Τριπλή θυσία
Ο απαγχονισμός των ηρωομαρτύρων Αντρέα Ζάκου, Χαρίλαου Μιχαήλ και Ιάκωβου Πατάτσου
Μέρος Α’
Συμπληρώθηκαν πριν από έναν σχεδόν μήνα -9 Αυγούστου 1956- 68 ολόκληρα χρόνια από τη μέρα της θυσίας των τριών ηρωομαρτύρων της θρυλικής ΕΟΚΑ, Αντρέα Ζάκου, Χαρίλαου Μιχαήλ και Ιάκωβου Πατάτσου, που οδηγήθηκα στην αγχόνη τραγουδώντας τον ύμνο της λευτεριάς. Των τριών ηρωομαρτύρων που ο απάνθρωπος Βρετανός δυνάστης του νησιού μας, τους στέρησε και αυτήν ακόμα την κηδεία. Τους φοβόταν και νεκρούς.
Η αγωνιζόμενη για τη λευτεριά ιδιαίτερη πατρίδα μας θρήνησε τον χαμό των τριών παλληκαριών της με πάνδημα μνημόσυνα. Σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά ήχησαν πένθιμα οι καμπάνες, στέλνοντας στους φυλακισμένους ηρωομάρτυρες το στερνό αντίο, μαζί με απέραντη τιμή και την ευγνωμοσύνη του αγωνιζόμενου για λευτεριά λαού μας. Τους τρεις αρχαγγέλους της λευτεριάς του ελληνικού νησιού μας.
Ας δούμε ποιοι ήταν αυτοί οι τρεις αρχάγγελοι της δικής μας λευτεριάς, που βάδισαν στην αγχόνη ψάλλοντας τον Εθνικό μας Ύμνο.
Αντρέας Ζάκος
Ο Αντρέας Ζάκος, από τη Λινού της ηρωοτόκου Σολιάς, γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1931 και ήταν υπόδειγμα ανθρώπου και χριστιανού Έλληνα. Τη μεγαλοψυχία του την καταμαρτυρεί και ο δικηγόρος του, Στέλιος Παυλίδης, που τον είχε ζήσει από κοντά καθ’ όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου του, από τη σύλληψή του, στις 15 Δεκεμβρίου 1955, κατά την ενέδρα που έπεσε ο πρώτος ήρωας της ΕΟΚΑ, Χαράλαμπος Μούσκος, μέχρι την παραμονή της δικής του θυσίας, στις 9 Αυγούστου 1956. Θα πει για τη μεγαλοψυχία του Ζάκου, που έλαμψε στην υπόθεση Κρίμερ. Όταν ήταν ακόμη μελλοθάνατος με τους Χαρίλαο Μιχαήλ και Ιάκωβο Πατάτσο, είχε συλληφθεί από αγωνιστές της ΕΟΚΑ ο Βρετανός Τζον Α. Κρίμερ, που διέμενε στην Κερύνεια, με σκοπό ν’ ανταλλαχθεί με τους τρεις. Ο Ζάκος έδειξε τον σπάνιο χαρακτήρα και τη μεγαλοψυχία του. Έκαμε την ακόλουθη έκκληση στην ΕΟΚΑ:
«Ανδρέας Ζάκος,
Κεντρικαί Φυλακαί
4 Αυγούστου 1956
»Εν συνεννοήσει μετά των ετέρων δύο συγκαταδίκων μου, ποιούμαι θερμήν έκκλησιν προς τους ενδιαφερομένους, όπως ο εκ Κυρηνείας κ. Τζων Α. Κρίμερ, αφεθεί αμέσως ελεύθερος. Παρακαλώ, όπως η ζωή του Βρετανού τούτου γέροντος, ο οποίος δεν ευθύνεται διά τας πράξεις μας ή τας ενεργείας της κυβερνήσεως, ουδένα κίνδυνον διατρέξει, έστω κι εις περίπτωσιν, κατά την οποία ήθελε αποφασισθεί να εκτελεσθώμεν ή και εις περίπτωσιν ακόμη, κατά την οποίαν τελικώς ηθέλομεν εκτελεσθεί».
Και ο δικηγόρος του Ζάκου, Στέλιος Παυλίδης, θα δηλώσει με θαυμασμό για την έκκληση αυτή: «Η πρωτοβουλία διά την γενναιόφρονα αυτήν έκκλησιν ανήκει αποκλειστικά στον Ανδρέα Ζάκο. Κάθε λέξη της εκκλήσεως προέρχεται από τον ίδιο τον Ζάκο, ο οποίος, ως γνωστόν, είναι άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσας».
Η έκκληση είχε εκτιμηθεί, όχι μόνο από τον Αρχηγό της ΕΟΚΑ και τον κυπριακό λαό, αλλά και από τους Βρετανούς ακόμη. Και ο Διγενής, που θαύμασε τη μεγαλοψυχία των τριών μελλοθάνατων παλληκαριών του, διέταξε να αφεθεί ελεύθερος ο Βρετανός όμηρος.
Ήταν μεγαλόψυχος
Ο πατέρας του ηρωομάρτυρα, Χαρίλαος Ζάκος, είπε ανάμεσα σε πολλά επαινετικά λόγια για τον Αντρέα του: «Ήταν τύπος ανοιχτόκαρδος, αρχοντικός, αξιοπρεπής και ειλικρινής. Δεν έκλαιγε ποτέ του, μιλούσε ωραία, μελετούσε πολύ, ήταν αξιαγάπητος και εξυπηρετικός. Στο σπίτι, στο σχολείο και στην επαγγελματική του ζωή απέλαυε της γενικής αγάπης. Όλοι όσοι τον γνώριζαν, τον αγαπούσαν. Πίστευε ολόψυχα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ήταν ανθρωπιστής από παιδί. Ενδιαφερόταν για κάθε πολιτιστική κίνηση. Ακούραστος και πάντα ανιδιοτελής. Έτρεφε απεριόριστο σεβασμό προς τους γονείς του, τους καθηγητές και τους προϊσταμένους του και αποτελούσε παράδειγμα νέου με ανώτερο ήθος. Μόνο πραγματικούς φίλους άφησε πίσω του στον κόσμο».
Τη μεγαλοσύνη του Ζάκου την καταμαρτυρεί και ο ταγματάρχης Μπράιαν Κουμπ, που τραυμάτισε θανάσιμα τον Μούσκο, πλήγωσε τον Δράκο και συνέλαβε, αφού τραυμάτισε, τον Ζάκο και τον Χαρίλαο Μιχαήλ, στην ενέδρα στο Μερσινάκι, στις 15 Δεκεμβρίου 1955. Στην κατάθεσή του για την ενέδρα ο Κουμπ αναφέρει και τα εξής: «Ο Ζάκος μού παραπονέθηκε ότι τον πυροβόλησα και του απάντησα ότι εκείνοι με πυροβόλησαν πρώτοι. Τότε μου είπε: “Πρέπει να έχω βοήθεια γρήγορα. Εγώ και ο φίλος μου είμαστε τραυματισμένοι, ο δε τρίτος φίλος μου είναι νεκρός”. ‘‘Και ο δικός μου φίλος είναι νεκρός και η βοήθεια εξαρτάται από τους συμπατριώτες σας”. Έτσι του είπα και στη συνέχεια τον συγχάρηκα για τα Αγγλικά του και τον ρώτησα από πού είναι. Μου είπε ότι εργαζόταν στο τμήμα σχεδίων της Μεταλλευτικής Εταιρείας, αλλά ότι τον καταζητεί η Αστυνομία και έτσι αναγκάστηκε να βγει στα βουνά... Τον ρώτησα πώς τον λένε και μου απάντησε “Ζάκο”. “Γιατί μάς πολεμάς;”, τον ρώτησα και μου απάντησε: “Αγωνίζομαι διά την ελευθερία μου…”».
Στο τελευταίο γράμμα στον πατέρα του, 7 Αυγούστου 1956, δηλαδή παραμονή της εκτέλεσής του, έγραφε και τούτα τα λόγια, στερνή παρηγοριά στους αγαπημένους του: «Σας παρακαλώ, λοιπόν, μη θλίβεσθε. Τι είναι τα είκοσι πέντε και τα εκατό χρόνια, που μπορεί να ζήσει κανένας; Είναι ένα μικρό κλασματάκι μπροστά στο άπειρο. Η ζωή είναι μικρή, τα χρόνια περνούν γρήγορα. Και η αλήθεια είναι ότι είναι καλύτερα να πεθάνει κανένας, παρά να περάσει τα νιάτα του στη φυλακή».
Ο Παπαντώνης Ερωτοκρίτου, ιερέας των Κεντρικών Φυλακών, ο τελευταίος που είδε ζωντανούς και μετέλαβε τον καθένα ξεχωριστά τους τρεις μελλοθανάτους, είπε για τον Ζάκο: «Ο Ζάκος ήταν μορφωμένος και τον ενέπνεε μόνον η Ελλάδα και γι’ αυτό εδόθη ολόψυχα στον αγώνα για την ελευθερία της Κύπρου».
Δεν ξεχνά…
Μελλοθάνατος ο Ζάκος δεν ξεχνά τους φίλους και συναγωνιστές του, που είναι κλεισμένοι στα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς. Σ’ επιστολή στον συναγωνιστή του Χαράλαμπο Μπακαλούρη, γνωστό στην περιοχή Ξερού- Λεύκας και της Σολιάς γενικότερα, θα γράψει στις 4 Ιουλίου 1956:
«Αγαπητέ Χαμπή,
»Συμμερίζομαι την αγανάκτησή σου, με την οποία ήταν ποτισμένο το τελευταίο σου γράμμα. Η κατάσταση, όμως, θ’ αλλάξει. Δεν είμαι επηρεασμένος βέβαια από τις εφημερίδες, που άλλωστε φάσκουν και αντιφάσκουν, η ιστορία, όμως, ουδέποτε διαψεύδεται. Στο μεταξύ, οι πολυάριθμες συλλήψεις μόνο προσωρινή ζημιά προκαλούν στην περιοχή μας. Εκείνοι που συλλαμβάνονται είναι συνήθως οι πιο ακμαίοι στις κάθε είδους επιχειρήσεις, δηλαδή στα διάφορα επαγγέλματα κ.λπ.
»Όταν λοιπόν αυτοί όλοι απολυθούν, θα έχουν πια μέσα τους αναμμένη τη φλόγα των υψηλών ιδεωδών της φυλής μας περισσότερο από πριν, αλλά και το πνεύμα αλληλεγγύης και της αλληλοκατανοήσεως θα ριζωθεί βαθιά στην ψυχή τους. Μη στενοχωρείσθε, λοιπόν, κάνετε μόνο λίγη υπομονή.
»Για εξοικονόμηση χρόνου γράφω στο ίδιο χαρτί και στον Νησίφορο - συναγωνιστή του κι αυτόν- και σε παρακαλώ δώσε του το γράμμα αυτό μόλις το διαβάσεις.
»Αγαπητέ Νησίφορε,
»Πήρα και το δικό σου γράμμα και ελπίζω να μη με παρεξηγήσεις που δεν σου γράφω ξεχωριστά. Θέλω έτσι να εξοικονομήσω χρόνο, όμως, και να στείλω και μερικά άλλα γράμματα και όπως θα ξέρεις δεν μπορούμε να γράφουμε περισσότερα από ένα γράμμα την ημέρα. Εξάλλου, τα γράμματά μας καθυστερούν πολύ τώρα τελευταία και θέλω έτσι να εξοικονομήσω χρόνο.
»Ο Μαυρομμάτης - εκτελέστηκε κι αυτός αργότερα- και σε ξέρει πολύ καλά και σε χαιρετά. Ήταν, λέει, σε πιο μικρή τάξη από σένα. Δεν μπόρεσα να μιλήσω μαζί του, γιατί μόνο με τον Χαρίλαο δικαιούμαι να συναναστρέφομαι, και μας έχουν χωριστά. Έξω βγαίνουμε μόνο το απόγευμα υπό ένοπλη επιτήρηση.
»Σε ξέρει και ο Χατζηλοΐζου από το Βαρώσι. Όπως μου έλεγε τις προάλλες, που έτυχε να μιλούμε, ήταν ποδοσφαιριστής της ‘‘Ανορθώσεως’’. Καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά.
»Χαιρετισμούς σε όλους τους γνωστούς και φίλους, που βρίσκονται εκεί.
»Με φιλία
Ανδρέας Ζάκος».
Συγκλονιστικές ήταν οι στιγμές που έζησαν πριν από την εκτέλεσή τους οι τρεις ηρωομάρτυρες με άλλους θανατοποινίτες και κατάδικους αγωνιστές που κρατούνταν στις Κεντρικές Φυλακές. Όπως αναφέρει ο Παπαντώνης, «οι μελλοθάνατοι κρατούνταν στο διαμέρισμα 7, που είχε οκτώ κελιά. Η είσοδος ήταν στην αυλή της αγχόνης. Ένα μικρό παράθυρο στον ανατολικό τοίχο προς την οροφή τον συνέδεε με το διαμέρισμα, στο οποίο κρατούνταν οι υπόδικοι της ΕΟΚΑ. Είχαν ληφθεί αυστηρότερα μέτρα τώρα και έτσι μπορούσαμε να κινούμαστε πιο άνετα, παρά την εκτέλεση του Καραολή και του Δημητρίου».
Οι μελλοθάνατοι συνομιλούσαν φωναχτά από παράθυρο ψηλά με αυτούς που έμεναν στο διαμέρισμα αριθμός 3 και μέχρι την ώρα της εκτέλεσής τους. Καθ’ όλο το απόγευμα, άλλοι πέντε θανατοποινίτες, που κρατούνταν στις Φυλακές εκεί δίπλα, οι Στέλιος Μαυρομμάτης, Ανδρέας Παναγίδης, Μιχήλ Κουτσόφτας, Χρυσόστομος Παναγή και Νίκος Ξενοφώντος, έψαλλαν εθνικά θούρια και αυτοσχέδια πατριωτικά τραγούδια, το νόημα και η μελωδία των οποίων έμοιαζε με τον γνωστό θούριο:
Ξύπνα καημένε μου Ραγιά και σήκου το κεφάλι
Τη δόξα που ’χες μια φορά απόκτησε και πάλι.
Ξύπνα καημένε μου Ραγιά, ξύπνα να δεις ελευθεριά.
Οι στιγμές εκείνες που έζησαν οι μελλοθάνατοι, οι θανατοποινίτες και οι δεσμώτες αγωνιστές των Κεντρικών Φυλακών ήταν ανεπανάληπτες. Και τις ζούσε ολόκληρος ο λαός μας, που τους θαύμαζε και τους τιμούσε.
Έχουν περάσει από τη θυσία των τριών ηρωομαρτύρων 68 χρόνια, αλλά η μνήμη τους, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα παραμείνει αγέραστη, μαζί με την άφθαρτή τους δόξα. Δεν ξεχνούμε ότι θυσίασαν τη νεανική ζωή τους στο θυσιαστήρι της δικής μας λευτεριάς.
* Στο επόμενο: Χαρίλαος Μιχαήλ.