν τις πυρκαγιές, αλλά σκότωναν και πολλούς, που βρίσκονταν στο διάβα τους. Την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι έριχναν ακόντια, δόρατα και ξυστά σε αυτούς που έκαναν επίθεση και τους φόνευαν, ενώ άλλοι εκτόξευαν λίθους, άλλοι έκοβαν με μπαλτάδες τα χέρια αυτών που προσπαθούσαν να μπουν στα πλοία ή με ρόπαλα συνέθλιβαν τα κεφάλια των Τούρκων…». Η πεζομαχία συνεχίστηκε για πολλές ώρες, με μεγάλες απώλειες για τους εχθρούς και σχετικά μικρές για τους Έλληνες. Σύμφωνα με τους ιστορικούς της εποχής, ο Μωάμεθ ήταν τόσο εξοργισμένος με τα πληρώματά του, ώστε έφτασε στο σημείο να μπει έφιππος στη θάλασσα, για να τους εμφυσήσει επιθετικό πνεύμα. Μάταια, όμως, γιατί τα τέσσερα πλοία, εκμεταλλευόμενα τον ούριο άνεμο που άρχισε να πνέει, καθώς και τον αντιπερισπασμό, που δημιούργησαν τα τρία από τα τέσσερα πλοία, που βγήκαν από τον Κεράτιο, κατόρθωσαν να μπουν στο λιμάνι της Πόλης. Το γεγονός εξαγρίωσε τον Σουλτάνο και, σε μια ενέργεια αλλοφροσύνης, όχι μόνο καθαίρεσε τον ναύαρχό του, αλλά τον τιμώρησε και με 100 ραβδισμούς, κατεξευτελίζοντάς τον.
Ο ίδιος ο Μωάμεθ δεν υστέρησε σε λανθασμένους χειρισμούς. Πάντοτε, όμως, επέβαλλε τη δική του απόφαση, αδιαφορώντας για τις απώλειες των στρατευμάτων του. Η Άλωση της Πόλης των Κωνσταντίνων, ήταν ο μοναδικός διακαής του πόθος και ήθελε να τον εκπληρώσει, θυσιάζοντας τα πάντα γι’ αυτόν. Μετά το ρεζίλεμά του στον Βόσπορο αποφάσισε να μεταφέρει στον Κεράτιο αρκετά πλοία, για ν’ αχρηστέψει την αλυσίδα που έφραζε τον κόλπο, περικλείοντας έτσι την Πόλη απ’ όλες τις πλευρές. Το εγχείρημα ήταν αρκετά δύσκολο, αλλά ο Σουλτάνος δεν υπολόγιζε ούτε ανθρώπινο δυναμικό ούτε υλικά. Θυσίασε τα πάντα για τον σκοπό του. Κατασκεύασε δίολκο από σανίδες αλειμμένες με λίπος και τη νύχτα της 22ας Απριλίου τράβηξε τα πλοία στην ξηρά με τροχαλίες. Η πολιορκία ήταν πια πιο στενή.
Ο Σουλτάνος, για να καταπονέσει τους υπερασπιστές της Πόλης, διέταξε γενική επίθεση των άτακτων βασιβουζούκων, αλλά κι αυτή η επίθεση απέτυχε, με μεγάλες απώλειες του εχθρού. Και βλέποντας τις αποτυχίες του τη μια μετά την άλλη, σκέφτηκε να διακόψει την πολιορκία. Καλεί σύσκεψη των ανώτατων στενών συμβούλων και των στρατηγών του, για να πάρει μια τελική απόφαση. Ο μεγάλος βεζύρης, αρκετοί άλλοι σύμβουλοι και στρατηγοί τάσσονται υπέρ της λύσης της πολιορκίας. Ο σκληρός και μισέλληνας στρατηγός του Ζαγανός υποστηρίζει με σθένος τη συνέχιση της πολιορκίας. Και διαβεβαιώνει τον Μωάμεθ ότι σύντομα η Πόλη θα πέσει στα χέρια του. Τελικά τον πείθει, κι ο Μωάμεθ αποφασίζει να συνεχιστεί η πολιορκία.
Προτού διατάξει γενική επίθεση στέλνει στον Αυτοκράτορα με απεσταλμένους μήνυμα και τον καλεί να του παραδώσει την Πόλη. Ο Παλαιολόγος επαναλαμβάνει την απάντηση του Λεωνίδα στους Πέρσες, με δικά του λόγια: «Την πόλιν ού σοι δίδομεν. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα της ζωής ημών». Δηλαδή: «Δεν σου δίνουμε την πόλη. Διότι κοινή είναι η γνώμη να αποθάνωμεν όλοι αυτοπροαίρετα και δεν λογαριάζουμε τη ζωή μας». Ξένοι ιστορικοί και πολιτικοί επιστήμονες θα πουν με θαυμασμό για τον Παλαιολόγο: «Η γενναιότητα και το ήθος του σπανίως συναντώνται στην Παγκόσμια Ιστορία». Προτού πέσει πολεμώντας, ο Αυτοκράτορας πήγε στη Αγιά Σοφιά, κοινώνησε, ζήτησε συγχώρεση από τον λαό, γύρισε καλπάζοντας στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου διεξάγονταν μάχες στήθος με στήθος, και έπεσε πολεμώντας σαν απλός στρατιώτης.
Η περήφανη απάντηση του Αυτοκράτορα σκύλιασε τον Σουλτάνο. Και λυσσομανώντας περιέρχεται ακολουθούμενος από σαλπιγκτές και ντελάληδες τα στρατόπεδα των πολιορκητών, τους οποίους φανατίζει και υπόσχεται μοιρασμό της λείας των λαφύρων μετά την Άλωση. Η αρχή του τέλους της Βασιλεύουσας προδιαγράφεται. Οι Τούρκοι εξαπολύουν επιθέσεις σε όλα τα μέτωπα γύρω από την Πόλη. Οι αμυνόμενοι ανθίστανται. Διεξάγονται σκληρές μάχες σώμα με σώμα. Τα μέσα και τα εξωτερικά τείχη γεμίζουν πτώματα και πληγωμένους. Ο Σουλτάνος ήταν θυμωμένος για την αποτυχία των στρατιωτών του.

Η Αρχή του τέλους της Βασιλεύουσας
Πίσω, μέσα στην Πόλη σήμαιναν οι καμπάνες κι ένας μεγάλος ψίθυρος προσευχών ανέβαινε στον ουρανό. Στη γωνιά του τείχους των Βλαχερνών, ακριβώς πριν ενωθεί με το Θεοδοσιανό τείχος, υπήρχε μισογκρεμισμένη από έναν πύργο, μια μικρή πύλη εξόδου, γνωστή ως Κερκόπορτα, πολλά χρόνια πριν, αλλά οι γέροι την θυμόντουσαν. Λίγο πριν αρχίσει η πολιορκία την είχαν ανοίξει, για να επιτρέπει εξόδους εναντίον του εχθρού. Τώρα κάποιος επιστρέφοντας από την έξοδο ξέχασε να την αμπαρώσει. Μερικοί Τούρκοι παρατήρησαν το άνοιγμα και πέρασαν. Ήταν ακριβώς πριν από την ανατολή που ακούστηκε ένας πυροβολισμός από μικρή απόσταση. Βρήκε τον Ιουστινιάνη και τρύπησε τον θώρακά του. Χάνοντας αρκετό αίμα, παρακάλεσε τους άντρες να τον απομακρύνουν από το πεδίο της μάχης. Ένας από αυτούς πήγε στον αυτοκράτορα που πολεμούσε εκεί κοντά, για να του ζητήσει το κλειδί της μικρής πύλης που οδηγούσε μέσα από το εσωτερικό τείχος. Ο Κωνσταντίνος έσπευσε αμέσως και παρακάλεσε τον Ιουστινιάνη να μη φύγει, αλλ’ αυτός επέμενε. Η πύλη άνοιξε και οι σωματοφύλακές του αντιλήφθηκαν την αναχώρησή του. Μερικοί υπέθεσαν ότι μετέβη σε άλλο μέρος για να συνεχίσει τη μάχη. Κάποιος φώναξε τρομαγμένος ότι οι Τούρκοι είχαν μπει μέσα στο τείχος. Και προτού κλείσει η πύλη, οι Γενουάτες εγκατέλειψαν τη μάχη και πέρασαν όλοι από αυτήν. Ο Αυτοκράτορας και οι λίγοι Έλληνες του πολεμούσαν εκεί αφέθηκαν μόνοι στο πεδίο της μάχης.
Το τέλος της Βασιλεύουσας πλησίασε. Απέμεινε μια μικρή εστία αντίστασης. Κρητικοί ναύτες, κρατούσαν ακόμη στην είσοδο του Κεράτιου και οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να τους εκτοπίσουν. Νωρίς το απόγευμα, όμως, βλέποντας ότι είχαν απομονωθεί τελείως, παραδόθηκαν, υπό τον όρο να μη θιγούν η ζωή και τα υπάρχοντά τους. Οι Τούρκοι, που τους είχαν θαυμάσει για την αντρεία τους, τους άφησαν να αποπλεύσουν για την Κρήτη. Ο Σουλτάνος έπαιρνε μηνύματα απ' όλα τα πεδία των μαχών, ότι η Πόλη σε λίγο θα ήταν στα χέρια του και πετούσε από τη χαρά του. Περίμενε όμως να μπει στην Πόλη το απόγευμα, όταν θα λιγόστευαν οι σφαγές και οι λεηλασίες των στρατιωτών του. Τώρα ήθελε να μάθει για την τύχη του Αυτοκράτορα, που θαύμαζε τη στάση του απέναντί του. Ποτέ, όμως, δεν έγινε γνωστή. Συγγραφείς που ήταν παρόντες στην Άλωση είπαν διαφορετικές ιστορίες. Ο αυτόπτης Βάρβαρος είπε ότι κάποιοι ισχυρίστηκαν πως είδαν τη σορό του Αυτοκράτορα ανάμεσα σε σωρό πτωμάτων, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι δεν βρέθηκε ποτέ. Ο αφοσιωμένος φίλος του Φραντζής, παρά τις προσπάθειες, είπε ότι ο Σουλτάνος έστειλε να ψάξουν για το σώμα του, αλλά τίποτα δεν βρήκαν. Ένας αριθμός πτωμάτων και κεφαλιών πλύθηκαν με την ελπίδα να τον αναγνωρίσουν. Τίποτα, όμως.
Έτσι το σεπτό σώμα του Κωνσταντίνου δεν βρέθηκε ποτέ. Κι ο ίδιος πέταξε στη σφαίρα του θρύλου. Έγινε ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς των Ελλήνων. Και περιμένει την άγια στιγμή, την τρισευλογημένη, που θα ξαναζωντανέψει με θέλημα Κυρίου, για να διώξει τους αλλόθρησκους Τούρκους από την Πόλη του. Έχουν περάσει από τότε 571 χρόνια και η Βασιλεύουσα στενάζει ακόμη.