Τραμπ - Χάρις: Ένα εκρηκτικό ντιμπέιτ δίχως όραμα και απαντήσεις
Ενώ ο Τραμπ είχε το «όνομα» του σκληρού συνομιλητή, στο ντιμπέιτ η Χάρις προχώρησε στις περισσότερες ανηλεείς επιθέσεις
Εάν σκοπός του ντιμπέιτ είναι η διαφώτιση των ψηφοφόρων για τις πολιτικές θέσεις του κάθε υποψηφίου, τότε Ντόναλντ Τραμπ και Κάμαλα Χάρις απέτυχαν παταγωδώς. Από τη μια, ο πρώην Πρόεδρος άφησε την ανθυποψήφιά του να του προκαλεί εκνευρισμό, παρέμενε εμμονικά προσκολλημένος στις προεδρικές εκλογές του 2020, ενώ δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει τις προφανείς του αδυναμίες. Αν και είχε πολλές ευκαιρίες να αναδείξει την πολιτική ανακολουθία της Αντιπροέδρου της κυβέρνησης Μπάιντεν, αρκέστηκε σε προσωπικές επιθέσεις και περιφρονήσεις, χωρίς ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο. Αντίστοιχα, η απόδοση της Χάρις περιγράφηκε πολύ σωστά από τον αντίπαλό της. Στο καταληκτικό του σχόλιο, ο Τραμπ υπέδειξε σωστά ότι η υποψήφια των Δημοκρατικών μιλάει γενικά και αόριστα, λες και δεν βρίσκεται στη θέση του Αντιπροέδρου. Εύλογα οι δύο υποψήφιοι επικεντρώθηκαν στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, εντούτοις η συζήτηση κυρίως για την Ουκρανία παρουσίασε έντονο ενδιαφέρον, κυρίως λόγω των θέσεων που εξέφρασε ο πρώην Πρόεδρος και του τρόπου που ενδέχεται να διαχειριστεί το ζήτημα σε περίπτωση επανεκλογής του.
Ποιος είναι ο πραγματικός νικητής;
Το κλίμα πριν από το ντιμπέιτ ήταν εντελώς διαφορετικό. Ο Τραμπ ανάλωσε το μεγαλύτερο μέρος της προεκλογικής του εκστρατείας εμφανιζόμενος ως «αντισυστημικός», ο οποίος θα ανατρέψει την καταστροφική θητεία των Μπάιντεν και Χάρις. Η ανθυποψήφία του όμως μέσα σε λίγες μόνο ώρες μετατόπισε το επίκεντρο της προεκλογικής από την τετραετία Μπάιντεν στις συνέπειες της ενδεχόμενης επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ.
Όταν πια τελείωσε η τηλεμαχία, ήταν ξεκάθαρο για πολλούς αναλυτές ότι η δυναμική που είχε δημιουργήσει η Χάρις μετά την «απρόσμενη» αντικατάσταση του Τζο Μπάιντεν είχε αποκατασταθεί. Και επειδή «στη βράση κολλάει το σίδερο», ο διευθυντής της προεκλογικής της εκστρατείας προανήγγειλε την ετοιμότητά της γι’ ακόμη ένα ντιμπέιτ με τον Τραμπ. Αντίθετα, ο πρώην Πρόεδρος υποστήριξε ότι το ντιμπέιτ ήταν «στημένο» από το τηλεοπτικό δίκτυο ABC υπέρ της Δημοκρατικής αντιπάλου του. «Ήταν μια στημένη συμφωνία, όπως είχα υποθέσει ότι θα είναι, όταν κοιτάς το γεγονός ότι διόρθωναν όλα (όσα έλεγα) και δεν διόρθωναν όσα εκείνη έλεγε».
Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, σε μια μάχη που οι υποψήφιοι προσπάθησαν να παρουσιάσουν εαυτούς ως κομιστές της αλλαγής, η Κάμαλα Χάρις κατάφερε να κερδίσει τις εντυπώσεις μετατοπίζοντας τη συζήτηση στον Ντόναλντ Τραμπ, χωρίς να χρειαστεί να βρεθεί υπόλογη των λαθών της κυβέρνησης, στην οποία είναι αντιπρόεδρος. Το ντιμπέιτ, το οποίο σε κάποια σημεία θύμισε την τηλεμαχία Τραμπ - Κλίντον το 2016, επέτρεψε στη Χάρις να οδηγήσει τη συζήτηση στα κακώς κείμενα της διακυβέρνησης του ανθυποψηφίου της, κρατώντας παράλληλα αποστάσεις από τον Μπάιντεν και αποφεύγοντας την ανάκριση για τις δικές της πολιτικές παραλείψεις.
Η πρώην εισαγγελέας έβαλε τον πρώην Πρόεδρο σε θέμα άμυνας, αφού με σκληρό αλλά μεθοδικό τρόπο ξεμπρόστιασε το «πλούσιο» βιογραφικό του, στήνοντας παγίδες για τους χειρισμούς του σχεδόν σε όλα τα μέτωπα, από τον κρίση του κορωνοϊού μέχρι και τη θέση των ΗΠΑ στον διεθνές σύστημα. Κατά γενικήν ομολογίαν, ο Τραμπ έπεσε σχεδόν σε όλες αυτές τις παγίδες και δεν μπορούσε να κρύψει τον εκνευρισμό του. Αντίθετα, η Χάρις γελούσε με τον αντίπαλό της, κοροϊδεύοντάς τον ότι ήταν αντικείμενο χλευασμού ξένων ηγετών και υπενθυμίζοντάς του το ντροπιαστικό σκηνικό στα Ηνωμένα Έθνη.
Παρά όμως τον ενθουσιασμό που επικράτησε στο στρατόπεδο της Χάρις μετά την τηλεμαχία, οι ειδικοί προσγειώνουν απότομα τη Δημοκρατική υποψήφιο, εξηγώντας ότι αυτό δεν είναι αρκετό για να υποχωρήσει η υποστήριξη προς τον πρώην Πρόεδρο. Παραμένει όμως γεγονός ότι, ενώ ο Τραμπ είχε το «όνομα» του σκληρού συνομιλητή, στο ντιμπέιτ η Χάρις προχώρησε στις περισσότερες ανηλεείς επιθέσεις. Φυσικά αυτή η στρατηγική χρησιμοποιήθηκε με πολιτικό κόστος, αφού της άφησε λιγότερο χρόνο για να καθορίσει τη δική της υποψηφιότητα και να αντικρούσει την κριτική που δέχθηκε για ζητήματα όπως η μετανάστευση και η οικονομία.
Είναι γεγονός ότι η Χάρις ανάλωσε περισσότερο χρόνο μιλώντας για τον αντίπαλό της παρά για τον εαυτό της, υπολογίζοντας ότι είχε περισσότερα να κερδίσει αποδεικνύοντας ότι μπορούσε να στέκεται ίση απέναντί του και να εξαπολύει αντίστοιχα αιχμηρές επιθέσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παρέλειψε να απαντήσει ορισμένες ερωτήσεις, επιμένοντας να στρέφει τη συζήτηση στην τετραετία του πρώην Προέδρου. Παίζοντας με τις κάμερες, ρωτούσε τους Αμερικανούς όχι μόνο να φανταστούν πώς θα είναι η ζωή τους επί της προεδρίας της, αλλά, το κυριότερο, να θυμηθούν τι είχε συμβεί επί διακυβέρνησης Τραμπ.
Τι δεν απάντησε;
Έτσι η Χάρις «στέφθηκε» μεν νικήτρια, εντούτοις οι ψηφοφόροι που έψαχναν απαντήσεις για τις πολιτικές της δύσκολα τις βρήκαν κατά τη διάρκεια της εμφάνισής της στο ντιμπέιτ. Σύμφωνα με αμερικανικά ΜΜΕ, η αντιπρόεδρος ανάλωσε περίπου τον μισό χρόνο που είχε στη διάθεσή της για επιθέσεις κατά του Τραμπ. Τον κατηγόρησε για ψέματα, για επικίνδυνες σχέσεις με δικτάτορες, ενώ στον υπόλοιπο χρόνο έκανε αναφορά στα επιτεύγματα, όπως τα χαρακτήρισε, του Μπάιντεν στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική.
Αν και αναφέρθηκε σε κάποια σχέδια που έχει εάν κερδίσει τον προεδρικό θώκο, δεν έδωσε καινούργιες πληροφορίες γι’ αυτά. Για παράδειγμα, στο ζήτημα της οικονομίας, το οποίο θεωρείται ένα από τα κρισιμότερα θέματα της προεκλογικής ατζέντας, μετά βίας άγγιξε την επιφάνεια της συζήτησης για το πώς θα διαχειριστεί τη φορολογία, την προσιτή στέγαση και την κρατική στήριξη στις νέες οικογένειες.
Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, δεσμεύτηκε για μια λύση δύο κρατών στη Μέση Ανατολή και για υποστήριξη της Ουκρανίας στη νίκη επί της Ρωσίας, αλλά δεν επεκτάθηκε στο πώς θα επιδιώξει να πετύχει αυτούς τους στόχους. Δεσμεύτηκε να μην απαγορεύσει το fracking, αλλά είπε ελάχιστα για το πώς σχεδιάζει να επενδύσει σε κλιματικές λύσεις. Συνέχισε επίσης να αποφεύγει ερωτήσεις σχετικά με το γιατί πρόσφατα αποστασιοποιήθηκε από τις θέσεις που πήρε στην προσπάθειά της να είναι υποψήφια των Δημοκρατικών το 2020. Το πιο σημαντικό, έκανε πολύ λίγα για να ξεχωρίσει τα σχέδιά της από αυτά του Μπάιντεν σε μια εκλογική διαδικασία, όπου οι πολίτες φαίνεται να διψάνε για αλλαγές.
Φυσικά, ούτε ο Τραμπ κατόρθωσε να παρουσιάσει ή να υπερασπιστεί τις πολιτικές του θέσεις. Μάλιστα, για τους επικριτές του ο πρώην Πρόεδρος επιβεβαίωσε αυτό που ήταν προφανές εδώ και χρόνια: «Ο κύριος στόχος του, εάν κερδίσει άλλη μια θητεία, θα ήταν να κάνει ό,τι καλύτερο για τον Ντόναλντ Τραμπ. Δεν είναι ικανός να υπηρετήσει τη χώρα».
Η καλύτερη στιγμή της βραδιάς για τον Τραμπ ήταν όταν ρώτησε την αντίπαλό του τι θα έκανε διαφορετικά από τα προηγούμενα τριάμισι χρόνια. Ούτε ο πρώην Πρόεδρος, ούτε οι ψηφοφόροι πήραν απάντηση στο καίριο αυτό ερώτημα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία
Κατά τη διάρκεια του ντιμπέιτ ο Τραμπ είχε δύο φορές την ευκαιρία να απαντήσει αν θέλει να δει την Ουκρανία να κερδίζει τον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Απέφυγε και τις δύο αυτές ευκαιρίες, απαντώντας ότι είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ «να τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Αυτό που θα κάνω είναι να μιλήσω στον έναν, να μιλήσω και στον άλλον. Θα τους κάνω να συναντηθούν. Αυτός ο πόλεμος πεθαίνει να διευθετηθεί».
Σύμφωνα με την Politico, ο πρώην Πρόεδρος, αρνούμενος να δώσει άμεση απάντηση για τον πόλεμο στην Ουκρανία, ουσιαστικά έδωσε μια γεύση για το πώς θα προσεγγίσει το ζήτημα εάν επανεκλεγεί. Τα σχόλιά του δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπει την κατάσταση στην εμπόλεμη χώρα, επιβεβαιώνοντας την «τραμπιανή» εκδοχή της realpolitik που θα εφαρμόσει στο ενδεχόμενο δεύτερης προεδρικής θητείας. Για τους αναλυτές, αυτό ισοδυναμεί με μια κυβέρνηση πολύ λιγότερο ικανή να αμφισβητήσει τις βλέψεις της Ρωσίας στην Ουκρανία και πιο «ανυπόμονη» να κλείσει ειρηνευτικές συμφωνίες.
Η Χάρις, με τη σειρά της, κατηγόρησε τον Τραμπ ότι είναι πρόθυμος να εγκαταλείψει την Ουκρανία για να κερδίσει την εύνοια του Πούτιν, θέτοντας σε κίνδυνο τους Δυτικούς συμμάχους. «Διαφορετικά, ο Πούτιν θα καθόταν στο Κίεβο και θα στόχευε την υπόλοιπη Ευρώπη, ξεκινώντας από την Πολωνία. Ο Πούτιν θα έτρωγε τον Τραμπ για μεσημεριανό», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η συζήτηση για την Ουκρανία υπογραμμίζει για άλλη μια φορά την εκτίμηση ότι ο Τραμπ σε περίπτωση δεύτερης θητείας θα απομακρύνει την προσέγγιση των Ρεπουμπλικανών στην εξωτερική πολιτική ακόμη πιο μακριά από τις ρίζες του «Ριγκανισμού», όταν μάλιστα τον βαραίνουν κατηγορίες για «συμπαιγνία» με τη Ρωσία κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Οβάλ Γραφείο.