Συνεντεύξεις

Η γλώσσα: ανθρώπινο προνόμιο

Συνέντευξη με τον Καθηγητή στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών Φοίβο Παναγιωτίδη

Ο κ. Φοίβος Παναγιωτίδης είναι συγγραφέας των μονογραφιών Categorial Features (2015) και Pronouns, Clitics and Empty Nouns (2002), καθώς και πλήθους άρθρων σε διεθνή περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους.

Έχει παρουσιάσει πάνω από 210 ανακοινώσεις και ομιλίες σε μια ευρεία γκάμα θεμάτων, που εκτείνεται από ζητήματα δομής της νοητικής γραμματικής, γραμματικών χαρακτηριστικών και ανάλυσης της ονοματικής φράσης, μέχρι τη γλωσσική κατάκτηση, τη διαλεκτολογία και τη γλωσσική πολιτική.

Το εκλαϊκευτικό βιβλίο του «Μίλα μου για Γλώσσα» εκδόθηκε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το 2013. Τον Φεβρουάριο του 2018 προσέφερε το ανοιχτό μάθημα «Τι είναι γλώσσα; Από τη νόηση στη φωνή» μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας Mathesis. Tο 2021 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μέσα από τις λέξεις» από τις Εκδόσεις του 21ου. Πρόσφατα, από τις Εκδόσεις Νήσος, κυκλοφόρησε η εισαγωγή του στη γλωσσική θεωρία με τίτλο Μεταξύ Νόησης και Φωνής.

ΦΩΤΟ ΑΡΘΡΟΥ ΜΑΡΙΖΑΣ.JPG

Γιατί μας νοιάζει τόσο πολύ το πώς μιλάμε; Μήπως τελικά το κάνουμε μεγάλο θέμα;

Η γλώσσα αποτελεί ανθρώπινη ιδιομορφία κι ανθρώπινο προνόμιο, με τον τρόπο που η ύφανση ιστών είναι προνόμιο των αραχνών, το ραντάρ υπερήχων των νυχτερίδων και η χρησιμότατη προβοσκίδα είναι προνόμιο των ελεφάντων. Μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος όπως οι προβοσκίδες τους ελέφαντες και η ύφανση ιστών τις αράχνες.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η γλώσσα αφορά περισσότερο κόσμο απ’ ό,τι λ.χ. η νομική επιστήμη, αφού όλοι οι άνθρωποι διαθέτουμε γλώσσα, ομιλούμενη ή νοηματική, ενώ πάλι η ερμηνεία των νόμων ενδεχομένως να μην απασχολεί κάποιους από εμάς, δεν ξέρω πόσους. Είναι αναπόφευκτο ότι όλοι λοιπόν θα έχουν απόψεις και γνώμες για τη γλώσσα, όπως λ.χ. όλοι οι ελέφαντες θα είχαν άποψη για την προβοσκίδα, αν είχαν οι ελέφαντες απόψεις. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ακόμα πιο θαρραλέα ότι η γλώσσα είναι ακριβώς αυτό που μας κάνει ανθρώπους, και πάλι με τον τρόπο που ίσως ο ηχοεντοπισμός κάνει τις νυχτερίδες να είναι νυχτερίδες.

Η μέριμνα λοιπόν για τη γλώσσα δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς που δουλεύουν με τη γλώσσα, π.χ. φιλολόγους, συντάκτες, ποιητές, μεταφραστές, επιμελητές κ.λπ. κι αυτό είναι παραπάνω από αναμενόμενο. Θέλοντας και μη, μας αφορά όλες κι όλους η γλώσσα, και φαίνεται ακόμα και στην καθημερινή ζωή μας.

Τι σημαίνει μιλάω σωστά Ελληνικά; Τα Κυπριακά είναι γλώσσα ή διάλεκτος; Ποια είναι η διαφορά γλώσσας και διαλέκτου;

«Μιλάω σωστά Ελληνικά» συνήθως πάει να πει ότι χρησιμοποιώ την πρότυπη γλώσσα, τη γλωσσική ποικιλία που η κοινωνία θεωρεί την ενδεδειγμένη για δημόσια έκφραση και επικοινωνία. Μάλιστα συνήθως η εντύπωση ότι κάποιος μιλάει σωστά μια γλώσσα δημιουργείται μόνο και μόνο επειδή μιλάει στην πρότυπη γλωσσική ποικιλία, στην ποικιλία που διαθέτει κύρος. Απεναντίας, αρκετές αντιδράσεις μας απέναντι σε «άθλια» ή «λάθος» Ελληνικά πυροδοτούνται κυρίως από τη χρήση στοιχείων μιας στιγματισμένης γλωσσικής ποικιλίας, και μάλιστα μιας ποικιλίας ταυτισμένης με μια κοινωνική ομάδα που διακρίνεται για το χαμηλό κοινωνικό ή οικονομικό της στάτους. Γι’ αυτά τα ζητήματα έχουν πολλά και διαφωτιστικά να μας πουν οι κοινωνιογλωσσολόγοι.

Η Κυπριακή Ελληνική είναι διάλεκτος, ως γνωστόν. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για παραλλαγή της Ελληνικής που λ.χ. μιλάω εγώ, αν και βεβαίως οι δυο ποικιλίες συγγενεύουν πάρα-πάρα πολύ. Επίσης, «διάλεκτος» δεν σημαίνει ελλιπής ή κολοβή γλωσσική ποικιλία: κάθε γλωσσική ποικιλία έχει τη δική της γραμματική και το δικό της λεξιλόγιο. Αυτά τα θέματα τα έχουν επιλύσει οι γλωσσικές επιστήμες εδώ και δεκαετίες.

Ακριβώς γι’ αυτό, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου δεν είναι γραμματική ή λεξιλογική. Ο διαχωρισμός μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου προέρχεται έξω από το γλωσσικό φαινόμενο. Συνεπώς, δεν υφίστανται γραμματικά ή λεξιλογικά κριτήρια για να «μετρήσουμε» τη διαφορά μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου. Δεν ισχύει λοιπόν ότι, ξέρω ’γω, μικρές γραμματικές και λεξιλογικές διαφορές συνιστούν διαλεκτική διαφοροποίηση, ενώ μεγάλες γραμματικές και λεξιλογικές διαφορές συνιστούν γλωσσική διαφοροποίηση.

Το αν μια γλωσσική ποικιλία χαρακτηρίζεται έξωθεν ως γλώσσα ή ως διάλεκτος αποτελεί τελικά ζήτημα κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό. Αν μια κοινότητα Α (ή, όσοι τέλος πάντων την εκπροσωπούν) δεν θέλει να αποσυνδεθεί από την κοινότητα Β, θα αξιώνει ότι, ναι, μιλάει μια διάλεκτο της γλώσσας που μιλάει η κοινότητα Β, αρκεί οι δυο ποικιλίες (της κοινότητας Α και της κοινότητας Β) να έχουν κάποια ομοιότητα ή ιστορική συγγένεια: αυτή είναι η περίπτωση της κυπριακής ελληνικής. Το αντίστροφο συμβαίνει όταν ντόπιες ποικιλίες ανακηρύσσονται ή αναγνωρίζονται ως γλώσσες: η κοινότητα Α θέλει να χειραφετηθεί από την κοινότητα Β και αξιώνει πως η γλωσσική της ποικιλία είναι γλώσσα και όχι διάλεκτος της γλώσσας της κοινότητας Β - όπως έγινε στη Νορβηγία και στη Δυτική Βαλκανική.

Έγινε τελικά ποτέ η ελληνική γλώσσα παγκόσμια/οικουμενική;

Βεβαίως, στην Ανατολική Μεσόγειο, από την Ελληνιστική Εποχή μέχρι και τον 15ον αιώνα – οι ιστορικοί γλωσσολόγοι και οι ιστορικοί μας τα έχουν τεκμηριωμένα αυτά. Και τότε, όμως, η Ελληνική ήταν διεθνής γλώσσα με υψηλό μεν κύρος, αλλά ενταγμένη μέσα σε ένα περιβάλλον πολυγλωσσίας. Σε καμία περίπτωση δεν είχε εξελληνιστεί μονόγλωσσα όλη η περιοχή εκείνη του κόσμου όπου ομιλούνταν τα Ελληνικά. Η κατάσταση θύμιζε λίγο τον ρόλο και τη χρήση της Αγγλικής σήμερα.

Ζούμε σε μια εποχή όπου η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων είναι συχνά γραπτή (με sms, μηνύματα στα ΜΚΔ) και σχεδόν συνθηματική. Λίγες λέξεις, πολλά εικονίδια και συντομογραφίες. Πόση ζημιά γίνεται με αυτήν την πρακτική που τόσο πρόθυμα υιοθετήσαμε;

Είναι μάλλον κουραστική η εμμονή των κοινωνιών της γραφής να συζητούν τη γλώσσα και τις εξελίξεις γύρω από τη γλώσσα με όρους κινδύνου και επικείμενων αφανισμών. Στην πραγματικότητα οι κοινωνίες αυτές φοβούνται ότι τα κείμενά τους δεν θα τα καταλαβαίνουν οι επόμενες γενιές και θα τα ξεχάσουν. Αυτή η φοβική τάση ξεκίνησε από την Αρχαία Αίγυπτο, ενδεχομένως. Πάντως, έχουμε τον ηθικό πανικό στον Φαίδρο του Πλάτωνα, ότι η γραφή θα καταστήσει τους ανθρώπους δοκησίσοφους και άρα αντικοινωνικούς, ενώ θα βλάψει την ικανότητά τους να απομνημονεύουν. Κάτι μας θυμίζουν όλα αυτά…

Όσον αφορά την ερώτησή σας, αντιλαμβάνομαι πως η επί δεκαετίες εκτενής χρήση του τηλεγραφήματος ως γρήγορου μέσου επικοινωνίας, όπου πλήρωνες με τη λέξη κι έπρεπε να είσαι λακωνικότατος, δεν έκανε ζημιά στη γλώσσα. Ακόμα παλιότερα, τίποτε δεν άλλαξε στα Ελληνικά εξαιτίας της αντιγραφής βιβλίων με το χέρι, στα οποία οι αντιγραφείς χρησιμοποιούσαν αναρίθμητες συντομογραφίες για να μη γράφουν ξανά και ξανά τις ίδιες λέξεις ολόκληρες (π.χ. XPC αντί για «Χριστός» κ.λπ.). Γενικά, οι γλώσσες δεν αλλάζουν επειδή αλλάζουν κάποιες συμβάσεις στο πώς γράφονται. Πέραν τούτου, η γραφή ανέκαθεν συμβάδιζε με την εικονογράφηση.

Κάτι πιο ενδιαφέρον είναι ότι, με τις νέες τεχνολογίες, ολοένα και περισσότερος κόσμος μπαίνει στη διαδικασία να γράφει: μηνύματα και αναρτήσεις στα ΜΚΔ, ενώ πιο πρόσφατα γράφει και περιγραφικά κείμενα για εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης που συνθέτουν εικόνες ή βίντεο… Σκεφτείτε, ας πούμε, ότι αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με τη δική μου γενιά, όταν μπορούσε κανείς να επικοινωνεί αποκλειστικά με το τηλέφωνο και να αποφύγει εντελώς τη γραπτή έκφραση, αν ήθελε. Κάτι τέτοιο είναι πια σχεδόν ακατόρθωτο.

Γιατί μας δυσκολεύουν οι ξένες γλώσσες;

Γιατί δεν είμαστε νήπια, είναι η σύντομη απάντηση. Τα νήπια υπερέχουν ξεκάθαρα στην κατάκτηση της γλώσσας. Αυτό είναι όντως παράδοξο, αφού οι ενήλικες είμαστε καλύτεροι από τα νήπια σε όλες σχεδόν τις δεξιότητες: από το να ντυνόμαστε, να πλενόμαστε και να τρώμε μόνοι μας μέχρι την κριτική και την αναλογική σκέψη, την απομνημόνευση, τα ομαδικά παιχνίδια, την κοινωνική συμπεριφορά κ.λπ.

Επίσης, είναι ενδιαφέρον το πώς τα παιδιά κατακτούν τη μητρική τους γλώσσα (ή τις μητρικές τους γλώσσες) μέσα στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ενώ καλά-καλά δεν καταφέρνουν να δέσουν τα κορδόνια τους: όντως τα παιδιά αναπτύσσουν από μόνα τους και χωρίς διδασκαλία τέλεια γλωσσική ικανότητα, κατακτούν δηλαδή τους γραμματικούς κανόνες της μητρικής τους γλώσσας. Αντίθετα, ελάχιστα παιδάκια στην ίδια ηλικία εφαρμόζουν τον κανόνα του οφσάιντ ή του ροκέ στο σκάκι, ή την μπλόφα στα χαρτοπαίγνια.

Από την άλλη μεριά, οι ενήλικες που προσπαθούμε να μάθουμε γλώσσες παιδευόμαστε για πολλά χρόνια με ασκήσεις και μελέτη και κάθε λογής συστηματική παρουσίαση δεδομένων και κανόνων κ.λπ. Το αποτέλεσμα όμως όλης αυτής της προσπάθειας παραμένει ατελές: οι ενήλικες ποτέ δεν πιάνουμε το επίπεδο γλωσσικής ικανότητας των φυσικών ομιλητών, όσων δηλαδή κατακτούν μια γλώσσα από τη βρεφική τους ηλικία.

Η επιστημονική έρευνα συγκλίνει στο ότι τα ανθρώπινα όντα, από τη γέννησή τους και, πάνω-κάτω, μέχρι το πέμπτο έτος της ηλικίας τους, έχουν ενεργό τη βιολογική προδιάθεση να αναπτύξουν γλώσσα, η οποία σιγά-σιγά υποχωρεί για να ατονήσει μέχρι την εφηβεία. Στην περίοδο αυτή, που ονομάζεται κρίσιμη περίοδος, το παιδί θα απορροφήσει σαν σφουγγάρι όποια γλώσσα (ή όποιες γλώσσες) τυχαίνει να μιλιέται ή να νοηματίζεται γύρω του, χωρίς να χρειάζεται διδασκαλία ή ειδική εξάσκηση.

Η γλωσσική μας ικανότητα αποκρυσταλλώνεται, λοιπόν, ως μία ή περισσότερες μητρικές γλώσσες μέχρι το πέρας της κρίσιμης περιόδου. Μετά την ηλικία εκείνη, η γλωσσική ανάπτυξη, δηλαδή η εκμάθηση μιας «ξένης» γλώσσας, παίρνει ποιοτικά διαφορετικό χαρακτήρα και γίνεται και δυσκολότερη και με ατελή αποτελέσματα. Με αυτά τα ζητήματα καταπιάνονται οι γλωσσολόγοι που ασχολούνται με τη γλωσσική κατάκτηση και ανάπτυξη. Εγώ, αν και θεωρητικός γλωσσολόγος, συζητάω το ζήτημα με λεπτομέρειες στο δεύτερο κεφάλαιο του «Μεταξύ Νόησης και Φωνής».

Τι ακριβώς, λοιπόν, είναι η θεωρητική γλωσσολογία;

Η θεωρητική γλωσσολογία μελετάει τη γλώσσα καθαυτή, ως φαινόμενο, και έχει αποστολή να την περιγράψει και να την ερμηνεύσει. Η θεωρητική γλωσσολογία ρωτάει τι είναι γλώσσα και πώς λειτουργεί. Από αυτήν την άποψη, η θεωρητική γλωσσολογία πρέπει πρώτα-πρώτα να ορίσει τη γλώσσα με ακρίβεια κι αυστηρότητα και να την ξεχωρίσει π.χ. από τον λόγο.

Γλώσσα είναι οι λέξεις και οι κανόνες της νοητικής γραμματικής, το γλωσσικό σύστημα, ενώ λόγος είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να υπηρετήσουμε τη σκέψη, ταυτόχρονα εκφράζοντάς την και διαμορφώνοντάς την. Λόγος είναι η χρήση της γλώσσας στην υπηρεσία του νοήματος: η παραγωγή γραπτών και προφορικών κειμένων, τελικά.

Αντικείμενο της θεωρητικής γλωσσολογίας είναι λοιπόν η γλώσσα, που αμιγώς μελετάει την ικανότητα του ανθρώπου για γλώσσα. Από αυτήν την άποψη, η θεωρητική γλωσσολογία βρίσκεται στην καρδιά των γλωσσικών επιστημών: πρέπει να ξέρουμε τι είναι γλώσσα και πώς λειτουργεί, προτού προσπαθήσουμε να καταλάβουμε π.χ. πώς η γλώσσα αλλάζει με τον χρόνο (ιστορική γλωσσολογία) ή πώς διαμορφώνεται από την κοινωνία και διαμορφώνει τις κοινωνικές σχέσεις (κοινωνιογλωσσολογία) ή πώς αλληλεπιδρά με την υπόλοιπη νόηση (ψυχογλωσσολογία και γνωσιακές επιστήμες), και ούτω καθεξής.

Γιατί πριν είπατε ότι η γλώσσα είναι ανθρώπινο προνόμιο κι ανθρώπινη ιδιομορφία; Πείτε μας λίγο περισσότερα…

Συστήματα επικοινωνίας έχουν όλοι, μα όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια και τους μύκητες, μέχρι τα δελφίνια και τους χιμπατζήδες. Γλώσσα όμως έχουμε μόνον οι άνθρωποι. Άρα γλώσσα δεν είναι η επικοινωνία και σίγουρα η επικοινωνία δεν περιορίζεται στη γλωσσική επικοινωνία: όσοι κι όσες έχουμε χρησιμοποιήσει εμότζι ή απλώς έχουμε χειρονομήσει θυμωμένοι το ξέρουμε καλά.

Επίσης, η γλώσσα δεν ταυτίζεται με τη συμβολική σκέψη. Για παράδειγμα, το ότι ο πράσινος σταυρός σημαίνει φαρμακείο δεν έχει τίποτα να κάνει με τη γλώσσα. Επιπλέον, αποτελεί καθαρά κοινωνική και πολιτισμική σύμβαση, όπως π.χ. το χρήμα, αφού ο πράσινος σταυρός δεν σηματοδοτεί τόπο χριστιανικής λατρείας, ενώ ταυτόχρονα δεν χρησιμοποιείται παγκοσμίως το συγκεκριμένο σύμβολο σε ταμπέλες φαρμακείων. Κατά πόσον ζώα όπως οι χιμπατζήδες, οι μπονόμπο ή τα δελφίνια διαθέτουν κάποιου είδους συμβολική σκέψη, δεν το γνωρίζουμε. Σίγουρα πάντως δεν διαθέτουν γλώσσα.

Ενώ η γλώσσα διαθέτει σύμβολα - σημεία τα λέμε - δηλαδή τις λέξεις, το βασικό γνώρισμα της γλώσσας είναι η συνδυαστικότητα που δημιουργεί γραμματικές δομές. Να διευκρινίσω. Τα σύμβολα είναι αυθαίρετα όπως και οι συνδυασμοί τους. Για παράδειγμα, πράσινος σταυρός = φαρμακείο, κόκκινος σταυρός = Ερυθρός Σταυρός, μπλε σταυρός = ιατρείο ή νοσοκομείο (αν κι όχι απαραίτητα). Η γλώσσα δεν λειτουργεί έτσι, όμως. Η φράση «πράσινος παπαγάλος» σημαίνει κάτι που είναι παπαγάλος κι είναι πράσινο· η φράση «κόκκινος παπαγάλος» σημαίνει κάτι που είναι παπαγάλος κι είναι κόκκινο· η φράση «μπλε παπαγάλος» σημαίνει κάτι που είναι παπαγάλος κι είναι μπλε, και πάει λέγοντας.

Αυτή η συνδυαστικότητα της γλώσσας μάς δίνει τη δυνατότητα να σχηματίσουμε άπειρες προτάσεις, καθεμία από τις οποίες κατά κανόνα διατυπώνει μια εντελώς διαφορετική σκέψη. Αυτή ακριβώς είναι η ιδιομορφία της γλώσσας: η νοητική γραμματική, που καθιστά τη γλώσσα ανθρώπινο προνόμιο και απελευθερώνει τη δημιουργικότητα της ανθρώπινης σκέψης. Εδώ παραπέμπω για λεπτομέρειες στο πρώτο κεφάλαιο του «Μεταξύ Νόησης και Φωνής» και, κάπως πιο συνοπτικά, στο πρώτο κεφάλαιο του «Μέσα από τις Λέξεις».

Τι είναι όμως νοητική γραμματική;

Ο όρος γραμματική έχει πολλές διαφορετικές σημασίες, υπερβολικά πολλές σημασίες. Γι’ αυτό και μας μπερδεύει καμιά φορά. «Γραμματική» μπορεί να είναι η περιγραφή μιας γλώσσας, π.χ. όταν λέμε «μελετάω ισπανική γραμματική γιατί θα δώσω εξετάσεις», και σε αυτή της τη χρήση η λέξη «γραμματική» σημαίνει την περιγραφή της γλώσσας. Μπορεί να σημαίνει το σχολικό μάθημα της γραμματικής, στο οποίο οι μαθητές εξοικειώνονται με το να περιγράφουν τους κανόνες μιας γλώσσας, συνήθως της πρότυπης γλώσσας. Επίσης, στην ελληνική εκπαίδευση, ο όρος «γραμματική» αναφέρεται στους κανόνες κλίσης των λέξεων, σε αντίθεση με τους συντακτικούς κανόνες που παραδοσιακά τους μελετάμε στο λεγόμενο συντακτικό.

Νοητική γραμματική όμως είναι οι υπόρρητοι γραμματικοί κανόνες, που είναι συνδυαστικοί κανόνες, και χτίζουν τις δομές της γλώσσας. Για να προλάβω τις ερωτήσεις σας: γιατί «κανόνες» και γιατί «υπόρρητοι»; Αυτοί οι γραμματικοί κανόνες δεν είναι οι κανόνες που μαθαίνουμε στο σχολείο. Οι κανόνες της νοητικής γραμματικής είναι οι υπόρρητοι, οι υποσυνείδητοι κανόνες με τους οποίους συναρμόζουμε τα στοιχεία της γλώσσας για να φτιάξουμε μεγαλύτερες δομές. Γιατί υπόρρητοι; Γιατί υποσυνείδητοι; Επειδή κανένας φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας δεν έχει συνειδητή αντίληψη, κανείς δεν κατανοεί συνειδητά τους κανόνες της γλώσσας που μιλάει. Παράδειγμα: μιλώντας ελληνικά βάζουμε το άρθρο πριν από το ουσιαστικό, λέμε «το θέατρο» ενώ μιλώντας ρουμάνικα βάζουμε το άρθρο μετά το ουσιαστικό, π.χ. «teatrul» ― «teatru» είναι το θέατρο και -ul είναι το άρθρο. Αυτός δεν είναι κανόνας τον οποίο εφαρμόζουμε συνειδητά· είναι υπόρρητος, είναι υποσυνείδητος. Τέτοιοι κανόνες διέπουν το πώς προφέρουμε τη γλώσσα, πώς δομούμε τις λέξεις μας και πώς συντάσσουμε τις προτάσεις μας.

Αν, όπως λέτε, η γλώσσα είναι βιολογικό γνώρισμα του ανθρώπινου είδους κι όχι μια κοινωνική σύμβαση όπως το χρήμα και τα σήματα των φαρμακείων, γιατί διαφέρουν οι γλώσσες μεταξύ τους;

Πολύ ωραία ερώτηση. Η σύντομη απάντηση έχει ως εξής: η βιολογική βάση της γλώσσας δεν καθορίζει εξολοκλήρου τις επιμέρους γλώσσες που προκύπτουν, αφού οι γλώσσες αυτές είναι προϊόν αλληλεπίδρασης της βιολογικής ικανότητάς μας για γλώσσα και του περιβάλλοντος στο οποίο γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε. Να το πω κι αλλιώς: η βιολογική βάση της γλώσσας καθορίζει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να αποτελεί γλωσσικό κανόνα ή λέξη, δηλαδή επιβάλλει κάποιους περιορισμούς. Απ’ εκεί και πέρα, κάθε φορά που ένα παιδί κατακτά μία ή περισσότερες γλώσσες, εντός αυτών των περιορισμών και με τα υλικά που του δίνει το περιβάλλον του, φτιάχνει τη γλώσσα από την αρχή. Γι’ αυτό υπάρχει γλωσσική ποικιλότητα, γι’ αυτό προκύπτει και γλωσσική αλλαγή. Για όσες κι όσους ενδιαφέρονται, το ζήτημα της γλωσσικής ποικιλότητας το εξετάζουμε αναλυτικά στο τρίτο κεφάλαιο του «Μεταξύ Νόησης και Φωνής»

Με αφορμή αυτό το τελευταίο, ας περάσουμε σε κάτι διαφορετικό. Μέσα σε μόλις δύο χρόνια εκδώσατε δύο βιβλία στα Ελληνικά, βιβλία που δεν είναι τεχνικού χαρακτήρα: το «Μέσα από τις Λέξεις» και το «Μεταξύ Νόησης και Φωνής». Γιατί δύο βιβλία; Τι διαφορά έχουν μεταξύ τους; Απευθύνονται στο ίδιο κοινό;

Νομίζουμε ότι τις λέξεις τις μαθαίνουμε μία-μία κι όμως υπάρχουν γραμματικοί κανόνες που αφορούν το πώς δομούμε λέξεις, το είπαμε και πριν. Άρα, και κατανοούμε λέξεις που δεν έχουμε ξανακούσει, αλλά και πλάθουμε λέξεις με βάση κανόνες, αυθόρμητα πολλές φορές. Το «Μέσα από τις Λέξεις» του 2021 απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό αποφοίτων Λυκείου και ασχολείται ακριβώς με αυτό: πώς φτιάχνουμε λέξεις. Στο πρώτο μέρος συζητάει κάποια πιο γενικά θέματα, ενώ στο δεύτερο εισάγει το αναγνωστικό κοινό του στη γραμματική των λέξεων, στον κλάδο της θεωρητικής γλωσσολογίας που λέγεται μορφολογία.

Το «Μεταξύ Νόησης και Φωνής» είναι πιο σύνθετο βιβλίο αλλά παράλληλα είναι το πρώτο βιβλίο που εισάγει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό στη θεωρητική γλωσσολογία του 21ου αιώνα, στη γλωσσική θεωρία τού τώρα. Απευθύνεται και σε φοιτητικά ακροατήρια, ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα, αλλά και σε όποιους κι όποιες θέλουν να εμβαθύνουν στο τι γνωρίζαμε το 2023 για το γλωσσικό φαινόμενο καθαυτό. Ελπίζω ότι μέσα στο αναγνωστικό κοινό του «Μεταξύ Νόησης και Φωνής» θα βρίσκονται και μέλη της επιστημονικής κοινότητας, ιδίως σε συναφείς κλάδους και επιστημονικά πεδία: αν το «Μέσα από τις Λέξεις» και το «Μίλα μου για Γλώσσα» παλιότερα προσπάθησαν να μπάσουν τη γλωσσολογία στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα, το «Μεταξύ Νόησης και Φωνής» αποσκοπεί και στο να ενημερώσει επιστήμονες κι ερευνητές για το τι είναι η γλώσσα και για το πού βρίσκεται η μελέτη της σήμερα.

Σημ.: Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε επίσης στο περιοδικό του Πανεπιστημίου Κύπρου «Κοινότητα», τεύχος 73

*Επικεφαλής του Γραφείου Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων του Πανεπιστημίου Κύπρου