Αναλύσεις

Ο πληθωρισμός, η ακρίβεια και τα μέτρα στήριξης

Αυξημένες δόσεις δανείων, απόρροια των υψηλών επιτοκίων, υψηλό κόστος στέγασης / ενοικίου και υψηλές τιμές αποτελούν προκλήσεις στην καθημερινότητα των πολιτών

Αρκετές είναι οι συζητήσεις που γίνονται για τον ρόλο της Πολιτείας όσον αφορά τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών. Υπάρχουν σίγουρα περίοδοι που δημιουργούνται στρεβλώσεις στην αγορά λόγω έκτακτων γεγονότων, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, όπου τα κράτη εφαρμόζουν προσωρινές παρεμβάσεις για περιορισμό των αρνητικών εξελίξεων σε πολίτες και επιχειρήσεις.

Προσφορά και ζήτηση

Γενικότερα θα πρέπει να αφήνονται οι δυνάμεις της αγοράς (της προσφοράς και της ζήτησης) να βρουν το ισοζύγιο, με την Πολιτεία να έχει την υποχρέωση για τη δημιουργία μιας αγοράς υγιούς ανταγωνισμού και διαφάνειας σε ό,τι αφορά τον τρόπο καθορισμού των τιμών, π.χ. το πώς καθορίζεται η τελική τιμή των καυσίμων που πληρώνουν οι καταναλωτές και πώς αυτή επηρεάζεται, συμπεριλαμβανομένης και της ταχύτητας προσαρμογής, από τις τιμές στις διεθνείς αγορές.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ενδεχομένως η κατάσταση στην Κύπρο να είναι λίγο πιο περίπλοκη εφόσον υπάρχει ένας συνδυασμός γεγονότων που αποτελούν προκλήσεις στην καθημερινότητα των πολιτών. Αυξημένες δόσεις δανείων, απόρροια των υψηλών επιτοκίων, υψηλό κόστος στέγασης / ενοικίου και υψηλές τιμές.

Μπορεί ο πληθωρισμός να έχει μειωθεί, αλλά συνεχίζει να είναι θετικός και να προστίθεται στις ήδη αυξημένες τιμές. Οπότε η ακρίβεια παραμένει, εφόσον, όπως έχει αναλυθεί αρκετές φορές, ο πληθωρισμός καταγράφει την ποσοστιαία μεταβολή των τιμών μεταξύ δύο χρονικών σημείων.

Σημειώνεται ότι το ενδεχόμενο στασιμοπληθωρισμού επηρεάζει ιδιαίτερα αρνητικά τις οικονομίες. Ο στασιμοπληθωρισμός προκύπτει όταν η αύξηση των τιμών οφείλεται σε άλλους παράγοντες που δεν σχετίζονται με την αύξηση της ζήτησης, όπως η αύξηση στο κόστος της ενέργειας ή τα προβλήματα που παρουσιάζονται στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Το γεγονός αυτό οδηγεί σε ακριβότερες επενδύσεις, με αποτέλεσμα να λειτουργεί ως αντικίνητρο σε επενδυτές και επιχειρήσεις και ως κατάληξη ο υψηλός πληθωρισμός να συνοδεύεται με ύφεση ή ισχνή ανάπτυξη της οικονομίας και ενίσχυση των ποσοστών ανεργίας.

Η αύξηση των επιτοκίων αποτελεί παρέμβαση στην πλευρά της ζήτησης εφόσον η διαθέσιμη ρευστότητα στην αγορά μειώνεται, περιορίζοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Αυτό οδηγεί σε μικρότερη ζήτηση, όμως, και σε επιβράδυνση των οικονομιών. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που οι κεντρικές τράπεζες, για να καθορίσουν τη νομισματική πολιτική, πέρα από το ποσοστό πληθωρισμού, αναλύουν και τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν την πορεία των οικονομιών, την απασχόληση και τους δείκτες παραγωγής.

Την ίδια στιγμή πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ο περιορισμός των οικογενειακών εισοδημάτων και των επενδύσεων / δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις, είτε διότι το κόστος της επένδυσης είναι ασύμφορο είτε επειδή πλέον το κόστος δανεισμού είναι υψηλό, έχει αρνητικές συνέπειες στην οικονομία.

Από την άλλη, είναι η πλευρά της προσφοράς. Είναι σίγουρα πιο «υγιές» στις περιπτώσεις που οι τιμές κινούνται ανοδικά, να αυξάνεται η παραγωγή και η επιχειρηματική δραστηριότητα, ώστε να καλύπτεται το κενό και οι τιμές να βρίσκουν το ισοζύγιο σε χαμηλότερα επίπεδα. Για παράδειγμα, πολλές φορές ακούμε από επαγγελματίες του κλάδου των κατασκευών ότι, ένας από τους λόγους που οι τιμές αυξάνονται, είναι η καθυστέρηση στην αδειόδοτηση νέων έργων ώστε να μπουν στην αγορά. Φυσικά υπάρχουν και άλλα ζητήματα, όπως το κόστος των κατασκευαστικών υλικών και το γεγονός ότι πολλά από τα υλικά τα εισάγουμε σε αυξημένο κόστος, υποχρεωτικά διά θαλάσσης, διότι είμαστε νησί.

Το διεθνές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον μεταβάλλεται με γοργούς ρυθμούς, κάτι που επηρεάζει τις οικονομικές πολιτικές, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε εξωγενείς οικονομίες. Οι ανάγκες των επενδυτών, των επιχειρηματιών αλλά και της κοινωνίας αλλάζουν, οικονομικοί τομείς αναπτύσσονται και άλλοι παρακμάζουν.

Κάθε νοικοκυριό και κάθε άτομο ξεχωριστά προσπαθεί να κάνει τον δικό του προϋπολογισμό, υπολογίζοντας τις τωρινές και ενδεχόμενες ανάγκες της οικογένειάς του, τη διασφάλιση του μέλλοντος για τον ίδιο και τα παιδιά του (π.χ. σύνταξη και σπουδές) και επενδύοντας ή αποταμιεύοντας τα πλεονάσματα.

Φορολογική μεταρρύθμιση

Σύμφωνα με την παρουσίαση που συνοδεύει την έγκριση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2025, η ενίσχυση των εσόδων του Τμήματος Φορολογίας προέρχεται κυρίως από τους έμμεσους φόρους λόγω κατανάλωσης και ενίσχυσης του πληθωρισμού και τον φόρο εισοδήματος στις επιχειρήσεις όσο και από φυσικά άτομα. Το δεύτερο οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η κυπριακή οικονομία καταγράφει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, την ίδια στιγμή που εταιρείες επέλεξαν να μετεγκατασταθούν στην Κύπρο.

Οι δημοσιονομικοί δείκτες κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, με το δημόσιο χρέος να παρουσιάζει καθοδική τάση, να καταγράφονται πλεονάσματα και η οικονομία να παρουσιάζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το ζητούμενο είναι τα καλά δημοσιονομικά αποτελέσματα να μετουσιωθούν και σε καλύτερη καθημερινότητα για τους πολίτες, όπως βελτίωση των υπηρεσιών που προσφέρονται και παραχώρηση δημοσιονομικά διαχειρίσιμων ελαφρύνσεων.

Κάθε κυβέρνηση, μέσω της φορολογίας, μπορεί να χαράζει την κοινωνική της πολιτική, να διαμορφώνει τον αναπτυξιακό της σχεδιασμό και να προωθεί συγκεκριμένες πολιτικές, όπως για παράδειγμα πράσινες πολιτικές. Ταυτόχρονα, αποτελεί αναγκαιότητα η επιβολή επιπλέον φορολογικού βάρους σε προϊόντα που επιβαρύνουν το περιβάλλον. Άλλωστε, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν ευρωπαϊκές οδηγίες.

Η κοινωνική συνοχή και η δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης πρέπει να είναι στο κέντρο λήψης και διαμόρφωσης των συγκεκριμένων πολιτικών, ενώ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το φορολογικό βάρος, το οποίο ενδέχεται να επιφέρει τόσο στους πολίτες όσο και στις επιχειρήσεις.

Η προώθηση μιας φορολογικής μεταρρύθμισης απαιτεί αρκετή προετοιμασία και αξιολόγηση ως προς τα περιθώρια που έχουμε. Είναι σημαντικό, να αξιολογήσουμε το υφιστάμενο φορολογικό σύστημα, να βρεθούν τα προβλήματα και οι αδυναμίες του, αλλά και τα πλεονεκτήματά του. Επιπλέον, αποτελεί προτεραιότητα η ανάλυση της φορολογικής βάσης και των εσόδων του κράτους, ώστε οποιεσδήποτε αλλαγές να είναι τουλάχιστον δημοσιονομικά ουδέτερες.

Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, μέσα στους επόμενους μήνες, θα προωθηθούν στη Βουλή για ψήφιση τα νομοσχέδια που αφορούν την πράσινη φορολογία. Οπότε, οι συζητήσεις για τα ενδεχόμενα αντισταθμιστικά μέτρα θα πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα, ώστε κοινωνία και επιχειρήσεις να μη βρεθούν με ένα επιπλέον βάρος σε μια περίοδο που οι προκλήσεις ενδεχομένως να ενταθούν.