Διεθνή

Η σημασία των αμερικανικών εκλογών για Τουρκία

Σε ποιο βαθμό η εκλογή Τραμπ ή των Δημοκρατικών επηρεάζει την εξωτερική πολιτική της Άγκυρας

Την περασμένη Κυριακή, στο ταξίδι της επιστροφής του στην Τουρκία από την κατεχόμενη Κύπρο, όπου βρέθηκε για τους εορτασμούς του Αττίλα για τα 50χρονα της εισβολής, ο Ταγίπ Ερντογάν εξέφρασε ίσως για πρώτη φορά τόσο ανοικτά της προσδοκίες της Άγκυρας από τις αμερικανικές εκλογές. Συγκεκριμένα, ο Τούρκος Πρόεδρος δήλωσε πεπεισμένος πως μια πιθανή αλλαγή στην αμερικανική κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου μπορεί να είναι θετική για την αναπτυσσόμενη αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας. «Πιστεύουμε ότι οι εκλογές στις ΗΠΑ θα έχουν καθοριστικό ρόλο σε αυτό. Θα δούμε ξεχωριστά τι είδους βήματα μπορούν να γίνουν με τα αποτελέσματα των εκλογών, αλλά νομίζω ότι η πυξίδα γυρίζει προς όφελος της Τουρκίας», δήλωσε χαρακτηριστικά. Ξένοι και Τούρκοι αναλυτές αρχίζουν πλέον να επικεντρώνονται στη σημασία των αμερικανικών εκλογών για το μέλλον των σχέσεων Άγκυρας - Ουάσιγκτον και τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχει μια νίκη του Τραμπ (Ρεπουμπλικανών) ή του υποψηφίου των Δημοκρατικών σε ζητήματα όπως η Συρία, τα ελλαδοτουρκικά, η Ανατολική Μεσόγειος, οι σχέσεις με Ισραήλ αλλά και η Ουκρανία.

Η «leader diplomacy» επί Τραμπ

Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας Τραμπ, οι δίαυλοι απευθείας επικοινωνίας με τον Ερντογάν παρέμειναν ανοιχτοί ανά πάσα στιγμή και ο Τούρκος Πρόεδρος χρησιμοποίησε αυτό το κανάλι αποτελεσματικά. Ο Τραμπ δήλωνε επίσης ότι έβλεπε τον Ερντογάν στην κατηγορία των «ισχυρών ηγετών». Μετά την έναρξη της εποχής Μπάιντεν τον Ιανουάριο του 2020, οι Αρχές των ΗΠΑ διατήρησαν σκόπιμα τους διαύλους διαλόγου με την Τουρκία σε χαμηλό επίπεδο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ουσιαστικά οι Δημοκρατικοί έκλεισαν σκόπιμα το κανάλι της «leader diplomacy», το οποίο λειτούργησε πολύ αποτελεσματικά για την Τουρκία την εποχή του Τραμπ. Είναι εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι ο Ερντογάν ουδέποτε πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Ουάσιγκτον κατά τη διάρκεια της τετραετούς θητείας τού Μπάιντεν.

Επίσης ο Τραμπ, κατά τη διάρκεια της θητείας του, επέδειξε στάσεις κατανόησης για την αγορά S-400 της Τουρκίας από τη Ρωσία, και μάλιστα έκανε δηλώσεις υπερασπιζόμενος τις θέσεις της Τουρκίας σε προεδρικό επίπεδo, λέγοντας πως η άρνηση των ΗΠΑ για πώληση Patriot ήταν αυτή που ανάγκασε τον Ερντογάν ν’ αγοράσει το ρωσικό πυραυλικό σύστημα.

Από την άλλη, η επικρατέστερη για να λάβει το χρίσμα των Δημοκρατικών, Καμάλα Χάρις, δεν κερδίζει τις συμπάθειες των Τούρκων. Αφενός εξαιτίας των επίσης ισχυρών δεσμών με το Ισραήλ οι Τούρκοι την αποκαλούν «σιωνίστρια», ενώ δεν ξεχνούν ότι η Καμάλα Χάρις ανέλαβε ενεργό ρόλο στις προσπάθειες αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων από το Κογκρέσο.

Δεν ξεχνούν τις κυρώσεις CAATSA

Το γεγονός ότι κατά την διάρκεια της Προεδρίας Τραμπ υπήρξαν έντονες επιθέσεις συναλλαγματικών ισοτιμιών, εξαιτίας της ενεργοποίησης των κυρώσεων CAATSA με αφορμή την ομηρεία του Πάστορα Μπράνσον, κάνει αρκετούς Τούρκους επιφυλακτικούς, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν υπερβολικές προσδοκίες. Ομοίως, το γεγονός ότι ο Τραμπ θα δώσει περισσότερη υποστήριξη στο Ισραήλ εάν εκλεγεί, θα επηρεάσει την πορεία των διμερών σχέσεων και ταυτόχρονα αυτό θα έχει ενδεχομένως θετική επίδραση στον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ θα βλέπουν την Ανατολική Μεσόγειο, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η Κύπρος ως εταίρος του Ισραήλ.

Ο παράγοντας Ρωσία-Ουκρανία

Οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις έχουν σημειώσει περιόδους έντασης και γαλήνης κάποιο διάστημα, για λόγους όπως η προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσία και η πολιτική της να παραμένει «ουδέτερη» στη ρωσική εισβολή της Ουκρανίας. Αν και η Τουρκία έχει αρχίσει να στρέφει το πρόσωπό της προς τη Δύση, αυτή η αλλαγή, που ξεκίνησε με την πρόθεση να βρει πόρους, φαίνεται να έχει δυσφορήσει τη Ρωσία. Η Ρωσία, η οποία συνεχίζει να αποφεύγει τις Δυτικές οικονομικές κυρώσεις εν μέρει μέσω της Τουρκίας, κρατάει την Τουρκία στενά υπό παρακολούθηση. Εάν ο Τραμπ γίνει Πρόεδρος, αναμένεται ότι η πίεση στην Τουρκία θα αμβλυνθεί κάπως για λόγους όπως οι προσωπικές του σχέσεις με τον Πούτιν και η πολύ πιο ευέλικτη άποψή του για τον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας από τις δυνάμεις που στηρίζουν τους Δημοκρατικούς.

Πονοκέφαλος για Συρία - Ιράκ - Κούρδους - Ιράν

Ένα άλλο θέμα που απασχολεί έντονα την Τουρκία είναι η προσδοκία αποχώρησης της Αμερικής από το Ιράκ και τη Συρία, η οποία επίσης έχει αναβληθεί για μετά τις αμερικανικές εκλογές.

Οι επαφές μεταξύ Ιράκ και ΗΠΑ για την αποχώρηση διακόπηκαν στις 7 Οκτωβρίου, όταν ένοπλες ομάδες στο Ιράκ, που υποστηρίζονται από το Ιράν, στόχευσαν αμερικανικές Βάσεις μετά τις επιθέσεις Χαμάς στο Ισραήλ. Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση, οι αμερικανικές Αρχές έχουν αφήσει αυτό το ζήτημα για μετά τις εκλογές, αλλά η Τουρκία, το Ιράν, το Ιράκ, η Συρία και οι υποστηριζόμενες από την Αμερική ομάδες Σύρων Κούρδων έχουν αρχίσει να παίρνουν θέσεις μάχης. Το Ιράν υπολογίζει να εμβαθύνει περαιτέρω την επιρροή του στο Ιράκ εάν αποσυρθούν οι Αμερικανοί. Από την πλευρά της η Τουρκία στοχεύει να επεκτείνει την περιορισμένη παρουσία της στο Ιράκ στον Περσικό Κόλπο. Ένας άλλος στόχος είναι να τερματιστεί η παρουσία του PKK στο Ιράκ και τη Συρία. Σύμφωνα με την κυβέρνηση Άσαντ, εάν οι ΗΠΑ αποσυρθούν από το Ιράκ, τα πολιτικά και στρατιωτικά μέσα που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ στη Συρία, πυρήνας των οποίων είναι οι Κούρδοι, δεν μπορούν να επιβιώσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο συντονισμός Ρωσίας-Τουρκίας για τα επόμενα βήματα επισημοποιήθηκε με την συνάντηση Πούτιν-Άσαντ αυτήν την εβδομάδα στη Μόσχα.

Γιατί οι Τούρκοι δεν συγχωρούν Μπάιντεν - Δημοκρατικούς

Περίπου 5 μήνες πριν από το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου, τον Απρίλιο του 1980, σε ένα περιβάλλον όπου ακούγονταν τα βήματα του πραξικοπήματος, ήρθε στην Άγκυρα η Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων του Κογκρέσου των ΗΠΑ με αντιπροσωπία. Επικεφαλής της αντιπροσωπίας δεν ήταν άλλος από τον Τζο Μπάιντεν.

Όπως σημειώνουν Τούρκοι αναλυτές, το ενδιαφέρον είναι ότι η αντιπροσωπία είχε επίσης συναντήσεις με τον Αρχηγό Γενικού Επιτελείου, Κενάν Εβρέν, ο οποίος θα έκανε πραξικόπημα 5 μήνες αργότερα, και τους Διοικητές Δυνάμεων της περιόδου. Η φύση αυτών των συνομιλιών συνίστατο στην «υπαγόρευση» των απαιτήσεων των ΗΠΑ για την επιστροφή της Ελλάδας στη στρατιωτική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Η τουρκική πολιτική διοίκηση της περιόδου αντιστάθηκε σε αυτό το αίτημα, αλλά 5 μήνες αργότερα έγινε πραξικόπημα και ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν αυτοί που έκαναν το πραξικόπημα ήταν να άρουν το «βέτο» που εμπόδισε την Ελλάδα να επιστρέψει στη στρατιωτική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.