Συνταξιοδοτικό σύστημα και ενίσχυση των εισοδημάτων
Σε περιόδους αστάθειας, μεταβλητότητας και ύφεσης συνήθως οι καταναλωτές είναι πιο επιφυλακτικοί, ενώ σε περιόδους ευφορίας οι δαπάνες αυξάνοντα
Αρκετές είναι οι συζητήσεις που γίνονται για την αναδιαμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος στη χώρα μας, λαμβάνοντας υπόψη το πώς διαμορφώνεται η κατάσταση δημογραφικά. Αυτό είναι, μαζί με τη φορολογική μεταρρύθμιση, ένας από τους κύριους στόχους, σύμφωνα και με τις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου πρόσφατα, για το τρέχον έτος.
Το ζήτημα δεν είναι αμιγώς οικονομικό αλλά έχει και σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις. Από τη μια είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος, χωρίς ασύμμετρη επιβάρυνση στα δημόσια οικονομικά, και από την άλλη της αξιοπρεπούς διαβίωσης των ατόμων μετά τη συνταξιοδότηση (η διασφάλιση επαρκών εισοδημάτων ενισχύει την κατανάλωση από μέρους αυτής της ομάδας των συμπολιτών μας και την οικονομική δραστηριότητα).
Πυλώνες συνταξιοδοτικού συστήματος
Πέρα από το κρατικό συνταξιοδοτικό σύστημα, στο σύνολο υπάρχουν τρεις πυλώνες που αφορούν τις συντάξεις, οι πολίτες κάνουν τα δικά τους πλάνα ώστε να διασφαλίσουν επιπλέον εισοδήματα κατά τη διάρκεια της συνταξιοδοτικής περιόδου. Υπάρχουν περιπτώσεις ατόμων που επιλέγουν ή αναγκάζονται να εργαστούν, ενδεχομένως λιγότερες ώρες ή / και σε λιγότερο βαριές εργασίες και περιπτώσεις κατά τις
οποίες εξασφαλίζουν εισόδημα κάποιες επενδυτικές συναλλαγές ή και διασφαλίζουν παθητικό εισόδημα όπως ενοίκια, μερίσματα και τόκους.
Κύριος ρόλος ενός συνταξιοδοτικού συστήματος είναι η διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης για όλον τον πληθυσμό μετά τη συνταξιοδότησή του. Φυσικά υπάρχουν και τα προγράμματα κοινωνικής συνοχής του κράτους, τα οποία λειτουργούν ως αρωγοί στις περιπτώσεις που υπάρχει ανάγκη, όπως στους συνταξιούχους.
O πρώτος πυλώνας ενός συνταξιοδοτικού συστήματος αφορά στην εθνική σύνταξη, η οποία είναι υποχρεωτική και το ποσό εξαρτάται από τις συνεισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Για τους μεν εργοδοτούμενους, το ποσό των εισφορών αποκόπτεται από τη μισθοδοσία τους και μαζί με τη συνεισφορά του εργοδότη καταβάλλεται μηνιαίως. Για τους δε αυτοεργοδοτούμενους, η καταβολή γίνεται ανά τρίμηνο. Υπήρξαν αυξήσεις στα ποσοστά συνεισφορών και των μέγιστων ποσών, στα οποία επιβάλλονται οι συνεισφορές.
Ο δεύτερος πυλώνας αφορά τα ταμεία προνοίας και τα ταμεία συντάξεως, όπου εργοδότες και εργοδοτούμενοι καταβάλλουν εισφορές με βάση το καταστατικό του ταμείου που εγκρίθηκε από τις Αρχές. Τα περισσότερα ταμεία προνοούν την εφάπαξ πληρωμή, κυρίως για φορολογικούς σκοπούς του ποσού που αναλογεί στο μέλος είτε κατά την αφυπηρέτησή του ή τον τερματισμό της συγκεκριμένης εργοδότησης.
Ο τρίτος πυλώνας είναι προαιρετικός και ιδιωτικός και αφορά κυρίως τη δυνατότητα κάθε ιδιώτη να επενδύσει/αποταμιεύσει μέρος του καθαρού του εισοδήματος μέσω επενδυτικών σχεδίων (annuities) ή ασφαλιστικών σχεδίων με συγκεκριμένη απόδοση και ανάλογα με το ρίσκο που θα ήθελε ο κάθε ιδιώτης ν’ αναλάβει.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ενισχυθεί ο δεύτερος αλλά και ο τρίτος πυλώνας του συνταξιοδοτικού συστήματος, ώστε να υπάρχει αποσυμφόρηση των αναγκών για επιπλέον επιδοματική πολιτική για συνταξιούχους αλλά και ενίσχυση των εισοδημάτων όσων αφυπηρετούν. Συγκεκριμένα, επιπλέον φορολογικά κίνητρα για εργοδότες και εργοδοτουμένους θα μπορούσαν να συζητηθούν στο πλαίσιο της φορολογικής μεταρρύθμισης.
Σε σχέση με την ασφάλιση και τα ταμεία προνοίας, παρέχονται συγκεκριμένα κίνητρα. Μεγαλύτερη συνεισφορά από τον πολίτη ισοδυναμεί και με μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων του, προς όφελος όμως της διασφάλισης ενός σταθερού εισοδήματος κατά τη συνταξιοδότησή του και καλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας όταν τις χρειαστεί.
Προκύπτουν ζητήματα αποδόσεων των κεφαλαίων των συνταξιοδοτικών ταμείων, ειδικά σε περιπτώσεις χαμηλών επιτοκίων και υψηλού πληθωρισμού. Η αποταμίευση σε τέτοιες περιπτώσεις σε τραπεζικά ιδρύματα μειώνει την αξία των χρημάτων, οπότε θα πρέπει να υπάρχουν και άλλες επενδύσεις σύμφωνα με τις διεθνείς αρχές στρωματοποίησης και αξιολόγησης των κινδύνων και των αποδόσεων. Υπάρχουν συγκεκριμένα μοντέλα επενδυτικών δραστηριοτήτων που χρησιμοποιούνται διεθνώς, φυσικά θα πρέπει να υπάρχει συνεχής αξιολόγηση και λογοδοσία.
Αλλαγή νοοτροπίας
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σταδιακά οι νοοτροπίες των οικογενειών έχουν αλλάξει, αντιλαμβάνονται την αξία του σωστού σχεδιασμού, το «παθητικό εισόδημα», είτε αυτό είναι στη μορφή ενοικίων είτε μερισμάτων, και εκμεταλλευόμενοι τα φορολογικά κίνητρα σχεδιάζουν το μέλλον μέσω συνεισφορών σε ταμεία προνοίας ή με τη σύναψη ασφαλειών ζωής ανταποδοτικού χαρακτήρα.
Κάθε νοικοκυριό και κάθε άτομο ξεχωριστά προσπαθεί να κάνει τον δικό του προϋπολογισμό, υπολογίζοντας τις τωρινές και ενδεχόμενες ανάγκες της οικογένειάς του, τη διασφάλιση του μέλλοντος για τον ίδιο, π.χ. σύνταξη και για τα παιδιά του π.χ. σπουδές, και επενδύοντας ή αποταμιεύοντας τα πλεονάσματα.
Κάθε νοικοκυριό, όπως και κάθε επιχείρηση, συγκροτούν τον οικογενειακό ή επιχειρηματικό προϋπολογισμό, ώστε να διασφαλίζεται για το κάθε άτομο, μέσα από το πέρασμα των χρόνων, ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης για το ίδιο και την οικογένειά του, ενώ για τις επιχειρήσεις η βιωσιμότητα και η ανάπτυξή τους.
Ο συγκεκριμένος προϋπολογισμός προσαρμόζεται στα δεδομένα που επικρατούν στην αγορά αλλά και στο γενικότερο οικονομικό και πολιτικό κλίμα. Σε περιόδους αστάθειας, μεταβλητότητας και ύφεσης συνήθως οι
καταναλωτές είναι πιο επιφυλακτικοί, ενώ σε περιόδους ευφορίας οι δαπάνες αυξάνονται.
Η στρατηγική για κάθε οικογένεια εξαρτάται από τα περιουσιακά στοιχεία που έχει, τα υφιστάμενα και μελλοντικά εισοδήματα και τη διάθεσή της όσον αφορά το θέμα ρίσκου. Για παράδειγμα, οι συντηρητικοί θα αναζητήσουν «σίγουρες επενδύσεις», ίσως ακίνητα και υψηλής διαβάθμισης μετοχές αρκούμενοι σε αποδόσεις του 3%-4%, ενώ στην αντίπερα όχθη οι λάτρεις του είδους θα επενδύσουν σε εξειδικευμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα υψηλού ρίσκου και μεγάλων αποδόσεων. Φυσικά, η πιθανή απώλεια κεφαλαίων για τη δεύτερη κατηγορία είναι μεγαλύτερη.
Το σημείο ισορροπίας είναι να επενδύονται κεφάλαια που θεωρούνται πλεονάσματα στον οικογενειακό προϋπολογισμό, ενδεχομένως με τη σύναψη δανεισμού στα μέτρα της οικογένειας και τις στρωματοποιημένες επενδύσεις, δηλαδή σε σωστή αναλογία αυτές του υψηλού και του χαμηλού ρίσκου.
Η διασφάλιση ενός καλού βιοτικού επιπέδου για τα άτομα της τρίτης ηλικίας θα πρέπει ν’ αποτελεί προτεραιότητα για κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Πέραν του συνταξιοδοτικού και της διασφάλισης των εισοδημάτων για τις καθημερινές ανάγκες αυτής της κατηγορίας των πολιτών, υπάρχουν και ζητήματα που αφορούν την ιατρική περίθαλψη, την πρόσβαση σε δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες όπως τραπεζικά ιδρύματα χωρίς ταλαιπωρία και άλλα που πρέπει να τυγχάνουν σωστού χειρισμού.