Αναλύσεις

Η περιπέτεια του οχηματαγωγού «Ρέθυμνον», τα «Φάντομ» και η κατάπαυση του πυρός

Γιατί δεν πέταξαν τα «Φάντομ» στην Κύπρο και οι Τούρκοι αφέθηκαν ανεμπόδιστοι να εγκληματούν σε βάρος του Κυπριακού Ελληνισμού

Στις 21 Ιουλίου αποφασίστηκε, χωρίς να ενημερωθεί ο αρχηγός Ναυτικού Πέτρος Αραπάκης, η ενίσχυση της Κύπρου με χερσαίες δυνάμεις μεταφερόμενες από τη θάλασσα. Για τον σκοπό αυτό είχε επιταχθεί το Ο/Γ «Ρέθυμνον», με μεγάλη μεταφορική δυνατότητα και ταχύτητα. Τις εσπερινές ώρες της 21ης Ιουλίου άρχισε η επιβίβαση στο πλοίο των 573 οπλιτών και 550 Κυπρίων εθελοντών (κυρίως φοιτητών), υπό τον συνταγματάρχη Παπαποστόλου, που είχε διατελέσει πριν από λίγα χρόνια Διοικητής Καταδρομών της Εθνικής Φρουράς.

Αρχηγός της αποστολής ορίσθηκε ο άλλοτε αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, έφεδρος Πλοίαρχος Σπύρος Ζούλιας. Η όλη επιχείρηση οργανώθηκε από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ ο Αρχηγός Ναυτικού, όπως προαναφέρθηκε, δεν ενημερώθηκε καθόλου. Τα μεσάνυχτα της 21ης Ιουλίου, το πλοίο, λόγω της μεγάλης ταχύτητάς του, έπλεε ήδη στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ρόδου και Κρήτης. Τα μεσάνυκτα της 22ας προς 23ην Ιουλίου, και ενώ το πλοίο βρισκόταν κοντά στην Κύπρο, ο Πλοίαρχος Ζούλιας έλαβε σήμα του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, που του έλεγε: «Σπεύσατε και αποβιβάσατε τα τμήματα εις Ρόδον απειλουμένην υπό Τούρκων». Ύστερα από σύντομη σύσκεψη, αποφασίστηκε η άμεση εκτέλεση της εντολής του ΑΕΔ.

Όταν το πλοίο έφθασε στη Ρόδο και αποβίβασε τις δυνάμεις του, διαπιστώθηκε ότι στο νησί επικρατούσε απόλυτη ηρεμία, τάξη και ασφάλεια. Κανένας δεν απειλείτο. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί έκαναν περίπατο, όταν η παραλία και η γενική εικόνα ήταν εκείνη της ειρηνικής περιόδου. Το σήμα ήταν διατυπωμένο με παραπειστικό τρόπο από τους εγκεφάλους του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων. Διότι, προφανώς, είχαν εκτιμήσει ότι οι 550 Κύπριοι, φοιτητές οι περισσότεροι, δεν θα συμφωνούσαν να γυρίσουν πίσω, εκτός αν συνέβαινε τέτοιο γεγονός, που να επέβαλλε τη ματαίωση της αποστολής.

ellinika-maxitika.jpg

Η διαταγή να μην απογειωθούν τα «Φάντομ»

Σε ό,τι αφορά την αποστολή αεροπορικών δυνάμεων και προπάντων μιας Μοίρας «Φάντομ», που πρόβλεπε το σχέδιο Αμύνης (Κ), διαπιστώθηκε ότι: Αν και η Μοίρα ήταν σε πλήρη ετοιμότητα από τις 19 Ιουλίου, και ενώ στην Κύπρο διαδραματίζονταν τα γεγονότα της εισβολής, εντούτοις δεν στάλθηκε για βοήθεια στην Κύπρο και προσβολή της τουρκικής αποβατικής δύναμης, κατά την πρώτη φάση της εισβολής της, οπότε η κατάσταση θα άλλασσε άρδην. Μόλις στις 22 του μηνός, γύρω στις 11.07 η ώρα, ύστερα από εισήγηση του Αρχηγού Αεροπορίας αντιπτεράρχου Παπανικολάου, δόθηκε εντολή απογείωσης, αλλά η εντολή ακυρώθηκε από τον Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατηγό Μπονάνο, ο οποίος, κατ’ αντιπαράσταση με τον Παπανικολάου, είπε ότι έλαβε απαγορευτική διαταγή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Στρατηγό Γκιζίκη. Η διαταγή προέβλεπε την απογείωση 123 αεροσκαφών, ενώ είχαν ετοιμασθεί 20 και υπήρχε υποχρέωση για 18 από το Σχέδιο Αμύνης Κύπρου. Στις 12.24 ώρα της ίδιας ημέρας, και πάλι από εισήγηση του Παπανικολάου, διατάσσεται νέα απογείωση των αεροσκαφών από τον Στρατηγό Μπονάνο, αλλά και πάλι ανακαλείται από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων με τον ίδιο τρόπο, όπως και προηγουμένως, μετά από δυο λεπτά.

Στην κατ’ αντιπαράσταση εξέταση των τριών ηγετών της Χούντας ο Μπονάνος επέμενε ότι δεν έδωσε διαταγή να μην απογειωθούν τα «Φάντομ», ο Παπανικολάου όμως επέμενε ότι τρεις φορές πήρε διαταγή από το Αρχηγείο. Η αλήθεια, σύμφωνα με τη Επιτροπή της Βουλής, πρέπει να βρίσκεται στη μέση. Δηλαδή, ο Παπανικολάου πήρε τρεις φορές διαταγή από το Αρχηγείο, όχι, όμως, ονομαστικά από τον Μπονάνο, αλλά από κάποιον άλλο, να μην πετάξουν «Φάντομ» στην Κύπρο. Ίσως από τον Ιωαννίδη ή κάποιο δικό του αξιωματικό, που υπηρετούσε στο Αρχηγείο. Η ουσία όμως του θέματος είναι ότι ελληνικά αεροπλάνα δεν πέταξαν στη Κύπρο και οι Τούρκοι αφέθηκαν ανεμπόδιστοι να εγκληματούν σε βάρος του Κυπριακού Ελληνισμού.

Αδράνεια και διχογνωμίες

Την επόμενη μέρα, ενώ οι Τούρκοι εισβολείς εξακολουθούσαν να πλήττουν αλύπητα την Κύπρο και να καταλαμβάνουν, μετά από άνισες μάχες, κυπριακά εδάφη, η ελλαδική στρατιωτική ηγεσία, συγχυσμένη και ανήμπορη ν’ αντιδράσει, άφηνε την Κύπρο στο έλεος των εισβολέων. Στις 9 η ώρα το πρωί ο στρατηγός Μπονάνος είχε συνάντηση με τον Πρόεδρο, Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, τον Πρωθυπουργό Αδαμάντιο Ανδριτσόπουλο και τον ταξίαρχο Ιωαννίδη. Αμέσως μετά κάλεσε σε σύσκεψη τους Αρχηγούς και Υπαρχηγούς των Όπλων, για να εξετάσουν πάλι το ενδεχόμενο του πολέμου με την Τουρκία. Η σύσκεψη τελείωσε στη 1 μ.μ. η ώρα, χωρίς να ληφθεί πάλι καμιά απόφαση. Όλα έδειχναν ότι η Χούντα δεν ήταν σε θέση να πάρει απόφαση. Και η αδράνειά της επέτρεπε στους εισβολείς να προελαύνουν ανενόχλητοι.

Στο μεταξύ, ο Σίσκο, ο οποίος πηγαινοερχόταν στην Αθήνα και την Άγκυρα για να πετύχει αποτροπή του πολέμου, που θα τίναζε στον αέρα τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, είχε πληροφορίες από ελλαδικούς και στρατιωτικούς κύκλους ότι ξέσπασαν διαφωνίες στους κόλπους της στρατιωτικής ηγεσίας και άλλους στρατιωτικούς ηγήτορες. Επιβεβαιωτική των πληροφοριών ήταν και η ενέργεια του διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγου Ιωάννη Ντάβου, να μετακινήσει προς τα βόρεια σύνορα τα στελέχη και μονάδες που πρόσκειντο στον Ιωαννίδη. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, ο Ντάβος απείλησε ότι «θα κατέβαινε στην Αθήνα», υπονοώντας ν’ ανατρέψει την κυβέρνηση. Το μεγάλο ατύχημα ήταν ότι οι διχογνωμίες αυτές και άλλες διαφωνίες μεταξύ των ανώτατων στελεχών των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ήταν γνωστές στους Αμερικανούς, που ενώ υποτίθεται ότι εκτελούσαν ρόλο μεσολαβητή μεταξύ δυο κοινών φίλων και συμμάχων, στην πραγματικότητα ενεργούσαν υπέρ των Τούρκων.

Η φιλοτουρκική στάση επιβεβαιώνεται και από τον Γεώργιο Μαύρο, Υπουργό τότε των Εξωτερικών, ο οποίος, στο υπόμνημά του στην Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για τον Φάκελο της Κύπρου, τονίζει και τα εξής: «Θυμάμαι σχετικά ότι ο Κάλαχαν (Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας), την παραμονή του Αττίλα ΙΙ, μου είπε ότι ο Κίσινγκερ ήτο απρόθυμος να ασκήσει πίεση επί της Τουρκίας, προκειμένου να εμποδίσει προέλαση των στρατευμάτων της στην Κύπρο. Η στάση αυτή του Κίσινγκερ έδινε στον Κάλαχαν, ο οποίος ισχυρίζετο ότι η χώρα του αδυνατούσε να ενεργήσει μονομερώς, χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ ή των Ηνωμένων Εθνών, το αναγκαίο πρόσχημα για να αποφύγει να αναλάβει τις ευθύνες, που απέρρεαν από το γεγονός ότι η Μεγάλη Βρετανία ήταν -και είναι- Εγγυήτρια Δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όλες λοιπόν αυτές τις κινήσεις και εξελίξεις παρακολουθούσαν από κοντά και προσωπικά ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Κίσινγκερ με τον βοηθό του τον Σίσκο, που προσπαθούσαν να αποφύγουν τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Μεθόδευαν τις εξελίξεις στον Ελληνικό Στρατό και φρόντιζαν για τα συμφέροντα της Νοτιοανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ενώ παράλληλα απέφευγαν να εμποδίσουν την προώθηση των εισβολέων στην Κύπρο. Έτσι, ο Σίσκο, το πρωί της Κυριακής, 21ης Ιουλίου, επισκέφθηκε τον Ετζεβίτ, στον οποίο έδωσε μήνυμα του Κίσινγκερ και τα μεσάνυχτα της Κυριακής προς Δευτέρα (21-22 Ιουλίου) ήταν στην Αθήνα».

Η απόφαση για κατάπαυση του πυρός

Χωρίς να χάνει καιρό, την ίδια νύχτα και συγκεκριμένα την 1.30 πρωινή, επικοινωνεί με τον Αρχηγό του Ναυτικού, Πέτρο Αραπάκη, του οποίου ο ρόλος ήταν ύποπτος από την αρχή της κρίσης, και του ζητεί επίμονα να τον βοηθήσει για την κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο. Σε έκθεσή του στον Καραμανλή αναφέρει σχετικά ο Αραπάκης: «Κατά τη νύχτα, ενώ κοιμόμουν στην παρά το γραφείον μου κλίνην εκστρατείας, εζητήθην εις το τηλέφωνον υπό του κ. Σίσκο, όστις μού είπεν: “Επιμόνως επεζήτησα να επικοινωνήσω τηλεφωνικώς με όλους τους αρμοδίους, δυστυχώς, δεν ηδυνήθην να εύρω κανέναν. Είμαι ευτυχής που ευρίσκω εσάς και παρακαλώ να με βοηθήσετε εις την προσπάθειάν μου προς κατάπαυσιν του πυρός εις Κύπρον”. Του είπα ότι θα προσπαθούσα να συνεννοηθώ μετά των αρμοδίων και θα τον έπαιρνα εις το τηλέφωνον.

»Πράγματι, ετηλεφώνησα διαδοχικώς εις τους Μπονάνον, Ανδρουτσόπουλον και Κυπραίον, εκ των οποίων ο μεν πρώτος εις τον οποίον ανέφερα το συμβάν μοι εδήλωσε, ότι δεν επεθύμει να έλθη εις επαφήν μετ’ αυτών, διότι εθεώρει εαυτόν αναρμόδιον.

»Εν συνεχεία ήλθον εις επαφήν μετά του Πρωθυπουργού κ. Ανδρουτσοπούλου, τον οποίον ενημέρωσα σχετικώς. Η προς εμέ απάντησίς του ήτο: “Άφησέ τους, κύριε Αρχηγέ, αυτοί μας κοροϊδεύουν. Δεν είναι ειλικρινείς. Και χθες εζήτησαν να κάνουμε κατάπαυση του πυρός, την οποίαν και δεν επραγματοποίησαν. Αφήστε τους. Αύριο βλέπουμε”.

“Κύριε πρωθυπουργέ’’, του είπα, ‘‘νομίζω ότι θα πρέπει να συζητήσουμε μαζί του. Αι συνθήκαι της Κύπρου το επιβάλλουν”.

“Συζητήστε, εάν νομίζετε”.

»Πιστεύων ότι έπρεπε να ενημερωθεί και ο Υπουργός Εξωτερικών, επεκοινώνησα μαζί του και του ανέφερα το περιεχόμενο της μετά του Σίσκο συζητήσεώς μας.

»Εκείνος μού είπε: “Γνωρίζω την προσπάθειαν των Αμερικανών. Υπάρχουν αμφιβολίαι διά την ειλικρίνειάν των. Εσείς, πάντως, κάνετε την προσπάθειάν σας”.

»Εγώ του είπα ότι θα δω τον Σίσκο και ότι θα τον τηρήσω ενήμερον. Ακολούθως κατέβαλα προσπάθειαν να έλθω εις επαφήν μετά του ταξιάρχου Ιωαννίδη, πράγμα που κατέστη αδύνατον».

Και για να δικαιολογήσει την απόφασή του να συναντηθεί μόνος με τον Σίσκο, προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία για την κατάπαυση το πυρός, αναφέρει στο υπόμνημά του προς τον Καραμανλή ο Αραπάκης: «Κατόπιν τούτου, ενόψει της κρισιμότητος της καταστάσεως, ιδία μετά τας εκ Κύπρου αναφοράς, περί του ότι εστερούντο πυρομαχικών και τας αιτήσεις αποστολής τούτων, προσέτι των μετά το πραξικόπημα συνθηκών, αίτινες ήσαν παν άλλο ή εγγυώμεναι επιτυχείς στρατιωτικάς εξελίξεις, εθεώρησα επιβαλλομένην την ανακωχήν, ως υπαγορευομένην υπό του υψίστου εθνικού συμφέροντος, πριν οι Τούρκοι αντιληφθούν την αμέσως ανωτέρω αναφερομένην κατάστασιν και πριν εξατμισθή η εντύπωσις εκ της μέχρι τότε σθεναράς αντιστάσεως …».

Στη συνέχεια του υπομνήματός του ο Αραπάκης αναφέρει ότι μόλις συνάντησε τον Σίσκο εκείνος τον ρώτησε αν εκπροσωπεί την κυβέρνηση και αν είναι εξουσιοδοτημένος να μιλήσει εκ μέρους της και απάντησε καταφατικά. Το ίδιο έκανε και όταν τον ρώτησε αν είναι σύμφωνος και ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης, οπότε τον ρώτησε αν μπορούσε να τον πάρει στο τηλέφωνο ο Κίσινγκερ, τον οποίον είχε σε άλλη γραμμή. Του απάντησε ότι, εφόσον βρισκόταν σε άμεση επικοινωνία με τον Κίσινγκερ, θα μπορούσε να του μεταβιβάσει τη συνομιλία τους και να έχει τις απόψεις του. Από τη στιγμή εκείνη η συζήτηση διεξαγόταν με αυτόν τον τρόπο. Δηλαδή, καθετί που συζητείτο μεταξύ Αραπάκη - Σίσκο μεταβιβαζόταν στον Κίσινγκερ και εξέφραζε αμέσως τη γνώμη του. Έτσι κατέληξαν σε συμφωνία και προτάθηκε να ανακοινώσει η Ελλάδα την κατάπαυση του πυρός στις 8 της ίδιας ημέρας, ενώ τη στιγμή εκείνη ήταν 2.10 η ώρα. Και επειδή τούτο, λόγω της ώρας, ήταν ανέφικτο, ο Αραπάκης ρώτησε αν ήταν βέβαιος ο Σίσκο ότι και η Τουρκία είχε συμφωνήσει, και εκείνος του απάντησε ότι είχε βολιδοσκοπηθεί ο Ετζεβίτ και είχε ήδη αποδεχθεί. Και επειδή, αναφέρει ο Αραπάκης, ήθελε να δεσμευθούν και η Τουρκία και η Αμερική, η συμφωνία να εξαγγελθεί πρώτα από την Ουάσιγκτον. Σίσκο και Αραπάκης συμφώνησαν, όπως συμφώνησαν και στο κείμενο της ανακοίνωσης, που έχει ως εξής: «Οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας συμφωνούν για την κατάπαυση του πυρός, όπως ορίζεται στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας της 20ής Ιουλίου 1874. Η κατάπαυση του πυρός ισχύει στις 14.οο ώρα Γκρίνουϊτς της 22ας Ιουλίου. Αύτη η ανακοίνωση θα επιβεβαιωθεί από την ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση στις 9π.μ. ώρα Αθήνας».

Το κείμενο της αμερικανικής κυβέρνησης, όπως διατυπώθηκε με επέμβαση του Αραπάκη, είναι: «Η κυβέρνηση των ΗΠΑ πληροφορήθηκε ότι οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας συμφωνούν για την κατάπαυση του πυρός, όπως ορίζεται στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας της 20ής Ιουλίου, στις 14.00 ώρα Γκρίνουϊτς. Αυτή η ανακοίνωση θα επιβεβαιωθεί από την ελληνική κυβέρνηση στις 9 π.μ. ώρα Αθήνας».

Στις 6 η ώρα το πρωί της 22ας Ιουλίου το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε την είδηση για τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, ως αναγγελία της κυβέρνησης των ΗΠΑ.

Στη συνέχεια, η Τουρκία εξήγγειλε την κατάπαυση του πυρός όχι την ώρα που είχε συμφωνηθεί, αλλά με σχετική καθυστέρηση.

«Απόφαση 354 (1974) Συμβουλίου Ασφαλείας

»Η απόφαση 354 του Συμβουλίου Ασφαλείας, που υιοθετήθηκε στην 2783 σύνοδό του στις 23 Ιουλίου 1974, αναφέρει:

»Το Συμβούλιο Ασφαλείας,

»Ανανεώνοντας τους όρους της απόφασής του 353 (1974) της 20ής Ιουλίου 1974,

»Ζητεί όπως: Όλες οι πλευρές που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, συμμορφωθούν αμέσως με την παράγραφο 2 της απόφασης 353 (1974) του Συμβουλίου Ασφαλείας, που ζητεί την άμεση κατάπαυση του πυρός στην περιοχή και παρακαλεί όλα τα κράτη να εξασκήσουν τη μεγαλύτερη δυνατή επιρροή και να αναχαιτίσουν κάθε άλλη πράξη, που θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση».

Η επιλογή του Αραπάκη ως συνομιλητή, ουσιαστικά διαπραγματευτή, δεν ήταν τυχαία. Πολλά αντικρουόμενα λέχθηκαν και γράφτηκαν, χωρίς όμως επίσημες καταθέσεις στον Φάκελο της Κύπρου. Μόνον ο Χάρης Παλαΐνης, εκ των παρακοιμωμένων του Ιωαννίδη, στην κατάθεσή του στον Φάκελο της Κύπρου αναφέρει: «Ο Αρχηγός Nαυτικού και ο Αρχηγός Αεροπορίας συνειργάζοντο με την αμερικανική κυβέρνηση». Τον ισχυρισμό του Αραπάκη, ότι μόνον αυτόν βρήκε ο Σίσκο για να μιλήσει μαζί του τις πρώτες πρωινές ώρες (1.30 π.μ.) παρά τις προσπάθειές του, επειδή εκείνη την ώρα κοιμόταν στο Αρχηγείο Ναυτικού, τον αντικρούει ο Αρχηγός Αεροπορίας, Πτέραρχος Παπανικολάου, ο οποίος, σε κατ’ αντιπαράσταση εξέταση, ισχυρίστηκε ότι κι αυτός κοιμόταν το βράδυ εκείνο στο Αρχηγείο Αεροπορίας και ότι η επιλογή Αραπάκη από τον Σίσκο δεν ήταν τυχαία. Ο Αραπάκης, όπως προκύπτει από πολλές καταθέσεις στον Φάκελο της Κύπρου, από τις πρώτες ώρες της εισβολής είχε μυστικές επαφές με τους Αμερικανούς, όχι μόνο για την κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο, αλλά πολύ περισσότερο για τη μεταβίβαση της χουντικής κυβέρνησης στους πολιτικούς, πράγμα που επιτεύχθηκε σε δυο μέρες.

50Η ΜΑΥΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ Μέρος Γ’

*Η συνέχεια στην επόμενη έκδοση: Στο Μέρος Δ’ οι αρχηγοί παραδίδουν την εξουσία στους πολιτικούς, ενώ οι Τούρκοι εισβολείς συνεχίζουν την προέλασή τους, παρά την εκεχειρία…