Αναλύσεις

Αποφυλάκιση κρατουμένων επ’ αδεία Μια δεύτερη ευκαιρία… περιορισμένης ελευθερίας

Λυκούργου: «Η προστασία της κοινωνίας προηγείται των δικαιωμάτων όσων έχουν εγκληματήσει»

Εδώ και 15 χρόνια εφαρμόζεται στην Κύπρο ο θεσμός της αποφυλάκισης κρατουμένων επ’ αδεία.

Το Συμβούλιο Αποφυλάκισης Κρατουμένων επ’ Αδεία θεωρείται για πολλούς μια πρακτική, μέσω της οποίας μπορούν ν’ αφεθούν ελεύθεροι από τις Κεντρικές Φυλακές έμποροι ναρκωτικών, δολοφόνοι και βιαστές. Όμως, αυτό που ίσως δεν είναι γνωστό, είναι το γεγονός ότι ,όσοι αποφυλακίζονται επ’ αδεία από το Συμβούλιο, συνεχίζουν να είναι φυλακισμένοι. Αυτό που αλλάζει στην περίπτωσή τους είναι ότι πλέον δεν είναι έγκλειστοι, αλλά τους επιτρέπεται να εκτίσουν την ποινή τους εκτός φυλακής, υπό όρους και με επιτήρηση. Υπάρχει δε το ενδεχόμενο να επιστρέψουν στο κελί τους.

Ο θεσμός εισήχθη στον περί Φυλακών Νόμο το 2009 και κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε εγκλείστου, συμπεριλαμβανομένων των ισοβιτών, να αποταθεί στο Συμβούλιο Αποφυλάκισης Κρατουμένων επ' Αδεία και να ζητήσει άδεια να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του εκτός φυλακών, υπό όρους και περιορισμούς και επιτηρούμενος.

Όμως, για να εισαχθεί και να λειτουργήσει ο θεσμός στην Κυπριακή Δημοκρατία συνέβαλαν οι συστάσεις της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εισαγωγή, στα κράτη – μέλη του, του θεσμού της αποφυλάκισης έγκλειστων υπό όρους. Ακολούθησαν οι εκθέσεις της Επιτρόπου Διοικήσεως το 2004 για το σωφρονιστικό ίδρυμα, αλλά και η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2008 για τις συνθήκες κράτησης των βαρυποινιτών στις φυλακές της Δημοκρατίας, αλλά και για την απουσία προγραμμάτων αναμόρφωσης.

Η απόφαση ορόσημο

Ορόσημο για τον θεσμό ήταν η απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στην αίτηση του Παναγιώτη Καυκαρή. Ο Παναγιώτης Καυκαρής καταδικάστηκε το 1989 από το Κακουργιοδικείο για τη δολοφονία του Πανίκου Μιχαήλ και των δύο παιδιών του, αδικήματα που διαπράχθηκαν το 1987. Στο πλαίσιο της δίκης, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε το Κακουργιοδικείο να διευκρινίσει το ζήτημα της πραγματικής διάρκειας της ισόβιας φυλάκισης ενόψει ρύθμισης, στους τότε ισχύοντες περί Φυλακών Κανονισμούς, σύμφωνα με την οποίαν ο όρος «ισόβια φυλάκιση» σήμαινε φυλάκιση 20 ετών.

Το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε πως ο όρος «ισόβια φυλάκιση», όπως προνοείται στον περί Ποινικού Κώδικα Νόμο, σημαίνει φυλάκιση μέχρι τέλους της βιολογικής ζωής του καταδικασθέντος. Παρά την απόφανση αυτή του Κακουργιοδικείου, όταν ο ισοβίτης προσήχθη στις φυλακές για να εκτίσει την ποινή του, η Διεύθυνση του Τμήματος Φυλακών του παρέδωσε έγγραφο, στο οποίο αναφερόταν ότι η έκτιση της ποινής θα διαρκούσε μέχρι τις 16.7.2002.

Κατά διάρκεια του εγκλεισμού του, ο ισοβίτης καταδικάστηκε για τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος και του επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή, διά της οποίας η ημερομηνία αποφυλάκισής του μετατέθηκε για τις 2.11.2002.

Επειδή στις 2.11.2002 δεν αποφυλακίστηκε, ο ισοβίτης προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, αιτούμενος την άμεση αποφυλάκισή του. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε πως ο εγκλεισμός του μετά την 2.11.2002 ήταν νόμιμος και σύμφωνος με την απόφαση του Κακουργιοδικείου. Ο ισοβίτης προσέφυγε ενώπιον του Ε.Δ.Α.Δ. ισχυριζόμενος πως η συνέχιση του εγκλεισμού του παραβίαζε σωρευτικά το Άρθρο 3, το Άρθρο 5 παρ.1 και 4 και το Άρθρο 7 της Ε.Σ.Δ.Α.

Το Ε.Δ.Α.Δ. διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 7 λόγω της ανεπάρκειας του τότε ισχύοντος νομικού πλαισίου. Συγκεκριμένα, η ανεπάρκεια του νομικού πλαισίου έγκειτο στο γεγονός ότι, την ημέρα της καταδίκης του, οι τότε ισχύοντες περί Φυλακών Κανονισμοί (οι οποίοι στη συνέχεια κηρύχθηκαν ως αντισυνταγματικοί), όριζαν ως πραγματική διάρκεια των ισοβίων τα 20 έτη.

«Η προστασία της κοινωνίας προηγείται των δικαιωμάτων όσων έχουν εγκληματήσει»

Για τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Αποφυλακίσεως Κρατουμένων επ’ Αδεία μίλησε στη «Σ» η Πρόεδρός του, Αλεξάνδρα Κ. Λυκούργου. Αρχικά, η κυρία Λυκούργου ξεκαθάρισε ότι στην κλίμακα των αξιών της Πολιτείας μας, η προστασία της κοινωνίας προηγείται των δικαιωμάτων όσων έχουν εγκληματήσει και έχουν καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης. Πρόσθεσε ότι η θεσμοθέτηση του δικαιώματος του εγκλείστου να αποφυλακιστεί επ’ αδεία και η λειτουργία του Συμβουλίου αποδεικνύουν την επιθυμία της Πολιτείας να εκσυγχρονίσει και να βελτιώσει το σωφρονιστικό σύστημά της. Πρόσθεσε ότι «ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Μάριος Χαρτσιώτης επιδεικνύει ιδιαίτερο και έμπρακτο ενδιαφέρον για το όλο ζήτημα».

Ξεκαθάρισε ότι τα δικαιώματα των φυλακισμένων και ειδικά το δικαίωμά τους να αποφυλακισθούν επ’ αδεία δεν υφίστανται ερήμην της κοινωνίας και της πρωταρχικής ανάγκης για την προστασία της από το έγκλημα και τους εγκληματίες.

Υπογράμμισε ότι η αυτονόητη επιθυμία του εγκλείστου ν’ αποφυλακιστεί επ’ αδεία πρέπει πάντοτε να εξετάζεται με γνώμονα την προστασία της κοινωνίας και να ικανοποιείται μόνο αν, κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του, αυτός μεταμελήθηκε ειλικρινά, βελτιώθηκε ηθικά και περιόρισε στο ελάχιστο την επικινδυνότητά του. «Σε αντίθετη περίπτωση, θα καταλήξουμε να εφαρμόζουμε και στο σωφρονιστικό μας σύστημα έναν επικίνδυνο δικαιωματισμό», είπε.

Ξεκαθάρισε ότι το Συμβούλιο ανέλαβε έναντι της Πολιτείας την υποχρέωση να προστατεύει τα δικαιώματα των εγκλείστων όπως αυτά αναγνωρίζονται από τον νόμο. «Δεν ανέλαβε την υποχρέωση να ικανοποιεί τις απλές επιθυμίες τους».

Η εξέταση της αίτησης

Στη συνέχεια μίλησε για τον τρόπο λειτουργίας του Συμβουλίου, αναφέροντας ότι αποτελεί όργανο του κράτους, το οποίο διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Συγκεκριμένα, αποτελείται από πέντε μέλη: Έναν πρώην δικαστή, έναν νομικό και τρεις άλλους ειδικούς επιστήμονες.

Σημείωσε ότι κάθε κρατούμενος, ο οποίος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη από 2 χρόνια, έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για να αποφυλακισθεί επ’ αδεία. «Τέτοιο δικαίωμα έχει και ο ισοβίτης», είπε.

Επεσήμανε ότι το δικαίωμα ρυθμίζεται από τον περί Φυλακών Νόμο. «Για να εγκριθεί η αίτηση πρέπει να ικανοποιούνται κάποιες προϋποθέσεις, οι οποίες σχετίζονται με τη συμπεριφορά και την πρόοδο του κρατουμένου». Πρόσθεσε ότι ο κρατούμενος δεν πρέπει να αντιμετωπίζει την παραμονή του στη φυλακή σαν νεκρό χρόνο. «Έχει συμφέρον να αξιοποιεί τον χρόνο του εγκλεισμού και να τον μετατρέπει σε ωφέλιμο και δημιουργικό», τόνισε.

Ερωτηθείσα πόσες αιτήσεις αποφυλάκισης υποβάλλονται ανά έτος, ανέφερε ότι υποβάλλονται περίπου 80, ενώ επί του παρόντος, από αυτές εγκρίνονται ελαφρώς λιγότερες από τις μισές. Πρόσθεσε ότι, επί τη βάσει του ισχύοντος Δικαίου, τα θύματα ή οι συγγενείς τους δεν ενημερώνονται για την αποφυλάκιση κρατουμένου επ’ αδεία.

Ακόμη, ανέφερε ότι, μετά την υποβολή της αίτησης, το Συμβούλιο ζητά από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, Ψυχικής Υγείας, το Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλημάτων της Αστυνομίας και από το Τμήμα Φυλακών εκθέσεις σχετικές με τον κρατούμενο. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο καλεί τον κρατούμενο για συνέντευξη. Ο κρατούμενος έχει το δικαίωμα να καλέσει μάρτυρες και να παρουσιάσει γραπτή μαρτυρία.

Πότε εγκρίνεται η αίτηση αποφυλάκισης επ’ αδεία

Μετά το τέλος της συνέντευξης το Συμβούλιο αξιολογεί όλα τα στοιχεία που έχει ενώπιόν του και εγκρίνει την αίτηση, αν διαπιστώσει ότι:

Α) Η φυλάκιση βοήθησε τον κρατούμενο να μετανοήσει ειλικρινά για το έγκλημα που διέπραξε, να βελτιώσει τον χαρακτήρα του, να περιορίσει την επικινδυνότητά του για την κοινωνία και να περιορίσει τις πιθανότητες να επαναλάβει το έγκλημα.

Β) Ο κρατούμενος έχει συγγενείς ή φίλους, οι οποίοι θέλουν και μπορούν να τον στηρίζουν ενόσω αυτός εκτίει την ποινή του εκτός της φυλακής.

Γ) Ο κρατούμενος έχει ετοιμάσει ένα πρόγραμμα εργασίας και καθημερινών δραστηριοτήτων, το οποίο θα ακολουθεί ενόσω εκτίει την ποινή του εκτός της φυλακής και το οποίο θα τον βοηθήσει να μείνει μακριά από το έγκλημα.

Σημειώνεται πως το Συμβούλιο, για να εγκρίνει την αίτηση, λαμβάνει υπ’ όψιν το είδος του αδικήματος για το οποίο ο κρατούμενος εκτίει ποινή φυλάκισης, τη διάρκεια της ποινής, τα σχόλια του δικαστηρίου, το ποινικό μητρώο, τη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, την ειλικρινή μεταμέλειά του, τη συνειδητοποίηση των συνεπειών του εγκλήματος που διέπραξε για το θύμα και τους συγγενείς του, την έκθεση της Ψυχολόγου, τις τυχόν πληροφορίες για σχεδιασμό από τον κρατούμενο κακόβουλων πράξεων εναντίον του θύματός του ή των οικείων του κ.ά.

Σε καθεστώς περιορισμένης ελευθερίας

Μετά την έγκριση, ο κρατούμενος ζει μέσα στην κοινωνία, όμως υπό το καθεστώς περιορισμένης ελευθερίας. Όπως εξήγησε η κ. Λυκούργου, ο κρατούμενος υποχρεούται να τηρεί συγκεκριμένους όρους και περιορισμούς και επιτηρείται μέχρι τη συμπλήρωση της έκτισης της ποινής που το επέβαλε το δικαστήριο. «Αυτοί οι όροι και οι περιορισμοί καταγράφονται στην απόφαση του Συμβουλίου και η τήρησή τους ελέγχεται συνεχώς από τον Επιτηρητή και από το ίδιο το Συμβούλιο».

«Υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις όπου κρατούμενοι παραβίασαν τους όρους αποφυλάκισης»

Αξίζει να σημειωθεί ότι, ανάλογα με τη συμπεριφορά του κρατουμένου, το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιήσει ή να ακυρώσει όρους και περιορισμούς που τέθηκαν στην αρχική απόφαση. Ακόμη, σε περίπτωση που ο κρατούμενος παραβιάσει κάποιον όρο, το Συμβούλιο μπορεί ν’ ανακαλέσει την απόφαση για την αποφυλάκιση επ’ αδεία. Η κ. Λυκούργου επεσήμανε ότι επί του παρόντος υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις, όπου η αρχική απόφαση αποφυλάκισης επ’ αδεία ανακλήθηκε, διότι διαπιστώθηκε η εκ μέρους του αποφυλακισθέντος παραβίαση όρων της αποφυλάκισης.

Ερωτηθείσα αν υπάρχουν τα κατάλληλα προγράμματα επανένταξης των αποφυλακισθέντων, απάντησε ότι στο Τμήμα Φυλακών λειτουργεί το Πρόγραμμα Απεξάρτησης «ΔΑΝΑΗ», το οποίο βοηθά του ναρκομανείς ν’ απεξαρτηθούν ενόσω είναι έγκλειστοι.