Η «λογική» πίσω από τον «παραλογισμό» του Τραμπ
Οι εξαγγελίες του πιθανότατα αφορούν περισσότερο την προετοιμασία του εδάφους για σκληρές διαπραγματεύσεις παρά πολιτικές δηλώσεις
Η προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής από την πρώτη του θητεία αποτελούσε αντικείμενο ανάλυσης. Όντας επιχειρηματίας, δεν είναι λίγες οι φορές που αντιμετώπιζε τις γεωπολιτικές εξελίξεις σαν να ήταν χρηματιστήριο ή αγορές, προκαλώντας συχνά αμηχανία σε φίλους και συμμάχους της χώρας. Οι πρόσφατες δηλώσεις του για την πιθανή προσάρτηση του Καναδά, της Γροιλανδίας και της Διώρυγας του Παναμά ενισχύουν αυτήν την εικόνα, αποκαλύπτοντας μια στρατηγική που βασίζεται στην οικονομική πίεση και τη στρατιωτική ισχύ. Αν και πολλοί θεωρούν τις δηλώσεις του απλά ρητορικές τακτικές, το ενδεχόμενο εφαρμογής τους δημιουργεί ρήγματα στις συμμαχίες και ενισχύει τον σκεπτικισμό για τη δέσμευση της Ουάσιγκτον στη διατήρηση της παγκόσμιας σταθερότητας. Η ανάλυση αυτής της στρατηγικής φωτίζει τις επιπτώσεις των αποφάσεών του στον παγκόσμιο ρόλο της Αμερικής, ενώ εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσον τέτοιες πολιτικές μπορούν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των συμμάχων και να ενθαρρύνουν τις φιλοδοξίες των ανταγωνιστών της.
Κάτι από τα παλιά η νέα στρατηγική
Για κάποιους αναλυτές οι φιλοδοξίες του Τραμπ να προσαρτήσει τη Διώρυγα του Παναμά, τη Γροιλανδία και τον Καναδά αντανακλούν τον θαυμασμό του για μια παρωχημένη ιδέα, η οποία εδράζεται στο ότι οι μεγάλες δυνάμεις μπορούν να δημιουργούν σφαίρες επιρροής και να προστατεύουν τα οικονομικά και εθνικά τους συμφέροντα, επιβάλλοντας την ισχύ τους σε μικρότερους παίκτες του διεθνούς συστήματος.
Σε μιαν ασυνάρτητη και προκλητική συνέντευξη Τύπου, η οποία προκάλεσε αυστηρές απαντήσεις από τις ενδιαφερόμενες χώρες, ξεδίπλωσε το όραμά του για την εξωτερική πολιτική που θα ακολουθήσει κατά τη δεύτερή του θητεία. Πρόκειται για μια στρατηγική, η οποία δεν θα βασίζεται σε διεθνείς συμμαχίες και ελεύθερο εμπόριο, αλλά σε οικονομική πίεση και μονομερή στρατιωτική ισχύ, ακόμα και κατά των συμμάχων της χώρας του.
Χωρίς δισταγμό απείλησε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει βία για να πάρει τον έλεγχο της Διώρυγας του Παναμά και της Γροιλανδίας. Για τον Καναδά, ήταν λιγότερο «βίαιος», προτείνοντας τόσο ακραίους δασμούς, ώστε να μην έχει άλλη επιλογή από το να υποκύψει στην προσάρτηση.
Δίχως αμφιβολία, το να πάρει τον έλεγχο της Γροιλανδίας, του Καναδά και της Διώρυγας του Παναμά μέσω στρατιωτικής ή οικονομικής ισχύος θα άλλαζε ριζικά ρότα από την εδώ και δεκαετίες εξωτερική των ΗΠΑ, που είχε διαμορφωθεί και από τα δύο κόμματα. Αν ο Τραμπ κάνει έστω και ένα μέρος από αυτά που περιέγραψε, θα μπορούσε να δημιουργήσει εκτεταμένες αλλαγές στον παγκόσμιο ρόλο της Αμερικής, ενθαρρύνοντας τους αντιπάλους και αναγκάζοντας τους συμμάχους να μην είναι πλέον σίγουροι για την υποστήριξη της Ουάσιγκτον, αναζητώντας νέα οικονομικά καταφύγια και νέες συμμαχίες για τα ζητήματα ασφάλειας.
Αυτή η ριζική μετατόπιση του Τραμπ σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής εδράζεται στις μακροχρόνιες πεποιθήσεις του ότι ακόμη και στενοί σύμμαχοι μεταχειρίζονται τις ΗΠΑ άδικα, ότι η Αμερική έδωσε το κανάλι στον Παναμά για το τίποτα και ότι η Κίνα απλώνει τα δίκτυά της στο κυριαρχούμενο από τις ΗΠΑ δυτικό ημισφαίριο. «Μας κοροϊδεύουν γιατί πιστεύουν ότι είμαστε βλάκες. Τώρα, όμως, δεν είμαστε βλάκες», δήλωσε χαρακτηριστικά. Κατά τη διάρκεια της ίδιας συνέντευξης Τύπου, ο Τραμπ παρουσίασε και άλλες ιδέες, όπως η μετονομασία του Κόλπου του Μεξικού σε «Κόλπο της Αμερικής» και η απαίτηση από τα μέλη του ΝΑΤΟ να δαπανήσουν το 5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος για την άμυνα.
Η «λογική» Τραμπ
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Τραμπ είχε αντιμετωπίσει γεωπολιτικές εξελίξεις με όρους παζαριού. Ανέκαθεν απολάμβανε να μιλάει για ακίνητα, αλλά αυτές τις μέρες, αντί για ξενοδοχεία ή κατοικίες, οι στόχοι εξαγοράς του είναι κυρίαρχα έθνη και εδάφη. Μάλιστα δεν δίστασε να αναρτήσει στο Truth Social, το μέσο κοινωνικής δικτύωσης του οποίου είναι ιδιοκτήτης, έναν χάρτη των ΗΠΑ, που περιλαμβάνει ως τμήμα τους τον Καναδά.
Ειδικοί σημειώνουν ότι επρόκειτο για καθαρό τρολάρισμα προς τον Τζάστιν Τριντό, με πρόθεση να τον υποβιβάσει σε «κυβερνήτη» μιας 51ης πολιτείας που θα γίνει σύντομα. Δεν έχασε την ευκαιρία να κουνήσει το δάκτυλο στον Καναδά για τη συνεισφορά του στο ΝΑΤΟ, αφού πρόσφατα είχε δεσμευτεί να πετύχει τον στόχο δαπανών της συμμαχίας, 2% του ΑΕΠ, έως το 2032.
Για τον Παναμά υπάρχει σύγχυση. «Η Διώρυγα του Παναμά είναι ζωτικής σημασίας για τη χώρα μας», είπε ο Τραμπ. «Τη διαχειρίζεται η Κίνα. Και δώσαμε το κανάλι του Παναμά στον Παναμά, δεν το δώσαμε στην Κίνα». Υποστήριξε ότι η παράδοση του καναλιού από τις ΗΠΑ, σε μια συνθήκη που επικυρώθηκε από τη Γερουσία το 1978, ήταν «ένα μεγάλο λάθος» και «γι’ αυτό ο Τζίμι Κάρτερ έχασε τις εκλογές», αποφεύγοντας να δεσμευτεί να μη χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία για την ενδεχόμενη προσάρτησή της. Αν το εννοεί αυτό, σίγουρα γυρεύει μπελάδες, αφού έτσι θα μετέτρεπε έναν σύμμαχο στο δυτικό ημισφαίριο σε αντίπαλο.
Ωστόσο, η περίπτωση της Γροιλανδίας παρουσιάζει το περισσότερο ενδιαφέρον. «Χρειαζόμαστε τη Γροιλανδία για λόγους εθνικής ασφάλειας», δήλωσε ο Τραμπ. Στην πραγματικότητα, ο Υπουργός Εξωτερικών, Ουίλιαμ Σιούαρντ, είχε σκεφτεί την αγορά του νησιού περίπου την εποχή που διαπραγματευόταν την αγορά της Αλάσκας το 1867. Η κυβέρνηση του Χάρι Τρούμαν έκανε ανεπιτυχή προσφορά το 1946. Σύμφωνα με τη «λογική» του Τραμπ, οι ΗΠΑ έχουν ήδη στρατιωτικές δυνάμεις στη Γροιλανδία, ενώ η παλιά αποικιακή δύναμη, η Δανία, δεν μπορεί να την υπερασπιστεί από τις φιλοδοξίες της Κίνας ή της Ρωσίας.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι ειδικοί εξηγούν ότι ο Τραμπ ίσως μιλάει σοβαρά σε αυτήν την περίπτωση. Ωστόσο, η άφιξη του «Trump Force One» με τον Ντον Τζούνιορ να περιοδεύει στη Γροιλανδία, δεν έγινε ακριβώς με διπλωματική λεπτότητα. «Θα σας φερθούμε καλά», είπε ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος στους ντόπιους μέσω τηλεφώνου. Στη συνέχεια, δήλωσε στα μέσα ενημέρωσης ότι δεν αποκλείει στρατιωτική δράση. Τέτοιες δηλώσεις είναι λιγότερο πιθανό να πείσουν τους Γροιλανδούς και περισσότερο πιθανό να τους ενοχλήσουν, ίσως ωθώντας τους να επιθυμήσουν ανεξαρτησία και συμμαχία με αμφιλεγόμενους παίκτες.
Μία πιθανή επιλογή θα μπορούσε να είναι ένα σύμφωνο ελεύθερης συσχέτισης για την άμυνα με τη Γροιλανδία, παρόμοιο με τις συμφωνίες των ΗΠΑ με κράτη στον Ειρηνικό. Ωστόσο, θα απαιτούσε τη διακριτική τέχνη της πειθούς, κάτι που ο Τραμπ όχι μόνο αποφεύγει αλλά αντίθετα προτιμά να χρησιμοποιεί σκληρή ρητορική για να εκφοβίζει ακόμα και τους φίλους της χώρας του.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, αυτός ο «παραλογισμός» φαίνεται ότι έχει κάποια λογική. Η απειλή του να προσαρτήσει τον Καναδά θεωρεί ότι θα είναι ένας μοχλός πίεσης πριν από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Οτάβα. Η απειλή του να πάρει πίσω τη Διώρυγα του Παναμά είναι ένα τέχνασμα για να εξασφαλίσει χαμηλότερες τιμές για τα αμερικανικά πλοία, ενώ η προσήλωσή του στην απόκτηση της Γροιλανδίας έχει να κάνει με την απόκτηση πρόσβασης σε ορυκτά σπάνιων γαιών και την αποτροπή της εκμετάλλευσής τους από την Κίνα.
Στο στόχαστρο οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ
Όπως ήταν αναμενόμενο, από τα πυρά του Τραμπ δεν γλίτωσαν οι σύμμαχοί του στο ΝΑΤΟ. Ήδη από την πρώτη του θητεία πίεζε τους εταίρους του για αύξηση των αμυντικών τους δαπανών. Πλέον όμως δεν απαιτεί μόνο αύξηση δαπανών αλλά και παραχώρηση εδαφών στις ΗΠΑ, δημιουργώντας τον κίνδυνο υπονόμευσης της εμπιστοσύνης των συμμάχων και πιθανής ενθάρρυνσης των αντιπάλων.
Ο Τραμπ είπε επίσης ότι οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ θα πρέπει να αυξήσουν τον στόχο των στρατιωτικών δαπανών τους περίπου στο 5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ). Οι ΗΠΑ πέρυσι δαπάνησαν περίπου 3,4% του ΑΕΠ για τον στρατό, σύμφωνα με το ΝΑΤΟ.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι εξαγγελίες του πιθανότατα αφορούν περισσότερο την προετοιμασία του εδάφους για σκληρές διαπραγματεύσεις παρά πολιτικές δηλώσεις. Ωστόσο, είναι πρωτοφανείς. Ποτέ πριν δεν έχει συζητήσει δημόσια κάποιος εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ τη χρήση στρατιωτικής δύναμης ή άλλων εξαναγκαστικών μέτρων για την κατάληψη εδαφών των συμμαχικών χωρών ή είχε απαιτήσει τόσο υψηλά επίπεδα στρατιωτικών δαπανών.
Ανέκαθεν, οι χαμηλές δαπάνες για την άμυνα από τον Καναδά και τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ εξόργιζαν τον Τραμπ, ο οποίος κατά την πρώτη του θητεία απείλησε να αποχωρήσει από τη Συμμαχία αν δεν αυξάνονταν οι δαπάνες. Έχει δηλώσει ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να αποζημιώσουν τις ΗΠΑ για δεκαετίες προστασίας και τους έχει χαρακτηρίσει «τζαμπατζήδες», επειδή δεν χρηματοδοτούν επαρκώς τη δική τους ασφάλεια.
Η νέα πίεση του Τραμπ έρχεται εν μέσω βαθιάς αβεβαιότητας σχετικά με την προσέγγισή του στον πόλεμο στην Ουκρανία. Υπό τον Μπάιντεν, τα μέλη του ΝΑΤΟ ήταν σε μεγάλο βαθμό ενωμένα στην ανάγκη στήριξης του Κιέβου στη μάχη του να απομακρύνει τις ρωσικές δυνάμεις. Ο Τραμπ όμως έχει παραμείνει ασαφής ως προς την προσέγγισή του στη σύγκρουση. Έχει δεσμευτεί να τερματίσει τη μεγαλύτερη σύγκρουση της Ευρώπης από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά δεν έχει δώσει λεπτομέρειες για το πώς σχεδιάζει να το κάνει. Πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες φοβούνται ότι ο Τραμπ θα μειώσει ή θα τερματίσει την υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία
Οι επικριτές δήλωσαν ότι οι δηλώσεις του Τραμπ έρχονται σε αντίθεση με θεμελιώδεις αρχές της σύγχρονης παγκόσμιας τάξης και διακινδυνεύουν να νομιμοποιήσουν τη χρήση βίας από αυταρχικά καθεστώτα, όπως η εισβολή του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία και οι προσπάθειες της Κίνας να εκφοβίσει την Ταϊβάν. Ενώ ο στόχος του 5% του Τραμπ θεωρείται μη ρεαλιστικός από πολλούς αναλυτές, η πίεση για αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες ενισχύει τις ανησυχίες ότι η πολιτική του ενδέχεται να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση της Συμμαχίας.