Αναλύσεις

H οικονομία της Ελλάδας και τα σκαμπανεβάσματά της

H χώρα διαθέτει ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις, επιχειρηματική ευστροφία και έχει τη δυνατότητα προσέλκυσης σημαντικών θεσμικών επενδυτών

Αναδεικνύονται σε θέμα συζήτησης τις τελευταίες εβδομάδες οι επενδύσεις εταιρειών από την Ελλάδα στην Κύπρο σε πολλούς τομείς όπως τον τουρισμό, τον χρηματοπιστωτικό τομέα, το λιανικό εμπόριο, τα επενδυτικά ακίνητα, την υγεία, τη ναυτιλία και ενδεχομένως σύντομα και σε άλλους.

Αναλύοντας τις πιο πάνω κινήσεις, κάποιος εύκολα μπορεί να συμπεράνει ότι είναι απόλυτα λογικές. Η Κύπρος αποτελεί έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, υπάρχει η ευκολία στην επικοινωνία λόγω γλώσσας, οι εξαγορές και συγχωνεύσεις ενισχύουν με άμεσο τρόπο τα μερίδια αγοράς, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χώρα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, μπορεί να αποτελέσει εμπορικό και επενδυτικό κόμβο μεταξύ Ευρώπης, Ασίας, Αφρικής και Αραβικών χωρών.

Την ίδια στιγμή ενδεχομένως το ζήτημα, χωρίς αυτό να επιβεβαιώνεται, να είναι και πολιτικό. Μετά την «αποχώρηση» των επενδυτών από τη Ρωσία υπάρχουν ενδεχομένως ευκαιρίες και δεν πρέπει να ξεχνάμε τις καλές σχέσεις συμμαχίας Αμερικής και Ελλάδας, με πολλούς θεσμικούς επενδυτές από τις ΗΠΑ να έχουν επενδύσει στη ελληνική επικράτεια.

Στην Κύπρο ακόμη συζητείται στη Βουλή το νομοσχέδιο που δίνει τη δυνατότητα στις Αρχές να αξιολογούν επενδύσεις σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον (αποτελεί μέρος Ευρωπαϊκής Οδηγίας) και όπου το θεωρούν σωστό να επεμβαίνουν. Μέχρι να ψηφιστεί, ενδεχομένως να υπάρξουν σημαντικές νέες επενδύσεις, κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό, απλώς ενδεχομένως να γινόταν καλύτερη αξιολόγηση αν υπήρχε το συγκεκριμένο εργαλείο κυρίως για υπηρεσίες και τομείς ιδιαίτερα σημαντικούς για την καθημερινότητα των πολιτών.

Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι οι αλλαγές στο οικονομικό και θεσμικό πλαίσιο στην Ευρώπη και παγκόσμια, με τις πολλές υποχρεώσεις, το κόστος της πράσινης μετάβασης και της τεχνολογικής αναβάθμισης, ευνοούν μεγαλύτερες εταιρείες ώστε να υπάρξουν συνέργειες και καλύτερη διαχείριση του κόστους (χωρίς αυτό να σημαίνει και πιο αποδοτικό ανταγωνισμό προς όφελος του καταναλωτή).

Σχετικά με τον χρηματοπιστωτικό τομέα, η αναγκαιότητα καθόδου μιας διεθνούς εμβέλειας τράπεζας γίνεται περισσότερο σημαντική μετά την ενοποίηση του τομέα, ενώ κάποιοι αναπολούν την παρουσία των υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα που χάθηκαν σε μια νύχτα. Πάντως, άξια αναφοράς είναι η πρόσφατη τοποθέτηση του Υπουργού Οικονομικών της Ελλάδας, προτρέποντας τα τραπεζικά ιδρύματα να μειώσουν μόνα τους τις χρεώσεις, αλλιώς θα προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση.

Θα πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι, τα τελευταία χρόνια, υπήρξε σημαντική δημοσιονομική βελτίωση στην Ελλάδα, τεχνολογική αναβάθμιση, εφαρμογή μέτρων προσέλκυσης επενδύσεων (σε κάποιες περιπτώσεις πανομοιότυπα με αυτά της Κύπρου), καλύτερο επιχειρηματικό και φορολογικό περιβάλλον και καταγραφή πλεονασμάτων και μείωσης του δημόσιου χρέους.

H χώρα διαθέτει ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις, επιχειρηματική ευστροφία και έχει τη δυνατότητα προσέλκυσης σημαντικών θεσμικών επενδυτών. Φυσικά τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών χτύπησαν καμπανάκι στην πολιτική ηγεσία ότι οι αριθμοί μπορεί να ευημερούν, οι πολίτες όμως όχι.

Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη που ζήτησε οικονομική στήριξη από την Ευρώπη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ουσιαστικά ήταν η αφορμή για τη δημιουργία του Μηχανισμού Στήριξης. Ένας μηχανισμός που τελικά αποδείχθηκε στην πράξη πως έπρεπε να προϋπήρχε, η απουσία του οποίου αποδεικνύει την τότε ανικανότητα των ευρωπαϊκών δομών να διαχειριστούν τέτοιας μορφής κρίση.

Αλησμόνητη στην ιστορία της ελληνικής οικονομίας θα μείνει η περιβόητη απομείωση του ελληνικού χρέους, η οποία κατέστρεψε κεφαλαιακά τις ελλαδικές και κάποιες κυπριακές τράπεζες, δημιουργώντας ανάγκη ανακεφαλαιοποίησής τους.

Η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου οικονομικού μοντέλου, το οποίο δεν θα μεταβάλλεται ουσιαστικά από την εκάστοτε κυβέρνηση, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τη δημιουργία μιας ισχυρής και βιώσιμης οικονομίας. Η ισχυρή οικονομία ενισχύει τη διαπραγματευτική ικανότητα μιας χώρας στον διεθνή πολιτικό στίβο.

Από τα αρχαία χρόνια η Ελλάδα έχει αναπτύξει σημαντικά το εμπόριο και αποτελεί μια πανίσχυρη ναυτιλιακή δύναμη, με τους Έλληνες εφοπλιστές, διαχρονικά, να αποτελούν τους κύριους «παίκτες» του τομέα διεθνώς.

Μέσα στην ιστορία, όμως, ως κράτος, οδηγήθηκε, πέραν της μιας φοράς, σε κατάσταση χρεοκοπίας, ενώ πολλά ήταν τα δομικά προβλήματα που παρουσιάστηκαν.

Αρχικά, με τον Ιωάννη Καποδίστρια το 1827, όταν ο ίδιος δεν κατάφερε να εξυπηρετήσει τα δάνεια του επαναστατικού αγώνα (1824 και 1825), τα οποία δεν έτυχαν της σωστής οικονομικής διαχείρισης και σπαταλήθηκαν σε αλόγιστες δαπάνες.

Ο Όθωνας, αργότερα, μέσα από την κακή πορεία της οικονομίας και την πίεση των δανειστών, προχωρεί στη λήψη αντιλαϊκών μέτρων σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των εσόδων, κάτι που οδήγησε το 1843 στο στρατιωτικό κίνημα Καλλέργη, με τη χώρα να κηρύσσει λίγο αργότερα στάση πληρωμών.

Ο Χαρίλαος Τρικούπης προχώρησε σε δανεισμό μεγάλων ποσών για την εκβιομηχάνιση της χώρας και στην κατασκευή σημαντικών έργων υποδομής, όπως η κατασκευή σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου και η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου, ενώ σημαντικά ποσά δαπανήθηκαν για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας.

Στις 10 Δεκεμβρίου 1893, ο Χαρίλαος Τρικούπης, μετά την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών και τη μείωση των εξαγωγών, παραδέχεται στο Κοινοβούλιο της χώρας ότι «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», έκφραση η οποία, αν και δεν καταγράφεται στα επίσημα πρακτικά της Βουλής, έμεινε στην Ιστορία.

Το 1927 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιστρέφει στην Ελλάδα, ανακαλεί την προ τετραετίας απόφασή του για απόσυρση από την πολιτική και τον επόμενο χρόνο αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας. Η ελληνική οικονομία βελτιώνεται σημαντικά και η δραχμή σταθεροποιείται, με το νόμισμα να εντάσσεται στον «κανόνα του χρυσού».

Ο Βενιζέλος παρουσιάζει ένα φιλόδοξο σχέδιο επενδύσεων και προχωρεί σε σημαντική αύξηση του εξωτερικού χρέους για την υλοποίησή του αλλά και για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του ενάμισι εκατομμυρίου προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Την ίδια στιγμή ιδρύεται και η Τράπεζα της Ελλάδας για καλύτερη διαχείριση των δανείων.

Η διεθνής οικονομική κρίση οδήγησε στη συρρίκνωση των εξαγωγών και η κρίση του 1929 με το κραχ στο χρηματιστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν σημαντικές αρνητικές παρενέργειες στην Ελλάδα, με τη δραχμή να δέχεται πιέσεις. Στις 18 Απριλίου 1932, μη μπορώντας να εξασφαλίσει την αναχρηματοδότηση των δανείων, ο Βενιζέλος κηρύσσει στάση πληρωμών και λίγο αργότερα παραιτείται.

Στο πρόσφατο παρελθόν, αν και η στάση πληρωμών αποφεύχθηκε, καταγράφεται η ένταξη της χώρας στον Μηχανισμό Στήριξης το 2010, με όλους να θυμόμαστε το διάγγελμα του Γιώργου Παπανδρέου από το Καστελόριζο. Η κατάρρευση της Lehman Brothers και η κρίση στην Ιρλανδία οδήγησαν σε αλλαγή της αποτίμησης της ελληνικής οικονομίας, με τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων στις διεθνείς αγορές να εκτινάσσονται και τη χώρα να μένει εκτός αγορών.

Σημειώνεται όμως ότι υπήρξαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις, που θα βοηθήσουν τις παραγωγικές δυνάμεις. Το ασφαλιστικό σύστημα και το σύστημα υγείας μεταρρυθμίζονται, οι διαδικασίες σε ό,τι αφορά τα ακίνητα επιταχύνονται μέσω της καλύτερης λειτουργίας του κτηματολογίου, ενώ σημαντικά είναι τα βήματα που έχουν γίνει σε ό,τι αφορά τη φορολογική συμμόρφωση αλλά και την τεχνολογική αναβάθμιση.

Σε ό,τι αφορά τα τραπεζικά ιδρύματα, υιοθετήθηκαν νέες νομοθεσίες, όπως αυτές που αφορούν τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, ενώ σημαντικός ήταν ο αριθμός των συναλλαγών που αφορούσαν πωλήσεις χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων.

Οι οικονομίες συμπεριφέρονται κυκλικά, με το μεγάλο ζητούμενο να παραμένει η πολιτική διαχείριση και αποφάσεις οι οποίες είτε μπορούν να αποτελέσουν ανάχωμα στις προκλήσεις ή να οδηγήσουν σε εκτροχιασμό. Όσον αφορά τις ξένες επενδύσεις είναι πάντοτε καλοδεχούμενες, όμως πρέπει να διασφαλιστεί ο σωστός ανταγωνισμός (π.χ. ρύθμιση της φορολογίας των μερισμάτων από κέρδη που πραγματοποιούνται εντός Κύπρου) αλλά πρωτίστως η βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών.