Επιβεβλημένη η υιοθέτηση της κουλτούρας κυκλικής οικονομίας για μία βιώσιμη οικονομία του 21ου αιώνα
Στους σύγχρονους καιρούς μας το τρίπτυχο κοινωνία – οικονομία – περιβάλλον απειλείται από δύο καίρια περιβαλλοντικά ζητήματα: την κλιματική αλλαγή και την υπέρμετρη κατανάλωση των φυσικών πόρων για την κάλυψη των αναγκών του υπερπληθυσμού στον πλανήτη. Καθώς η παρατήρηση της αλόγιστης χρήσης μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας υπονομεύει σταδιακά την επιβίωση των επόμενων γενεών, τίθεται ως μείζων σκοπός η εξεύρεση αποδοτικών λύσεων, φιλικών προς το περιβάλλον και τα οικοσυστήματα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα ζωής στον 21ο αιώνα.
Μάλιστα σε πρόσφατη δήλωσή της η Εκτελεστική Διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Περιβάλλον, Jacqueline McGlade, ανέφερε ότι «Η συνέχιση των σημερινών καταναλωτικών προτύπων στην Ευρώπη δεν αποτελεί επιλογή…Η Ευρώπη πρέπει να πρωτοστατήσει στη διερεύνηση ενός νέου καταναλωτικού μοντέλου που δεν θα θέτει σε κίνδυνο τις ανάγκες των άλλων ή των μελλοντικών γενεών, ούτε θα βλάπτει το περιβάλλον». (EEA, 2023)
Παρομοίως, ο Επίτροπος Περιβάλλοντος, Ωκεανών και Αλιείας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Virginijus Sinkevičius, τόνισε ότι «Έχουμε μόνο έναν πλανήτη Γη, και μέχρι το 2050 θα καταναλώνουμε σαν να είχαμε τρεις. Το νέο Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία, θα καταστήσει την κυκλικότητα κυρίαρχη θέση στη ζωή μας και θα επιταχύνει την πράσινη μετάβαση της οικονομίας μας. Προσφέρουμε αποφασιστική δράση για να αλλάξουμε την κορυφή της αλυσίδας αειφορίας - σχεδιασμός προϊόντων. Οι μελλοντικές δράσεις θα δημιουργήσουν ευκαιρίες για επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας, θα δώσουν νέα δικαιώματα στους ευρωπαίους καταναλωτές, θα αξιοποιήσουν την καινοτομία και την ψηφιοποίηση και, όπως και η φύση, θα διασφαλίσουν ότι τίποτα δεν θα σπαταληθεί». (European Commission)
Δικαίως βάσει των δηλώσεων των εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προσδιορίζεται έμμεσα η υποχρέωση για αειφορία. Ήδη από το 1972, όπου πρωτοεμφανίζεται ο ορισμός της αειφορίας, επικεντρώνεται στο να περιγράψει την αδυναμία του φυσικού περιβάλλοντος να αναγεννηθεί μέσα από τους υψηλούς ρυθμούς, με τους οποίους κινείται η ανθρώπινη δραστηριότητα, σε αντιδιαστολή με την παραγωγή των πόρων. Ο όρος εδραιώνεται το 1992 μέσα από την οργανωμένη διεθνή προσπάθεια των συμμετεχόντων του Συνεδρίου για το Περιβάλλον και την ανάπτυξη, στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Τότε αναδεικνύεται η σημαντικότητα απέναντι στην προστασία του περιβάλλοντος και των έμβιων όντων του, αναγνωρίζοντας τη διασύνδεση του κοινωνικού, οικονομικού και περιβαλλοντικού πυλώνα, με στόχο τους προς την ευημερία της ανθρώπινης ύπαρξης. Για πρώτη φορά καταγράφονται στρατηγικές βιωσιμότητας με πιο βασική τη Συνθήκη του Ρίο (Rio Declaration). Ακολουθούν η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (United Nations Framework Convention on Climate Change – UNFCC), η Συνθήκη για την Βιοποικιλότητα (Convention on Biological Diversity) και η Συνθήκη για τις Αρχές Διαχείρισης Δασών (Declaration on the principles of forest management) (Γιακουμέλου, 2023).
Μετέπειτα, στο 1995 συγκαλείται η πρώτη συνέλευση του UNFCC, όπου αργότερα οι βάσεις της θα διαμορφώσουν το Πρωτόκολλο του Κιότο (Kyoto Protocol), ενός οδηγού με αναφορά στις εκπομπές αερίων, του αντικτύπου τους και τις πολιτικές αντιμετώπισής τους. Το 2002 ακολουθεί το Παγκόσμιο Συνέδριο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη στο Γιοχάνεσμπουργκ (World Summit on Sustainable Development), όπου εκεί υιοθετείται η «Πολιτική Διακήρυξη και Σχέδιο Δράσης» (Political Declaration and Implementation Plan) απέναντι στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, με αναφορές στα θέματα ενέργειας, νερού, υγείας, γεωργίας και βιοποικιλότητας (Γιακουμέλου, 2023).
Μία δεκαετία αργότερα το 2012 πραγματοποιείται το δεύτερο Συνέδριο στο Ρίο, το λεγόμενο Rio+20, στο οποίο διατυπώνεται το έγγραφο «The Future We Want», ως μια διακήρυξη περί της πράσινης οικονομίας και της βιώσιμης ανάπτυξης. Στο εν λόγω συνέδριο επισημοποιείται για πρώτη φορά η σημασία του Περιβάλλοντικού Προγράμματος του ΟΗΕ (United Nations Environment Program – UNEP). Μια χρονιά ορόσημο για την αειφορία θεωρείται το 2015, όταν πραγματοποιείται το Συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (United Nations Sustainable Development Summit), καθώς τότε παρουσιάζεται η ατζέντα 2030 με τίτλο «Transforming Our World: The 2030 Agenda for Sustainable Development» με τους 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) (Sustainable Development Goals - SDGs). Θεωρείται σημαντική εφόσον το πλάνο δράσης που πρεσβεύει, καλύπτει καθολικά όλα τα στάδια επούλωσης του πλανήτη, διαβίωση και ανθρώπινη ευημερία (Γιακουμέλου, 2023).
Σε πρόσφατη έκθεση του SDSN το 2023 για τους 17 ΣΒΑ, η Κύπρος ως μέλος του ΟΗΕ, παρά τη δέσμευση και τις προσπάθειες της κυβέρνησης της, κατατάσσεται στην 59η θέση από τους 166, με βαθμολογία 72,5, ενώ την υψηλότερη βαθμολογία 86,8 κατέχει η Φινλανδία που βρίσκεται στην 1η θέση. Επιπρόσθετα, σε επισκόπηση της κατάστασης και της προόδου της χώρας απέναντι στους 17 ΣΒΑ, εντοπίζεται ότι οι περισσότεροι ΣΒΑ σημειώνουν ναι μεν πρόοδο ως προς τον στόχο, ωστόσο οι βαθμολογίες αυτές είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ως ακολούθως και παρά την εν μέρη τρέχουσα πρόοδο, απαιτείται, όπως οι περισσότερες, αν όχι όλες οι υφιστάμενες στρατηγικές και πολιτικές που αναπτύσσουν οι εθνικές και τοπικές αρχές της Κυπριακή Δημοκρατίας για τους ΣΒΑ, ευθυγραμμιστούν με τον επίσημα διακηρυγμένο στόχο των 17 ΣΒΑ του Συνεδρίου των Ηνωμένων Εθνών. (SDSN, 2023)
Διαφαίνεται λοιπόν ότι στην Κύπρο του σήμερα, όπως και να ορίζεται, κυβέρνηση και κοινωνία, δεν διαθέτουμε κουλτούρα περιβάλλοντος, καθώς απουσιάζει η ολιστική προσέγγιση της σχετικής γνώσης. Σαφώς και τονίζεται αναγκαία η προώθηση της κυκλικής οικονομίας, απευθυνόμενη προς το ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, μέσω μεταρρυθμίσεων στις δομές της παιδείας μας, μέσω δραστικών συστημάτων στις τοπικές αρχές μας, μέσω σειράς περιφερειακών εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Προηγουμένως, η επέλευση ευρωπαϊκών και εθνικών κινητοποιήσεων με συμφωνίες κρατών, οικονομικά κίνητρα και τεχνολογικές μεθόδους υποστήριξης της βιώσιμης ανάπτυξης, δεν εξαρτάται από την επιβολή κανονισμών. Εναντίως απαιτεί συλλογικές προσπάθειες από τους εμπλεκόμενους φορείς της χώρας, από την κυβέρνηση, ΜΚΟ, επιχειρήσεις, τοπικές αρχές, ακαδημαϊκά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, για συνεισφορά τους στην αποκατάσταση υποδομών κυκλικής οικονομίας.
Εντούτοις, η μετάβαση προς μια κυκλική οικονομία εμπερικλείει τον ορισμό της βιωσιμότητας μας. Αποτελεί έννοια, η οποία προϋποθέτει επανάσταση στον τρόπο σκέψης, με αναβαθμισμένες πράξεις από μια κοινωνία, η οποία συγκροτείται από τους μικρούς πυρήνες της οικογένειας, των σχολικών τάξεων και τις θέσεις εργασίας, της επιχειρηματικής κουλτούρας, βασιζόμενη στην ανάληψη ατομικής ευθύνης και καλής θέλησης. Τοιουτοτρόπως η προσωπική αλλαγή συμπεριφοράς ως προς τον περιβάλλοντα χώρο μας απαιτεί συστηματική εκπαίδευση, σύμπραξη επενεργειών και κυρίως ενεργούς πολίτες και επιχειρήσεις στο πλαίσιο της υιοθέτησης βιώσιμων καταναλωτικών προτύπων.
Η πρόκληση της εκπαίδευσης είναι το μέσο προέλασης περιβαλλοντικής κουλτούρας από το θρανίο του σχολείου, μέχρι την κοινωνική αρένα. Ο ρόλος της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης κρίνεται καθοριστικός ως προς την επιμόρφωση των πολιτών σε σχετικά ζητήματα, καθώς συμβάλλει στην καλλιέργεια συστημικής σκέψης, ενίσχυσης δεξιοτήτων, αξιολόγησης και δράσης έναντι της μη αειφορικής βελτίωσης.
Πρωτίστως προς την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης επιβάλλεται η ενστάλαξη οικολογικών αξιών, σεβασμού και έντονης διάθεσης για συμμετοχή στην αποκατάσταση της εν λόγω κρίσης. Εφόσον η διαπαιδαγωγική μέθοδος δεν είναι από μόνη της ικανή να περισώσει το κλιματικό πεδίο. Ως ξεχωριστή οντότητα ο καθένας μας φέρει μερίδιο ευθύνης μπροστά στο παγκόσμιο φαινόμενο της κλιματικής μετάλλαξης και σαφώς οφείλει υπεύθυνα να το αντιμετωπίσει, μέσω του ρόλου του ως γονιός, εκπαιδευτικός, επιχειρηματίας και στέλεχος.
Ως εκ τούτου προκύπτει επιβεβλημένα η ανάγκη για υιοθέτηση κουλτούρας όσον αφορά την κυκλική οικονομία, καθώς το μοντέλο αυτό αξιοποιεί πλήρως τους πόρους, εκμεταλλευόμενο όλα τα πιθανά απόβλητα, μέσω της επαναχρησιμοποίησης, της επισκευής και της ανακύκλωσης των προϊόντων, επεκτείνοντας τον κύκλο ζωής τους, προσθέτοντας τους αξία με νέα ιδιότητα. Τα οφέλη από την εφαρμογή του κυκλικού μοντέλου παρέχουν προστασία της βιοποικιλότητας των ειδών, οικονομική ανάπτυξη, ανώτερη ποιότητα ζωής, χωρίς τοξικές ουσίες, χρησιμοποιώντας όσον το δυνατόν περισσότερο τις αποδοτικά ενεργειακές πηγές.
Στο εξής η προτεραιότητα περιβαλλοντικής ανάκαμψης είναι συνυφασμένη με την εισαγωγή εκπαίδευσης για την αειφόρο ανάπτυξη προσανατολισμένη για όλους, ώστε σταδιακά να ενστερνιστούν οι αρχές τις κυκλικής οικονομίας και να εμβολιαστούν οι πολίτες με περιβαλλοντικό ήθος, αλλιώς κουλτούρα. Άλλωστε η ινδική παροιμία «Δεν κληρονομούμε τη γη από τους προγόνους μας, τη δανειζόμαστε από τα παιδιά μας», μας προστάζει να αφυπνιστούμε εγκαίρως και να «περισώσουμε» ότι δανειστήκαμε και ότι ευχόμαστε να επιστρέψουμε στους απογόνους μας. Συνεπώς, καλούμαστε όλοι να ευαισθητοποιηθούμε ενώπιον προτύπων βιώσιμης συμπεριφοράς, χαράσσοντας πολιτική περιβάλλοντος.
Εν συνεχεία, απαραίτητη κρίνεται η ενσωμάτωση της αειφορίας στην εκπαίδευση επιχειρηματικότητας, γνωστή και ως Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη ή ΕΑΑ, η οποία αφορά στην προετοιμασία των μελλοντικών επιχειρηματικών ηγετών. Οι συγκεκριμένοι θα προωθούν την καινοτομία και την οικονομική ανάπτυξη, με τρόπο περιβαλλοντικά υπεύθυνο και κοινωνικά δίκαιο. Η εν λόγω προσέγγιση προεικάζει ανάπτυξη σχετικού προγράμματος σπουδών, παροχή πρακτικών μαθησιακών εμπειριών, προώθηση μιας κουλτούρας ηθικής ηγεσίας και δημιουργία οικοσυστημάτων, υποστηριζόμενων από τη βιώσιμη επιχειρηματικότητα. Ως εξής εξοπλίζεται η επόμενη γενιά επιχειρηματιών με τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις αξίες που απαιτούνται για την οικοδόμηση ενός πιο βιώσιμου και ανθεκτικού μέλλοντος. (Μαστροδήμου, 2022).
Εν κατακλείδι ευελπιστούμε πως το Εθνικό Σχέδιο Δράσης της Κύπρου για την Κυκλική Οικονομία σε συνδυασμό με το «Σχέδιο Χορηγιών για την Κυκλική Οικονομία στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ)» θα συνεισφέρουν προς τη βελτίωση της κυκλικής οικονομίας στην Κύπρο και την ανάπτυξη σχετικής επιχειρηματικής περιβαλλοντικής κουλτούρας. Ο συνολικός προϋπολογισμός του Σχεδίου ανέρχεται στα €14,4 εκατομμύρια, όπου επιχορηγούνται τόσο οι δράσεις εκπαίδευσης, όσο και η επιχειρηματική καθοδήγηση, ενώ απευθύνεται όχι μόνο στις υφιστάμενες επιχειρήσεις αλλά και σε νεοσύστατες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η περίοδος υποβολής των προτάσεων άρχισε την Τρίτη, 2 Ιουλίου 2024. Οι αιτήσεις θα γίνονται δεκτές μέσω του ηλεκτρονικού Συστήματος Σχεδίων Χορηγιών του ΥΕΕΒ, μέχρι και τις 30 Σεπτεμβρίου 2024 και ώρα 11.59 μ.μ.
* ideopsis Ltd