Καιρός να γίνω λάσπη!

Υπήρξαν στιγμές που τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει της ψυχής μου το μάνιασμα. Αγρίμι γεννήθηκα. Καπετάν φασαρίας και σαματατζής. Είχα άποψη κι ο λόγος μου ασήκωτος. Βαρύς. Πιο βαρύς κι από δέκα καντάρια σίδερο. Μα πάνε της νιότης οι μαγκιές και καπατσοσύνες. Πρόκοψα! Και μόλις είδα λίγο χαΐρι, ενσωματώθηκα στων οχαδελφιστών το αδελφάτο, κι άφησα ένα δράμι προκοπής να ξεσκαρτάρει της ψυχής μου την θύελλα.

Χαμένος στης ανεμοδούρας την καλοπέραση, ξέχασα πως στοχαστής γεννήθηκα. Λαξευτής της ψυχής και του πνεύματος. Χρέος μου; Να υπηρετήσω τις τέχνες και τα γράμματα. Του Όμηρου να αφουγκραστώ την αχνάδα. Μα πρόδωσα της Μοίρας το μοιράδι. Βολεύτηκα στης μπέικης ζωής το νοικοκύρεμα. Κι αντί να φωνάζω απ’ το βράδυ ως το πρωί, ξεσηκωθείτε ραγιάδες να λευτερώσουμε την σακατεμένη μας πατρίδα, άρχισα να γυροφέρνω σε τσιμπούσια, ανθεστήρια και φαγοπότια· και για δέκα σκουριασμένες μπακίρες να πουλώ την ψυχή μου σε παραλήδες θαμώνες που ερχόντουσαν στα γλεντοκομάγαζα όπου δούλευα για να διασκεδάσουν.

Κι εκεί που πήρα εντολή απ’ τις Μοίρες να άγω τις ψυχές των ανθρώπων, κατάντησα να είμαι ένας περιπλανώμενος μενεστρέλος. Ένας πλανόδιος τροβαδούρος. Κι ένας ακόμα ασήμαντος παρακεντές του κατεστημένου. Και το χειρότερο; Άφησα μια χούφτα αμάθευτων πολιτευτάδων, οι πλείστοι βουτηγμένοι μέχρι τον λαιμό στην χαβούζα της διαφθοράς, να κουμαντάρουν την ζωή μου!

Ω καιροί… ω ήθη!

Κάποια στιγμή πήρα ένα τεφτέρι κι άρχισα να σουμάρω τα επιτεύγματα μου. Μ’ άνθρακας ο θησαυρός. Ένα ΤΊΠΟΤΑ μου έβγαλε η σούμα. Τι κι αν πενήντα τόσα χρόνια παιδεύομαι της γλώσσας μου να ξεζουμίσω τα λούσα. Να πείσω ξεπεσμένους γραικύλους πως δεν είναι ονείρωξη και πολιτικός ουτοπισμός να πιστεύουμε, ναι, πως κάποια μέρα θα μπορούσαμε να δούμε την πατρίδα μας λεύτερη. Πως δεν πρέπει να αποδεχτούμε οποιαδήποτε λύση η οποία θα νομιμοποιήσει των κουρσάρων τις θηριωδίες. Λύση η οποία θα εγκρίνει την μοιρασιά των κατακτητών στο πλιάτσικο… Ασημώνοντας τις βαρβαρότητες τους και δίνοντας τους πουρμπουάρ την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, την Μόρφου, το Καρπάσι, τον Καραβά, την Λάπηθο… Μα κανείς δεν μ’ ακούει!

Φωνή βοώντος εν τη ερήμω…

Ναι…
Τ’ έχω παράπονο γιατί κανείς δεν βρίσκει χρόνο
του μελωδού να αφουγκραστεί τον πικραμό.
Άνθρωποι μηχανές
γυροφέρνουν μια στο χτες και μια στο σήμερα·
αλόγιαστα τρέχουν του αύριο να προλάβουν τον ίλιγγο.
Κι οι πληγιασμένες λέξεις,
που απ’ της ψυχής μου βγαίνουν το άβατο,
αξεφύλλιστες μένουν κι αδιάβαστες…

Άδικα παιδεύομαι…

Τι κι αν άφησα το τραγούδι και τα μπουζουκομάγαζα κι άρχισα να γράφω. Σενάρια, λιμπρέτα, μιούζικαλ, όπερες, άρθρα στις εφημερίδες, ποιήματα… βιβλία… προσπαθώντας μ’ ένα μολύβι να σπρώξω τον ραγιά να κάνει ένα βήμα προς τα μπρος. Να ξεστραβωθεί! Να αποβάλει απ’ την ψυχή του τα τετρακόσια χρόνια που έζησε στην αλυτρωσιά στρώνοντας το τραπέζι σε Οθωμανούς πασάδες. Κουτσός στον κάμπο έτρεχα να πιάσω καβαλάρη…

Ελάσσονας λογοτέχνης ελάσσονος απήχησης!

Δεν αποβάλλονται έτσι εύκολα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς. Γιέσμεν παραμείναμε. Δουλοπρεπείς γλείφτες. Κι ανεντρόπιαστα, συνεχίζουμε να κάνουμε τεμενάδες στους δεσποτάδες μας.

Ακόμα κι αυτούς τους μακρόσυρτους ανατολίτικους γιαρέδες που τραγουδούσαν στους καφενέδες οι σκλάβοι παππούδες μας δεν καταφέραμε να ξεράσουμε. Κι έτσι και δούμε καμιά πιτσιρίκα να χορεύει τσιφτετέλι πάνω στο τραπέζι, να μας όλους όρθιους να χειροκροτούμαι με ενθουσιασμό και να φωνάζουμε μπράβο.

Εκεί έχουμε μείνει. Αυτό έχουμε ανάγκη. Αυτό θεωρούμε διασκέδαση και πολιτισμό. Αλυσόδετοι στων Οθωμανών αφεντάδων μας τις ζαρτιέρες, συνεχίζουμε να γλεντοκοπούμε με ανατολίτικους αμανέδες και τσιφτετέλια τούρκικα.

Τι κι αν κάποιοι ανυπότακτοι Κύπριοι επίμονα δηλώνουν πως είμαστε Έλληνες. Πως οι παππούδες μας ήσαν Αχαιοί. Πως την γλώσσα του Ομήρου μιλάμε εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Πως όποια πέτρα κι αν σηκώσουμε Έλληνες ρηγάδες θα βρούμε. Ελληνικά βασίλεια και τους θεούς του Ολύμπου. Τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Οδυσσέα, τον Αριστοτέλη, τον Πυθαγόρα, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, τον Διογένη, τον Ζήνωνα, τον Θουκυδίδη, τον Ηρόδοτο… και τόσους άλλους Έλληνες που χάρισαν το φως στην ανθρωπότητα.

Αφήσαμε μια χούφτα νεοκύπριων εντολογόθων των Ογούζων να γεμίσουν τα μυαλά μας με χαλκευμένες ειδήσεις, και επιτηδείως να εμφυτεύσουν στο πνεύμα μας τα επιτεύγματα του Εφιάλτη.

Σεσοφισμένοι τεχνήμονες τρέχουν στο σαράι του πασά και καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι βγάζουν selfies με Τούρκους κεχαγιάδες. Ενώ την ίδια στιγμή, κάποια άλλα σκλαβάκια, τιμή τους και καμάρι τους, τρέχουν στην «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» για να γεμίσουν τα ντεπόζιτα των αυτοκινήτων τους με φθηνή βενζίνη, να ρίξουν «μια ζαριά καλή» στα καζίνο των κατακτητών, να φάνε φρέσκο ψάρι στο γραφικό λιμανάκι της Girne· και στους ήχους του ταμπουρά να χορέψουν «Αμάν Κουζούμ Αμάν Γιαβρούμ» παρέα με ξενομερίτες κουβαλητούς της μαντίλας.

Ναι… Υπήρξαν στιγμές που τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει της ψυχής μου το μάνιασμα. Ποτές δεν το έβαζα κάτω. Κι όμως, μετά από πενήντα χρόνια πάλεμα εξέρχομαι ηττημένος. Δεν με νίκησαν των οχτρών τα τόξα. Των ραγιάδων η ύπνωση και ο ντεφετισμός είναι που μ’ έριξαν στο καναβάτσο. Μελάνι έχω. Η ψυχή μου είναι που στέγνωσε. Κουράστηκα τόσα χρόνια να παιδεύομαι κι η σούμα να βγάζει πως τίποτα, μα ΤΊΠΟΤΑ απολύτως δεν πέτυχα!

Από όσα έχω γράψει ένα βρίσκω πως είν’ το πιο αληθινό…

Μια σταλαγματιά βροχής είναι ο άνθρωπος.
Μόλις μπαρουτιάσει ο ουρανός
κουλουριάζεται γύρω από ένα αστροπελέκι
πέφτει με φόρα στη γης
και γίνεται λάσπη…

Άδικα ήρθα. Κι άδικα παιδεύομαι τόσα χρόνια. Μπαρουτιασμένος είναι και πάλι ο ουρανός.

Καιρός να γίνω λάσπη…