Διεθνή

Σενάρια ακυβερνησίας μετά τις πρόωρες γαλλικές εκλογές

Αν το κόμμα της Λεπέν κερδίσει με σχετική μόνο πλειοψηφία, δεν θα του «επιτραπεί» να κυβερνήσει

Το ριψοκίνδυνο στοίχημα του Γάλλου Προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν, μοιάζει αδύνατο να κερδηθεί. Όσο και αν πόνταρε στον παράγοντα του χρόνου, ώστε να πιάσει απροετοίμαστους τους αντιπάλους του, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν μπορεί να «ξεχαστεί» τρεις εβδομάδες μετά, καθιστώντας αδύνατη την αντιστροφή της εκλογικής τάσης για την παράταξή του. Ειδικοί εκτιμούν ότι οι βουλευτικές εκλογές ουσιαστικά θα επιβεβαιώσουν τον πολιτικό σεισμό που προκάλεσε η ψήφος της 9ης Ιουνίου. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σταθερά πρώτη την Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν, η οποία, εάν κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, θα επιβάλει στον Πρόεδρο Μακρόν το πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού της χώρας. Η προοπτική αυτή προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στις Βρυξέλλες, ιδιαίτερα στο άκουσμα των οικονομικών προγραμμάτων της ακροδεξιάς παράταξης.

Η αχίλλειος πτέρνα της ΕΕ

Η ανησυχία ολοένα και μεγαλώνει για ενδεχόμενη πολιτική αστάθεια στη Γαλλία μετά τις εκλογές. Υπάρχουν φόβοι ότι η γαλλική οικονομία θα βρεθεί «εγκλωβισμένη» ανάμεσα στα «γενναιόδωρα» προγράμματα τόσο της ακροδεξιάς όσο και της αριστεράς, οδηγώντας πολλούς οικονομικούς αναλυτές να χαρακτηρίζουν πλέον τη χώρα ως την «αχίλλειο πτέρνα» της ΕΕ.

Πρόκειται για ένα ψευδώνυμο, το οποίο μέχρι πρόσφατα απολάμβανε η Ιταλία. Όμως, μετά την ανακήρυξη των πρόωρων εκλογών, η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με σωρεία προβλημάτων. Της μεγάλης νίκης της ακροδεξιάς ακολούθησαν εβδομάδες διαδηλώσεων στις φτωχές γειτονιές από τη Μασσαλία έως τη Λιλ, οδηγώντας τις αστυνομικές Αρχές στα όριά τους λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Επίσης, αγρότες και άλλοι δυσαρεστημένοι πολίτες χτύπησαν την πρωτεύουσα, σπάζοντας τζάμια κατά μήκος των Ηλυσίων Πεδίων και πετώντας κοπριά έξω από τα υπουργεία.

Οι δημοσκοπήσεις πάντως δείχνουν ότι κανένα κόμμα δεν θα εξασφαλίσει την πλειοψηφία στους δύο γύρους εκλογών στις 30 Ιουνίου και 7 Ιουλίου, και αυξάνονται οι φόβοι ότι η γαλλική οικονομία θα υποχωρήσει εάν οι φιλελεύθεροι κεντρώοι του Μακρόν καταποντιστούν, κάτω από το βάρος της ανόδου της αριστεράς και της ακροδεξιάς. Στο σενάριο όμως στο οποίο η άνοδος της Εθνικής Συσπείρωσης συνεχιστεί, δεν είναι απίθανο να πάρει την απόλυτη πλειοψηφία. Σε αυτήν την περίπτωση, ο Μακρόν θα αναγκαστεί ν’ αναθέσει τον σχηματισμό κυβέρνησης στον Ζορντάν Μπαρντελά.

Από την άλλη, αν το κόμμα της Λεπέν κερδίσει σχετική μόνο πλειοψηφία, δεν θα του «επιτραπεί» να κυβερνήσει και προβλέπεται οι γαλλικοί θεσμοί να βυθιστούν σε πλήρη παράλυση. Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, ο Μακρόν δεν θα έχει το δικαίωμα να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση, καθώς με βάση το γαλλικό Σύνταγμα δεν μπορεί να προκηρύξει νέες εκλογές πριν περάσει ένας χρόνος. Σε αυτήν την περίπτωση, ίσως ζητήσει από την απερχόμενη κυβέρνηση να παραμείνει, ώστε να διαχειριστεί τα τρέχοντα ζητήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι στις 26 Ιουλίου ξεκινούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και η Γαλλία δεν μπορεί να μην έχει κυβέρνηση. Εντούτοις, η προσωρινή αυτή κυβέρνηση δεν θα είναι καταδικασμένη να μακροημερεύσει, καθώς θα έχει ελάχιστες εξουσίες. Για παράδειγμα, πώς θα επιζήσει μιας συζήτησης για τον προϋπολογισμό το φθινόπωρο;

Σύμφωνα με τον Γάλλο Πολιτειολόγο, Πασκάλ Περινό, το άλλο σενάριο είναι μια τεχνοκρατική κυβέρνηση, όπως αυτήν που είχε κατά καιρούς η Ιταλία, την τελευταία φορά με τον Μάριο Ντράγκι. Το ποιος θα είναι βέβαια ο «Γάλλος Ντράγκι» είναι άγνωστο. Ο Μακρόν και οι σύμμαχοί του έχουν επίσης διατυπώσει την ιδέα της δημιουργίας ενός ευρύτερου συνασπισμού, ο οποίος θα περιλαμβάνει μετριοπαθείς βουλευτές από την αριστερά και τη δεξιά, αλλά αυτό είναι απίθανο σε ένα τόσο πολωμένο πολιτικό τοπίο, ενώ υπάρχει ο κίνδυνος η Βουλή να καταλήξει σε παράλυση. «Η Γαλλία δεν έχει κυβερνήσεις συνασπισμού, εκτός εάν είναι συνασπισμοί όπου όλα τα κόμματα βρίσκονται στην ίδια πλευρά του πολιτικού φάσματος», εξηγεί η Γαλλίδα καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου, Λορελίν Φοντέν.

Δύσκολες ισορροπίες

Στην περίπτωση που η Εθνική Συσπείρωση κερδίσει σχετική πλειοψηφία θεωρείται από κάποιους ειδικούς σχεδόν βέβαιο ότι ο Μπαρντέλα θα δεχθεί ν’ αναλάβει την πρωθυπουργία, καθώς εκατομμύρια ψηφοφόροι του περίμεναν αυτήν τη στιγμή με κομμένη την ανάσα. Δεν θα μπορέσει εύκολα να τους πει ότι δεν θ’ αναλάβει, επειδή δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία.

Από την άλλη, εάν τελικά αρνηθεί, θα είναι μια λογική απόφαση, καθώς θα αποφύγει μια χαώδη διακυβέρνηση, η οποία αναμένεται να κρατήσει τουλάχιστον μέχρι το 2027, όταν η Λεπέν θα βάλει πλώρη για τη διεκδίκηση του προεδρικού θώκου. Σε κάθε περίπτωση, εάν ο Μπαρντέλα γίνει ο πρώτος ακροδεξιός πρωθυπουργός χωρίς απόλυτη πλειοψηφία, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα μπορούσαν εύκολα να περάσουν πρόταση μομφής για να ρίξουν την κυβέρνηση. Γι’ αυτό, σύμφωνα με την Politico, το κόμμα της Λεπέν δεν βιάζεται να πάρει την πρωθυπουργία, αφού εκτός από τις «συνήθεις δυσκολίες διακυβέρνησης με σχετική πλειοψηφία», η Εθνική Συσπείρωση θεωρείται «υπερβολικά τοξική» για τα υπόλοιπα κόμματα.

Πολιτικοί αναλυτές πάντως κρούουν τον κώδωνα ότι το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματος της Λεπέν είναι πολύ αδύναμο και βρίθει λαϊκισμού. Γι’ αυτό ο Μπαρντελά έχει αρχίσει να βάζει στη γωνία τα πιο δημαγωγικά μέτρα και πλέον επιτίθεται στις ελίτ. Πρόκειται για μια βολική στροφή, αφού πολλοί Γάλλοι δεν θέλουν ούτε να ακούνε πια για τεχνοκράτες, όπως ο Μακρόν. Γι’ αυτό ο Πασκάλ Περινό τονίζει ότι «όσο περισσότεροι διανοούμενοι υπογράφουν υπομνήματα, όσο περισσότεροι αθλητές εξαπολύουν μύδρους εναντίον της Λεπέν, τόσο περισσότερο ενισχύεται η Εθνική Συσπείρωση».

Στον αντίποδα, το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο» (ΝΛΜ) στερείται οικονομικής και κοινωνικής λογικής, αφού το πρόγραμμά του είναι τόσο ριζοσπαστικό, που θα κόστιζε τουλάχιστον τα διπλά από εκείνο της Εθνικής Συσπείρωσης, και είναι ακόμη πιο δημαγωγικό. Τέλος, η συμμαχία του αρχηγού της Κεντροδεξιάς Ερίκ Σιοτί με τη Λεπέν είναι, από την άποψη των υποψηφίων, μια αποτυχία. Μεταξύ των 60 υποψηφίων που παρουσίασε ο Σιοτί, δεν υπάρχουν μεγάλα ονόματα. Από συμβολική άποψη, όμως, ο Σιοτί έκανε κάτι σημαντικό: έδειξε ότι είναι έτοιμος να κυβερνήσει με την Εθνική Συσπείρωση. Η ιδέα αυτή είναι παρούσα σε ένα μέρος του εκλογικού σώματος και τώρα νομιμοποιείται.

Με το ζόρι «προξενιό»

Σε κάθε περίπτωση, η σκληρή πραγματικότητα για τον Μακρόν είναι ότι μετά τις εκλογές θα πρέπει να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε έναν «εχθρικό» συνασπισμό, με φαβορί το πουλέν της Λεπέν, Τζόρνταν Μπαρντέλα. Αυτό σημαίνει ότι ο Γάλλος Πρόεδρος πιθανότατα θα πρέπει να στραφεί στην αντιπολίτευση για να σχηματίσει κυβέρνηση υπό την προεδρία του, προχωρώντας ουσιαστικά σε ένα αναγκαστικό «συνοικέσιο». Η θητεία του Μακρόν διαρκεί μέχρι το 2027 και έχει δηλώσει ότι δεν προτίθεται να παραιτηθεί νωρίτερα.

Αν και τα «συνοικέσια» αυτά δεν είναι καινούργια στη γαλλική πολιτική σκηνή, αυτήν τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα προηγούμενα πολιτικά «ζευγάρια» προέρχονταν όλα από το ίδιο πολιτικό ρεύμα, γεγονός που ευνοούσε τη συνεργασία. Ένας πρωθυπουργός που θα προέρχεται από τα πολιτικά άκρα, εν τω μεταξύ, θα ωθούσε τη Γαλλία σε αχαρτογράφητα νερά.

Η προοπτική αυτή προκαλεί ήδη πονοκέφαλο στις Βρυξέλλες και όχι μόνο. Άλλες χώρες της ΕΕ φοβούνται καταστροφικές συνέπειες για το στάτους της Γαλλίας ως παγκόσμιας στρατηγικής δύναμης και βασικού μέλους της ΕΕ, με τις Βρυξέλλες να ανησυχούν ότι θα χάσουν ένα από τα λίγα εναπομείναντα μέλη του μπλοκ που μπορεί να ηγηθεί με κύρος στη διεθνή σκηνή σε θέματα που κυμαίνονται από το εμπόριο μέχρι την αμυντική βιομηχανία

Η σημαντικότερη ανησυχία όμως εδράζεται στο ζήτημα της οικονομίας. Με έναν ανησυχητικά υψηλό δείκτη χρέους άνω του 110% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, ο Μακρόν μετά βίας βρίσκει τις ισορροπίες για να ηρεμήσει τις αγορές και να τις πείσει ότι θα διατηρήσει τα οικονομικά της χώρας σε μια βιώσιμη πορεία.

Από την άλλη, η ακροδεξιά σχεδιάζει να πάρει πίσω την εξαιρετικά αντιδημοφιλή συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του Μακρόν και να μειώσει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 62 από 64, βάζοντας σε μεγάλο κίνδυνο τα οικονομικά της χώρας. Η επερχόμενη κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει ήδη σκληρές διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες για να αποφύγει ένα πρόστιμο για το ανησυχητικό επίπεδο του δημόσιου χρέους της, συνομιλίες που θα γίνουν ακόμα πιο δύσκολες με έναν ακροδεξιό υπουργό Οικονομικών.