Η Θυσία των Τεσσάρων στον Αχυρώνα
Βροντοφώναξαν «Μολών Λαβέ» και καταντρόπιασαν τους πραιτωριανούς - Ξανάζησαν το Χάνι της Γραβιάς
Πριν ακριβώς από 66 χρόνια -2 Οκτωβρίου 1958- τότε που η λεβεντομάνα ΕΟΚΑ έσπαζε τις αλυσίδες της βρετανικής σκλαβιάς, τέσσερεις πατριδολάτρες αγωνιστές αναμετρήθηκαν με πολυάριθμους σιδηρόφρακτους στρατιώτες του ξένου δυνάστη. Ο Φώτης Πίττας, ο Αντρέας Κάρυος, ο Ηλίας Παπακυριακού και ο Χρίστος-Ξάνθος Σαμάρας ξαναζωντάνεψαν στον ταπεινό Αχυρώνα του Λιοπετρίου, το Χάνι της Γραβιάς του Ανδρούτσου. Τέσσερεις μόνο αγωνιστές βροντοφώναξαν το «Μολών Λαβέ» σε δυο λόχους σιδηρόφρακτων πραιτωριανών, που τους είχαν ζωσμένους και τους καλούσαν να παραδοθούν. Όπως τα 118 παλληκάρια του Ανδρούτσου κατατρόπωσαν ολόκληρη τουρκική στρατιά στο πλινθόχτιστο Χάνι της Γραβιάς, έτσι και οι τέσσερεις λιονταρόψυχοι της ΕΟΚΑ καταντρόπιασαν κι εξευτέλισαν με την ηρωική τους μάχη τους στρατιώτες της σκλαβιάς.
Ας αφήσουμε τη μνήμη να φτερουγίσει 66 ολόκληρα χρόνια πίσω, για να παρακολουθήσουμε νοερά την επική εκείνη μάχη, όπου οι τέσσερεις γιγαντομάχοι του Απελευθερωτικού μας Αγώνα μετέτρεψαν έναν άσημο αχυρώνα σ’ ερημοκλήσι της δόξας κι έκαναν ν’ ακουστεί στα πέρατα του κόσμου το μεγαλείο της υπέροχης θυσίας τους στον βωμό της κυπριακής λευτεριάς.
Ήταν Σάββατο, 30 Αυγούστου 1958, όταν οι τρεις καταζητούμενοι αγωνιστές Φώτης Πίττας, Αντρέας Κάρυος και Ηλίας Παπακυριακού ξεκίνησαν από την Αχερίτου, με προορισμό το Λιοπέτρι, μετά από σύσκεψη με τον τομεάρχη τους Παύλο Παυλάκη. Τους συνόδευε ισχυρή ομάδα αγωνιστών, για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχομένου. Κατά το απόγευμα παρέκαμψαν το Αυγόρου και πάντοτε πεζοπόροι πλησίασαν το Λιοπέτρι γύρω στις 10 η ώρα το βράδυ. Έξω από το χωριό τούς παρέλαβαν ο Ξάνθος-Χρίστος Σαμάρας, ο Χρίστος Καρακούσιης και ο Μάριος Πυρκαράς. Οδηγήθηκαν στο σπίτι του αγωνιστή Δημήτρη Δ. Μιχαήλ και, κουρασμένοι όπως ήταν από την πεζοπορία, έκαναν μπάνιο, έφαγαν κι έπεσαν να κοιμηθούν, με άγρυπνο φρουρό τον Ξάνθο Σαμάρα. Την επόμενη μέρα έμειναν κλεισμένοι στο σπίτι και το βράδυ οι τέσσερεις αγωνιστές πήγαν στο σπίτι του Παναγιώτη Παντελή, όπου έγινε συγκέντρωση των μελών της ομάδας κρούσης του χωριού, στην οποία μίλησε ο Ηλίας Παπακυριακού για το πώς πρέπει να στήνονται οι ενέδρες και πώς να γίνονται άλλες επιθέσεις εναντίον του εχθρού, για να είναι αποτελεσματικές. Η συγκέντρωση κράτησε 90 περίπου λεπτά και οι αγωνιστές γύρισαν με προσοχή στα σπίτια τους. Οι τρεις αγωνιστές γύρισαν στο σπίτι που τους φιλοξενούσε, αφού πρώτα λήφθηκαν μέτρα ασφαλείας από τους αγωνιστές του χωριού, με οδηγίες του Ξάνθου Σαμάρα, που έμεινε με του τρεις. Τοποθετήθηκαν φρουρές σε καίρια σημεία του χωριού για να παρακολουθούν κάθε κίνηση. Φρουροί παρατηρητές είχαν ανέβει και στο καμπαναριό, ενώ μέσα στην εκκλησία κοιμόταν ο Χρίστος Καρακούσιης, που εκτελούσε χρέη συνδέσμου.
Γύρω στις 3 η ώρα το πρωί, χαράματα Δευτέρας, 1ης Σεπτέμβρη 1958, η φρουρά στο καμπαναριό αντιλήφθηκε μια φάλαγγα αυτοκινήτων, που εκινείτο στον δρόμο Φρενάρους -Λιοπετρίου. Ειδοποιήθηκε αμέσως ο σύνδεσμος κι αυτός με τη σειρά του, χωρίς καθυστέρηση, έτρεξε να ξυπνήσει τους τέσσερεις αγωνιστές: «Σηκωθείτε γρήγορα, έρχεται στρατός στο χωριό».
Έξω από το σπίτι όπου φιλοξενούνταν οι τέσσερεις αγωνιστές ήταν σταθμευμένο ένα αυτοκίνητο μάρκας «Ώστιν», με αριθμούς εγγραφής Κ728, που ανήκε στην Οργάνωση και είχε χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές για μετακίνηση αγωνιστών και μεταφορά οπλισμού. Όταν δόθηκε το σήμα του κινδύνου ο γιος του σπιτονοικοκύρη, Νίκος Τσόντος, έτρεξε να το ξεκινήσει. Ο Φώτης, όμως, εξέφρασε την άποψη πως τα μέλη της ομάδας έπρεπε να φύγουν με τα πόδια και η γνώμη του έγινε δεκτή από τους άλλους τρεις.
Εκεί που ετοιμάζονταν ν’ αναχωρήσουν, καταφθάνει ο Ηλίας, αδελφός του Ξάνθου Σαμάρα, ένας αγωνιστής με πλούσια δράση και αρκετή πείρα για τον Αγώνα. Βγήκαν όλοι μαζί και πήραν τον δρόμο προς τη θάλασσα. Προπορευόταν ο Καρακούσιης και ακολουθούσαν οι τέσσερεις καταζητούμενοι, μαζί με τον Ηλία σε απόσταση 50 περίπου μέτρων. Ενώ προχωρούσαν με προφύλαξη, ο προπορευόμενος Καρακούσιης αντιλήφθηκε ύποπτες κινήσεις σκιών. Γύρισε αμέσως και το ανέφερε. Ο Φώτης κοίταξε με τα κυάλια, που κουβαλούσε πάντοτε και έβλεπε καθαρά, ψιθυρίζοντας: «Ολάκερο στράτευμα…». Χωρίς καθυστέρηση αποφασίστηκε γυρισμός στο σπίτι του Δημήτρη Μιχαήλ, που τους φιλοξενούσε. Εκεί αποφάσισαν να μπουν στο αυτοκίνητο και με οδηγό τον Νίκο Τσόντο να προχωρήσουν στην Ξυλοφάγου, ακολουθώντας έναν αγροτικό δρόμο μέσα από χωράφια. Συμφώνησαν, αν συναντούσαν στρατιώτες, ο οδηγός να ανέπτυσσε ταχύτητα, ενώ εκείνοι θα χτυπούσαν με καταιγιστικά πυρά. Όταν ο Τσόντος κάθισε στη θέση του οδηγού και οι τέσσερεις ανέβηκαν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, ο Ξάνθος Σαμάρας φώναξε στον αδελφό του και, πιάνοντάς τον από το χέρι, τον ανέβασε στο αυτοκίνητο, λέγοντας: «Έλα κι εσύ, Ηλία! Και ο Θεός βοηθός».
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε, μόλις όμως βγήκε έξω από το χωριό, οι αγωνιστές είπαν στον Τσόντο να σταματήσει. Σκέφτηκαν ότι πίσω στην κάσα του αυτοκινήτου ήταν παγιδευμένοι κι αν συναντούσαν στρατιώτες, δύσκολα θα μπορούσαν να αντιδράσουν. Κατέβηκαν και είπαν στον Τσόντο να προχωρήσει μόνος με το αυτοκίνητο. Αυτοί θα προχωρούσαν περπατητοί με προφυλάξεις. Αν ο δρόμος ήταν καθαρός από εμπόδια, ο οδηγός θα επέστρεφε αμέσως για να τους παραλάβει και να τους απομακρύνει από το Λιοπέτρι.
Ξεκίνησε μόνος ο Τσόντος, αλλά προτού προχωρήσει ούτε 100 μέτρα, ξαφνικά πετάχτηκαν μπροστά του Βρετανοί στρατιώτες που καιροφυλαχτούσαν και του έκαναν νόημα να σταματήσει. Ένας, που μιλούσε Ελληνικά, τον ρώτησε ποιους είχε στο αυτοκίνητό του πριν από λίγο, γιατί είχαν δει κάποιους να κατεβαίνουν από αυτό. Ο Τσόντος αρνήθηκε ότι μετέφερε επιβάτες κι ακολούθησε έρευνα. Στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου βρέθηκε μια σφαιροθήκη και η ταυτότητα του Ηλία Σαμάρα. Άρχισαν αμέσως να του αγριοφωνάζουν και να τον χτυπούν, απειλώντας τον ότι θα τον πυροβολούσαν αν δεν τους έλεγε ποιοι είχαν κατέβει από το αυτοκίνητό του.
Οι 4 καταζητούμενοι μαζί με τον Ηλία είχαν αντιληφθεί ότι ο Τσόντος είχε πέσει σε στρατιωτικό μπλόκο, βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση και δεν μπορούσε πια να τους δώσει καμιά βοήθεια. Κι όταν είδαν τους στρατιώτες να ερευνούν, να τριγυρίζουν το αυτοκίνητο και άκουσαν τις άγριες φωνές τους, άρχισαν να πυροβολούν προς το μέρος τους. Έγινε μια σύντομη ανταλλαγή πυρών, κατά την οποία σκοτώθηκαν δυο στρατιώτες και τραυματίστηκαν και μερικοί άλλοι. Οι τέσσερεις καταζητούμενοι με τον Ηλία γύρισαν και μπήκαν πάλι στο Λιοπέτρι. Περνώντας μέσα από τις αυλές των σπιτιών, πήγαν και χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού του Παναγιώτη Καλλή. Γράφει ο Πάνος Μυρτιώτης για την καταφυγή των 5 αγωνιστών στο σπίτι αυτό:
- Θέλουμε να μείνουμε κοντά σου, είπε ο Ξάνθος Σαμάρας.
- Ευχαρίστως, να μείνετε, απάντησε ο Καλλής.
- Να μας κρύψεις μέσα στον αχυρώνα σου, ξανάπε ο Ξάνθος.
Στον Αχυρώνα ζήτησε να μπει με τους τέσσερεις και ο Ηλίας Σαμάρας. Αλλά ο Αντρέας Κάρυος, σαν υποτομεάρχης που ήταν, δεν το επέτρεψε. Υπήρχε σοβαρός κίνδυνος, κατά τη διάρκεια των ερευνών, να ανακαλυφθούν εκείνοι και ήσαν αποφασισμένοι να μη παραδοθούν, αλλά να δώσουν μάχη. Επομένως, δεν έπρεπε να διακινδυνεύσει και ο Ηλίας, που δεν ήταν καταζητούμενος. Του ζήτησαν, λοιπόν, να πάει στο σπίτι του, γιατί σε λίγο το χωριό θα έμπαινε οπωσδήποτε σε περιορισμό, το γνωστό σε όλους «κέρφιου».
Η μοιραία ανάκριση και η τραγική ομολογία
Η πρόβλεψη του Κάρυου είχε, δυστυχώς, επιβεβαιωθεί, αλλά στάθηκε μοιραία. Το Λιοπέτρι είχε ζωστεί αποβραδίς και με το πρώτο φως της ημέρας, τη Δευτέρα, 1η Σεπτέμβρη 1958, μπήκε σε αυστηρό περιορισμό - «κέρφιου». Όλοι οι άντρες, ανάμεσά τους και ο Ηλίας, οδηγήθηκαν σε περιφραγμένο με αγκαθωτό τέλι χώρο, την «ττελιά», όπως συνήθιζαν να την λένε οι Κοκκινοχωρίτες. Εκεί, οι στρατιωτικοί ανακριτές ξεχώρισαν αμέσως τον Ηλία, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν χωρίς καθυστέρηση στις φυλακές Αμμοχώστου για ανάκριση. Αδίσταχτοι και απάνθρωποι, άρχισαν το εγκληματικό έργο τους. Ήθελαν να μάθουν τα πάντα για τη δράση της ΕΟΚΑ. Ήταν σίγουροι ότι ο κρατούμενος αγωνιστής γνώριζε πολλά για την Οργάνωση κι έπρεπε να μάθουν από αυτόν όλα, όσα γνώριζε. Άλλωστε και η ταυτότητά του, που βρέθηκε με τη σφαιροθήκη στο αυτοκίνητο του Τσόντου, καταμαρτυρούσε ότι αυτός ήταν βαθιά μπασμένος στην ΕΟΚΑ. Ήθελαν να τους αποκαλύψει, να τους προδώσει δηλαδή, ποιοι ήταν μαζί του στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Τσόντος, τον οποίο είχαν συλλάβει το περασμένο βράδυ. Πού πήγαν, πού κρύβονταν, ποιος τους έχει στο σπίτι του, ποιοι άλλοι ένοπλοι «τρομοκράτες» κρύβονται στο χωριό, ποιοι άλλοι είναι μέλη της ΕΟΚΑ και πόσος οπλισμός κρύβεται στο χωριό και πού είναι οι κρύπτες.
Ώρες κράτησε η ανάκριση με τα φριχτά βασανιστήρια, αλλά ο Ηλίας δεν έλεγε ν’ ανοίξει το στόμα του. Δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα οι απειλές, οι απάνθρωπες κακοποιήσεις, οπότε οι κτηνάνθρωποι ανακριτές έβαλαν σ’ ενέργεια μια σατανική μέθοδο, για να εξασφαλίσουν από τον Ηλία, που τον είχαν καταντήσει ανθρώπινο ράκος, μυστικά της Οργάνωσης. Πιο πολύ ήθελαν να τους πει ποιοι ήταν αυτοί που ήταν μαζί του στο αυτοκίνητο του Τσόντου και πού κρύβονταν. Και η σατανική ενέργεια των κτηνανθρώπων βασανιστών ήταν ο εξαναγκασμός του θύματός τους να πιει ένα υγρό, που είχε γεύση φαρμάκου. Όταν πέρασε λίγη ώρα, είχε παραλύσει. Και, χάνοντας τον αυτοέλεγχό του, έγινε έρμαιο στα χέρια των ανακριτών. Κι όταν ρωτήθηκε για πολλοστή φορά πού ήταν κρυμμένοι οι οπλοφόροι, αδύναμος πια ν’ αντιδράσει, άφησε να φύγει από τα χείλη του το μεγάλο μυστικό: «Στου Παναγιώτη του Καλλή… στον αχυρώνα».
Από τη στιγμή αυτή αρχίζει η τραγωδία. Ο σκληροτράχηλος αγωνιστής Ηλίας Σαμάρας γίνεται προδότης των συναγωνιστών του και του ίδιου του αδελφού του, Ξάνθου. Των Τεσσάρων, που έμελλε σε λίγο να δώσουν την επική μάχη στον Αχυρώνα.
Στο επόμενο: Το Χάνι της Γραβιάς ξαναζεί στον Αχυρώνα.