Αναλύσεις

Η Άλωση της Πόλης από τους Τούρκους

Οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τη Βασιλίδα το 1204, την ανακατέλαβε ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος και το 1953 έπεσε στα χέρια των Τούρκων, μετά από πολιορκία 50 ημερών, όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας

Αποφράδα για τον απανταχού Ελληνισμό η 29η Μαΐου. Αυτή τη μέρα, το 1453, αλώθηκε από τους οθωμανούς Τούρκους η Βασιλίδα των Πόλεων, η Κορώνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Πόλη των Κωνσταντίνων. Θρήνησαν οι Έλληνες το πάρσιμο της Πόλης με μοιρολόγια, που και σήμερα βγαίνουν από τα χείλη των απανταχού Ελλήνων, ελεύθερων και αλύτρωτων ακόμη: «Πήραν την Πόλιν πήραν την, πήραν τη Σαλονίκη, πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες…». Τόσο μεγάλη ήταν η συμφορά, που ακόμα και «η Δέσποινα ταράχτηκε κι εκλάψαν οι εικόνες…».

Της Άλωσης του 1453 από τους μωαμεθανούς Τούρκους είχε προηγηθεί η κατάληψή της από τους χριστιανούς Σταυροφόρους. Το 1404 η Πόλη είχε αλωθεί και από τη χριστιανική Ευρώπη. Και, μάλιστα, με τις ευλογίες και τη χρηματοδότηση του Πάπα Ιννοκέντιου και με αρχηγό της Δ’ Σταυροφορίας τον Ιταλό Βονιφάντιο Μομφεράτο. Ο Δόγης της Βενετίας Δάνδολος μετέφερε με τα πλοία της Γαληνότατης 40 χιλιάδες πολεμιστές, πλιατσικολόγους και τους παρέταξε μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Η πολιορκία είχε αρχίσει. Οι Σταυροφόροι, αντί να μεταβούν στους Αγίους Τόπους για να τους απελευθερώσουν, όπως ήταν ο προορισμός τους, έβαλαν στόχο τη χριστιανική Κωνσταντινούπολη, που τόσο είχε συμβάλει στον εκπολιτισμό τους.

Κάστρο Ρούμελι Χισάρ .jpg

Το Κάστρο Ρούμελι Χισάρ χτίστηκε από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, έναν χρόνο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Στόχος ήταν να ελέγχονται τα πλοία που διέσχιζαν το Βόσπορο και, φυσικά, ο αποκλεισμός της Κωνσταντινούπολης. Με την κατάκτηση της Πόλης λειτούργησε ως φυλακή και τελωνειακός σταθμός, όμως τελικά εγκαταλείφθηκε.

Γράφει ο ιστορικός για το μεγάλο έγκλημα της χριστιανικής Δύσης σε βάρος της πρωτεύουσας της ανατολικής χριστιανικής αυτοκρατορίας: «Η τελική επίθεση έγινε στις 12 Απριλίου 1204. Οι Φράγκοι, αφού κατέλαβαν την πρωτεύουσα, επιδόθηκαν σε φοβερές λεηλασίες και σφαγές. Το πλιάτσικο ήταν άνευ προηγουμένου και ό,τι αξιόλογο μπορούσαν να μεταφέρουν από την Κωνσταντινούπολη, το πήραν και το μετέφεραν στις χώρες τους. Ανάμεσα στα λάφυρα ήταν και τα τέσσερα άλογα, που βρίσκονται σήμερα στον ναό του Αγίου Μάρκου, στη Βενετία, καθώς και το μαρμάρινο λιοντάρι που είναι στημένο στην είσοδο του Αρσενάλε…».

Οκτακόσια είκοσι χρόνια και περισσότερα αργότερα, ο αείμνηστος Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’, μακρινός διάδοχος του Ιννοκέντιου Δ’, στη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στην Ελλάδα, ζήτησε, προς τιμήν του, δημόσια συγγνώμη από τους Ορθοδόξους για την εγκληματική συμπεριφορά των Σταυροφόρων σε βάρος τους.

Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης έγινε αργότερα από τον Μιχαήλ Η’ τον Παλαιολόγο, έναν ικανό αυτοκράτορα, ο οποίος αναγκάστηκε να μεταφέρει τα στρατεύματά του από τη Μικρά Ασία για την κρατήσει. Έτσι, οι Τούρκοι, που κατακτούσαν το ένα μετά το άλλο τα ανατολικά εδάφη της αυτοκρατορίας, εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση που δημιουργήθηκε και σταδιακά κατέλαβαν ολόκληρη τη Μικρασιατική χερσόνησο και άρχισαν να εισβάλλουν και στη Ευρώπη. Το γεγονός στέρησε την Κωνσταντινούπολη και από άντρες και από τρόφιμα. Η επικράτηση των Τούρκων ήταν πια αναπόφευκτη.

Το 1340, μόνο παραλιακές πόλεις κοντά στην πρωτεύουσα μπορούσαν να ελέγξουν οι Βυζαντινοί, ενώ οι Οθωμανοί εισχώρησαν στην ευρωπαϊκή ακτή με τον εποικισμό της Καλλίπολης, που ήταν πια φανερές οι προθέσεις τους σε βάρος της Πόλης. Έτσι, το 1368 ο σουλτάνος Μουράτ κατέλαβε την Αδριανούπολη και την ανακήρυξε πρωτεύουσά του, στη θέση της Προύσας. Η προώθηση των Τούρκων ήταν πια ραγδαία.

Το 1368 οι Τούρκοι, μετά από σκληρή πολιορκία, κατέλαβαν τη δεύτερη μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας, τη Θεσσαλονίκη, κι εκεί έδειξαν τη βαρβαρότητά τους. Όσους κατοίκους επέζησαν μετά την κατάληψη της πόλης, τους υποδούλωσαν και τους υπέβαλαν σε απάνθρωπα βασανιστήρια. Την ίδια χρονιά κατέλαβαν και την πρωτεύουσα της Ηπείρου, Ιωάννινα.

Στο μεταξύ, στην Πελοπόννησο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αδελφός του αυτοκράτορα και Δεσπότης του Μυστρά, κατόρθωσε να επανακτήσει και να ενώσει το σύνολο της χερσονήσου, ενώ ο αδελφός του προσπαθεί απεγνωσμένα να εξασφαλίσει βοήθεια από τη χριστιανική Δύση, με την ένωση των Εκκλησιών αυτήν τη φορά. Δυστυχώς, η προσπάθεια απέτυχε και η Κωνσταντινούπολη έμεινε μόνη.

Ανδριάντας Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.jpg
Ανδριάντας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Ο Κωνσταντίνος στέφεται Αυτοκράτορας

Το 1448 πέθανε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του, Κωνσταντίνος, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας στη Μητρόπολη του Μυστρά και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη με τις γαλέρες του. Η κατάσταση που επικρατούσε εκεί ήταν τραγική. Από τη μια ο στρατός ήταν ελάχιστος και από την άλλη η εκκλησιαστικοί ηγέτες ήταν μοιρασμένοι σε ενωτικούς και ανθενωτικούς. Ο αυτοκράτορας, που έβλεπε τον διχασμό, αγωνιούσε για το μέλλον της Πόλης. Διέθετε αναμφισβήτητες ικανότητες, αλλά θαύματα δεν μπορούσε να κάνει. Και ενώ γνώριζε ότι χωρίς τη βοήθεια της Δύσης η Πόλη ήταν καταδικασμένη σε υποδούλωση, οι ανθενωτικοί κληρικοί αξιωματούχοι θεωρούσαν υποταγή τη Δυτική βοήθεια. Περπατούσαν στους δρόμους και δήλωναν απροκάλυπτα ότι προτιμούσαν τουρκικό φακιόλι, παρά λατινική καλύπτρα.

Ο αυτοκράτορας δεν είχε πια άλλη λύση. Άρχισε τις προετοιμασίες για την απόκρουση της πολιορκίας, που ήταν πια αναπόφευκτη. Ήταν αποφασισμένος να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να σώσει την πόλη του. Έβλεπε ότι ο Μωάμεθ Β’, που διαδέχθηκε τον αποθανόντα πατέρα του Μουράτ, συγκέντρωνε στρατούς και στόλους γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Το 1451 βρισκόταν ήδη στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου και ετοίμαζε τις τελευταίες προετοιμασίες του για την επίθεση. Συγκέντρωσε πάνω από 1000 έμπειρους τεχνίτες και αντίστοιχο αριθμό εργατών και άρχισαν να γκρεμίζουν εκκλησίες και μοναστήρια, για να χρησιμοποιήσουν τα οικοδομικά υλικά για την κατασκευή ενός κάστρου, που θα ήταν το ορμητήριο των τουρκικών στρατευμάτων. Οι εργασίες αυτές ολοκληρώθηκαν στα τέλη Αυγούστου 1452, με την ανέγερση του Ρούμελη Χισάρ και άρχισε τον αποκλεισμό της πόλης από στεριά και θάλασσα.

Ο αυτοκράτορας αγωνιζόταν αδιάκοπα για την αντιμετώπιση της τουρκικής επίθεσης. Άρχισε να συγκεντρώνει όσο το δυνατόν πιο πολλές προμήθειες κάθε είδους, συγκέντρωνε στρατό, ενώ δεν έπαψε να ζητεί απεγνωσμένα βοήθεια από τους Ευρωπαίους χριστιανούς ηγεμόνες και τον ίδιο τον Πάπα. Δυστυχώς, η κατάσταση στη Βασιλεύουσα ήταν τραγική. Ο λαός μοιρασμένος σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, η προθυμία για αντίσταση μειωμένη. Στρατολογήθηκαν όλοι οι άντρες που μπορούσαν να πάρουν μέρος στην άμυνα. Ο αυτοκράτορας σαν απλός στρατιώτης επιθεωρούσε τα πάντα που είχαν σχέση με μια αποτελεσματική άμυνα.

Παραμονές της τουρκικής επίθεσης, γράφουν οι ιστορικοί της εποχής, τις φοβερές εκείνες μέρες συγκεντρώθηκα στα χερσαία και τα παράκτια τείχη της Κωνσταντινούπολης: Αρκετοί από την Αγκόνα, Βενετοί και Έλληνες από την Κρήτη, πέντε βενετικά πλοία, εξοπλισμένα με χρήματα της βενετικής κοινότητας της Πόλης, καθώς και μέλη της γενουατικής και της καταλανικής κοινότητας. Οι υπερασπιστές όμως ήταν πολύ λίγοι, σε σύγκριση τους Τούρκους. Ποτέ δεν ξεπέρασαν τις 8.000.

Για τον αριθμό των πολιορκητών, οι πληροφορίες των πηγών αλληλοσυγκρούονται. Όλες, όμως, συμφωνούν ότι οι Τούρκοι ήταν κατά πολύ περισσότεροι από τους Έλληνες. Το πιθανό, όμως, που προσεγγίζει όλες τις πηγές, είναι ότι ο συνολικός αριθμός τους έφτανε τις 160 χιλιάδες. Ο στόλος τους ήταν 150 πλοία και των Ελλήνων μόλις 25, τα οποία όμως ήταν επανδρωμένα με πολύ έμπειρα πληρώματα. Εκεί που οι Τούρκοι υπερτερούσαν κατά πολύ ήταν το πυροβολικό. Διέθεταν πολυάριθμα μέσου και βαριού βεληνεκούς κανόνια, ανάμεσά τους και την ξακουστή «Λουμπάρντα», που είχε κατασκευάσει με διαταγή του σουλτάνου ο Ούγγρος μηχανικός Ούρμπα (Ουβρανός). Το κανόνι αυτό, που έκανε και τη μεγαλύτερη ζημιά στα τείχη, είχε μήκος περισσότερο από οχτώ μέτρα και το βάρος του άγγιζε τους 20 τόνους.

ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΩΝΠΟΛΗΣ.jpg
Οι θέσεις των Βυζαντινών και των Τούρκων στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.

Η στενή πολιορκία

Στα μέσα του Φλεβάρη 1453 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ διέταξε σώμα 100 χιλιάδων αντρών να συνοδεύσει τη «Λουμπάρδα» μέχρι τα τείχη της Πόλης. Για τη μεταφορά του τεράστιου αυτού κανονιού χρησιμοποιήθηκαν 60 ζευγάρια βοδιών και 400 άντρες, 200 σε κάθε πλευρά. Το πυροβόλο έφτασε μπροστά στα τείχη στις αρχές Απριλίου, ενώ από στις 23 Μαρτίου είχε ξεκινήσει προς την Βασιλίδα και ο Σουλτάνος με 12 χιλιάδες γενίτσαρους και πολυάριθμους ιππείς και έφεδρους πεζικάριους. Παράλληλα συγκεντρώθηκαν στην Καλλίπολη καινούργια και παλιά πλοία και αρχηγός του στόλου ορίστηκε ο Βούλγαρος εξωμότης Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου.

Στη δεξιά πτέρυγα της τουρκικής παράταξης ο Σουλτάνος έστησε στρατιώτες από τη Μικρά Ασία, με διοικητή τον Μουσταφά Πασά. Στην αριστερή πήραν θέσεις στρατιώτες από τα Βαλκάνια, με αρχηγό τον Τουρχάν Μπεηλέρμπεη της Ρούμελης. Πίσω από το κέντρο της παράταξης πήρε θέσεις μια πολύ ισχυρή εφεδρεία και στην περιοχή γύρω από τον Γαλατά τοποθετήθηκαν ισχυρές δυνάμεις πεζικού, ενισχυμένες με πολλά κανόνια. Η Πόλη βρισκόταν σε ασφυκτικό κλοιό, προτού ακόμα ο Μωάμεθ εξαπολύσει τα στίφη του εναντίον της. Και ο Αυτοκράτορας, που έβλεπε να ζυγώνει ο θανάσιμος κίνδυνος που ορθωνόταν μπροστά του, μοχθούσε μερόνυχτα και αγρυπνούσε σαν απλός στρατιώτης.

*Στο επόμενο, η περήφανη απάντηση του Παλαιολόγου στον Μωάμεθ και η Άλωση της Πόλης.