Αναλύσεις

50Η ΜΑΥΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ: Στα βήματα του Αττίλα και της εισβολής

Μέρος Α’

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο αποτελεί για τον Ελληνισμό τoυ νησιού μας εθνική τραγωδία και για σύμπαντα τον Ελληνισμό το φοβερότερο πλήγμα που δέχθηκε στη σύγχρονη ιστορία του. Ήταν μια δεύτερη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι πληγές που άνοιξε ο τουρκικός Αττίλας στο σώμα της Κύπρου δεν έχουν ακόμα επουλωθεί. Το 36% του εδάφους της εξακολουθεί -50 χρόνια μετά- να κρατείται με τη βία των τουρκικών όπλων και η Άγκυρα, με την ανοχή των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργεί κάθε τόσο νέα τετελεσμένα, καθιστώντας τα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη τουρκική επαρχία. Η Κύπρος πληρώνει τα λάθη των ηγεσιών της και των ηγεσιών της Ελλάδας. Ουδέποτε χάραξαν ενιαία γραμμή στο εθνικό θέμα, ουδέποτε υπολόγισαν τον τουρκικό παράγοντα. Αντίθετα, Αθήνα και Λευκωσία μια συμφωνούσαν και μια διαφωνούσαν με τη λύση του Κυπριακού και τον Ιούλιο του 1974 εκδήλωσαν πλήρη διαφωνία, με αποτέλεσμα την ανατροπή του Μακαρίου με το άφρον πραξικόπημα, που το εκμεταλλεύτηκε η καιροφυλακτούσα Τουρκία για να εισβάλει με τις ορδές του Αττίλα στο ανοχύρωτο νησί μας, το οποίο σπαρασσόταν σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Μακαριακών και Γριβικών. Ανεξαρτησιακών και ενωτικών.

Ενδείξεις για τις προθέσεις της Τουρκίας να εισβάλει στο νησί υπήρξαν αρκετές κατά τα τελευταία χρόνια. Ιδιαίτερα πριν από το πραξικόπημα πληθύνονταν συνεχώς και είχαν αποκορυφωθεί την άνοιξη του 1974. Ο αόρατος δικτάτορας, Δημήτρης Ιωαννίδης, που ήταν γνωστός φανατικός αντιμακαριακός, καθώς και η λοιπή ηγεσία της Χούντας γνώριζαν τις τουρκικές πολεμικές προπαρασκευές, όταν έπαιρναν την απόφαση για την ανατροπή του Μακαρίου με πραξικόπημα. Γνώριζαν τη συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων στη νότια Μικρασία, αλλά δεν πήραν κανένα μέτρο για την άμυνα της Κύπρου, προτού προχωρήσουν στο πραξικόπημα. Καταπελτικές για τη Χούντα είναι οι μαρτυρίες του ε.α. συνταγματάρχη Σημαιοφορίδη, υπολοχαγού τότε, υπευθύνου του κλιμακίου της ΚΥΠ στην Κερύνεια. Όπως κατέθεσε στην Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για τον Φάκελο της Κύπρου, επανειλημμένα είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, με συγκεκριμένες πληροφορίες για τη δραστηριότητα της 39ης Μεραρχίας του τουρκικού στρατού, που ήταν αποδεσμευμένη από το ΝΑΤΟ. Επανειλημμένα στην κατάθεσή του ο Σημαιοφορίδης αποκαλύπτει ότι η 39η τουρκική Μεραρχία, που ήταν επιφορτισμένη με την εισβολή στην Κύπρο, παρακολουθείτο από τις Ελληνικές Μυστικές Υπηρεσίες τα τελευταία 5 χρόνια.

Η Μεραρχία αυτή, που είχε σύνθεση τριών συνταγμάτων, από τον Απρίλη μέχρι τον Ιούνιο του 1974 διεξήγε ασκήσεις που κάλυπταν την περιοχή από τη Μερσίνα μέχρι την Αντιόχεια. Στην άσκηση συμμετείχαν και αεροπλάνα με πιλότους ανώτερους αξιωματικούς, ενώ συνήθως οι πτήσεις αυτές γίνονταν από μικρούς αξιωματικούς για εκπαίδευση. Όταν έληξε η άσκηση, στις 15 Ιουνίου, ανακλήθηκαν οι άδειες όλων των απλών στρατιωτών και των αξιωματικών μέχρι τον βαθμό του στρατηγού. Όλες οι πληροφορίες διαβιβάζονταν και στον Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγό Γρηγόρη Μπονάνο, που είχε διατελέσει Επιτελάρχης της Εθνικής Φρουράς, όταν η Ελληνική Μεραρχία βρισκόταν στην Κύπρο.

Ο Αρχηγός του Ναυτικού, αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, στην κατάθεσή του στην ίδια Επιτροπή κατέθεσε ότι, στις 17 Ιουλίου 1974, δηλαδή τρεις ημέρες πριν από την εισβολή, σε δεξίωση που έδωσε ο πρέσβης της Δυτικής Γερμανίας στην πρεσβεία του, αναφερόμενος στην κατάσταση που επικρατούσε μετά το πραξικόπημα, του είπε ότι, «δεν είναι βέβαιος αν τα πράγματα θα είναι καλά και αύριο». Την πληροφορία αυτήν την διαβίβασε αμέσως στον Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγό Γρηγόριο Μπονάνο, γιατί άλλες πληροφορίες ανέφεραν ότι σημειώνονται στη Βουλγαρία μετακινήσεις στρατευμάτων. Παρόμοιες πληροφορίες διαβιβάζονταν στον Μπονάνο και από τον αρχηγό της ΚΥΠ, στρατηγό Λάμπρο Σταθόπουλο. Το γεγονός αυτό για ψεύτικες πληροφορίες επιβεβαιώνει και ο Αραπάκης, ο οποίος διαψεύδει τον Σταθόπουλο, ότι δεν διαβίβασε τέτοιες πληροφορίες στο Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων. Οι ψεύτικες αυτές πληροφορίες στόχευαν στον εκφοβισμό του Ελληνικού Στρατού και στη μείωση του ηθικού του, καθώς και στην πρόκληση σύγχυσης στη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, η οποία δεν πήρε κανένα μέτρο για την ενίσχυση της Εθνικής Φρουράς, με άντρες και άλλα πολεμικά μέσα.

Απόπλους του Αττίλα και εισβολή

Η διαταγή για τον απόπλουν της 39ης τουρκικής Μεραρχίας δόθηκε στις 4.30 της 19ης Ιουλίου 1974 από τον σωματάρχη αντιστράτηγο Ερσίν, που είχε έδρα τα Άδανα. Στις 5.30 η ώρα η βρετανική τηλεόραση μετέδιδε τον απόπλουν του τουρκικού αποβατικού στόλου από το λιμάνι της Μερσίνας. Στις 4.30 της 20ής Ιουλίου κάνει την εμφάνισή της η τουρκική αρμάδα στ’ ανοιχτά της Κερύνειας. Μέχρι τις 4.45 πλησιάζουν τα πρώτα αποβατικά σκάφη στην ακτή Πέντε Μίλι και στις 5.20 η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς παρέπαιε, αμήχανη και αδύναμη να αντιδράσει. Ήταν εντελώς ανίκανη να διαχειριστεί την κατάσταση που δημιουργείτο από την απρόκλητη τουρκική ενέργεια σε βάρος της Κύπρου. Περίμενε εντολές από τον Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας, πώς να ενεργήσει, ενώ οι Τούρκοι έπλητταν με επίγειες και αεροπορικές δυνάμεις τα παράλια της Κύπρου, την Κερύνεια, τη Λευκωσία και την ΕΛΔΥΚ. Η διάταξη των μονάδων της, ειδικά στον χώρο της Κερύνειας και της Λευκωσίας, δεν ήταν η προβλεπόμενη από το σχέδιο άμυνας με τον κωδικό «Κ». Οι περισσότερες από τις μονάδες αυτές είχαν εμπλακεί στο πραξικόπημα και ήταν διασπαρμένες ακόμη σε διάφορα μέρη της νήσου, μέχρι και τη μακρινή Πάφο. Τραγική ήταν η κατάσταση, όπως την κατέθεσαν στον Φάκελο της Κύπρου Κύπριοι και Ελλαδίτες αξιωματικοί, που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις κατά του Αττίλα τόσο στην πρώτη, όσο και στη δεύτερη φάση της εισβολής. Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι, σε καμιά κατάθεση αξιωματικών για το Φάκελο της Κύπρου, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, δεν αναφέρεται ότι το ΓΕΕΦ διέταξε πυρά κατά των εισβολέων, όταν αυτοί, εν είδει περιπάτου, αποβιβάζονταν στα ιερά χώματα της ιδιαίτερης πατρίδας μας. Αντίθετα, από πολλές καταθέσεις και μαρτυρίες αξιωματικών και ανδρών που πολέμησαν, προκύπτει ότι: Το ΓΕΕΦ συνιστούσε αυτοσυγκράτηση, παραμένοντας ανενεργό. Καθυστερημένα, σύμφωνα με τις τηλεφωνικές οδηγίες που έπαιρνε από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων μέχρι τις 8.40 η ώρα, δηλαδή τρεις ώρες και 20 λεπτά μετά την έναρξη της εισβολής, εδέησε να ενεργήσει εκδίδοντας διαταγές. Και το χειρότερο ήταν ότι οι διαταγές του ΓΕΕΦ για την εκτέλεση του σχεδίου Αμύνης δεν άρχισαν να υλοποιούνται αμέσως. Στις ελάχιστες περιπτώσεις έγινε αυτό με πρωτοβουλία των διοικητών των μονάδων.

Μονάδες Καταδρομών και Πεζικού, που έπρεπε να βρίσκονταν στον Πενταδάκτυλο και νότια της Κερύνειας, βρέθηκαν στη Λευκωσία, εκτός από έναν λόχο που βρέθηκε στη θέση του. Πέρα από τις προβλεπόμενες 2 Μοίρες Πυροβολικού, βρέθηκαν στην περιοχή Λευκωσίας και δυο πυροβολαρχίες Ορειβατικού Πυροβολικού. Εκτός της περιοχής βρέθηκαν μόνο δυο πυροβολαρχίες, που είχαν ήδη κινηθεί προς την Κερύνεια.

Το σχέδιο άμυνας κατά της εισβολής

Το σχέδιο άμυνας της Κύπρου με τον κωδικό «Κ» είχε καταρτισθεί από τον Ταξίαρχο Παύλο Παπαδάκη, όταν ήταν Επιτελάρχης της Εθνικής Φρουράς, μετά την ανάκληση του Στρατηγού Γρίβα-Διγενή και της Ελληνικής Μεραρχίας τον Δεκέμβρη του 1967 και Γενάρη του 1968. Το νέο σχέδιο ήταν βασισμένο στο σχέδιο άμυνας που είχε καταρτισθεί από τον Γρίβα και τους επιτελείς του με τα δεδομένα της παρουσίας της Ελληνικής Μεραρχίας. Ο Παπαδάκης προσάρμοσε το σχέδιο στα νέα αμυντικά δεδομένα. Το νέο σχέδιο προέβλεπε και στήριζε την άμυνα της Κύπρου στις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και σε συγκεκριμένα τμήματα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, που θα εμπλέκονταν, όχι αμέσως μετά την εισβολή, αλλά μετά από εντολή του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων. Τα τμήματα αυτά ήταν:

Α) Δυνάμεις στρατού Ξηράς: Σύνταγμα ΕΛΔΥΚ (900 ανδρών).

Β) Δυνάμεις Ναυτικού: Ένα υποβρύχιο και μια τορπιλάκατος.

Γ) Δυνάμεις Αεροπορίας: Μια μοίρα αεροσκαφών Δ/Β με αεροσκάφη F-84 για επίθεση στον χώρο ανάπτυξης της τουρκικής ναυτικής δύναμης ή του προγεφυρώματος.

Οι δυνάμεις της Εθνοφρουράς, σύμφωνα με το σχέδιο «Κ», ενεργοποιούνταν αυτόματα με διαταγή του ΓΕΕΦ από τη στιγμή που η εχθρική ναυτική δύναμη έμπαινε στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας (12 ναυτικά μίλια).

*Στο Μέρος Β’ η έναρξη της εισβολής.