Εκπαιδευτική και ψυχολογική συμβουλευτική: Αποτίμηση και εισηγήσεις
Με βάση αυτά τα δεδομένα, κάθε ψυχολόγος διαχειρίζεται κατά μέσον όρο 135 περιστατικά ετησίως, αναλογία που μπορεί να επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα και την εξατομικευμένη προσέγγιση στην παροχή υπηρεσιών
Η εκπαιδευτική και ψυχολογική συμβουλευτική αποτελεί έναν κρίσιμο πυλώνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, διασφαλίζοντας την ψυχική υγεία και την υποστήριξη των μαθητών σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Οι σύγχρονες κοινωνικές προκλήσεις, οι αυξημένες εκπαιδευτικές απαιτήσεις και η ανάγκη για ολιστική φροντίδα των μαθητών αναδεικνύουν την αξία ενός αποτελεσματικού συστήματος εκπαιδευτικής και ψυχολογικής στήριξης. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, κατά τη σχολική χρονιά 2022-2023, η Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας (ΥΕΨ) του Υπουργείου Παιδείας χειρίστηκε συνολικά 9.316 περιστατικά μαθητών. Από αυτά, 3.365 αφορούσαν νέες περιπτώσεις, ενώ τα υπόλοιπα 5.951 ήταν συνεχιζόμενα από προηγούμενα έτη. Το υψηλό αυτό ποσοστό περιστατικών, που μάλλον αυξήθηκε περαιτέρω την περσινή σχολική χρονιά, υποδεικνύει την αυξανόμενη ανάγκη για εκπαιδευτική και ψυχολογική στήριξη. Αξιοσημείωτη είναι η ανισοκατανομή στις παραπομπές με βάση το φύλο, καθώς τα αγόρια αντιπροσωπεύουν το 65,5% των περιπτώσεων (6.101 μαθητές), ενώ τα κορίτσια το 34,5% (3.215 μαθήτριες). Οι παραπομπές προέρχονται κυρίως από τα σχολεία (4.026 περιπτώσεις) και τις Επαρχιακές Επιτροπές Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (5.162 περιπτώσεις), ενώ λιγότερες περιπτώσεις παραπέμφθηκαν από γονείς και άλλες πηγές. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι το σχολείο αποτελεί το κύριο σημείο αναγνώρισης και αντιμετώπισης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μαθητές.
Ωστόσο, το σύστημα παρουσιάζει προκλήσεις, κυρίως λόγω της περιορισμένης στελέχωσης. Σήμερα, η ΥΕΨ στελεχώνεται από 69 ψυχολόγους, οι οποίοι κατανέμονται σε τέσσερα επαρχιακά γραφεία στη Λευκωσία, τη Λεμεσό, τη Λάρνακα και την Πάφο. Με βάση αυτά τα δεδομένα, κάθε ψυχολόγος διαχειρίζεται κατά μέσο όρο 135 περιστατικά ετησίως, αναλογία που μπορεί να επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα και την εξατομικευμένη προσέγγιση στην παροχή υπηρεσιών. Συγκρίνοντας το κυπριακό σύστημα με αντίστοιχα συστήματα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αναδεικνύονται ορισμένες διαφορές, τόσο ως προς την οργάνωση όσο και ως προς την αποτελεσματικότητα.
Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως στη Φινλανδία, η αναλογία μαθητών προς ψυχολόγους είναι χαμηλότερη, γεγονός που επιτρέπει στους επαγγελματίες να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο σε κάθε περίπτωση. Στη Φινλανδία, για παράδειγμα, οι σχολικοί ψυχολόγοι εργάζονται εντός των σχολικών μονάδων, έχοντας άμεση επαφή με τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς, κάτι που διευκολύνει την έγκαιρη διάγνωση και την πρόληψη. Παρόμοια είναι η κατάσταση στη Σουηδία, όπου η συνεργασία μεταξύ ψυχολόγων, εκπαιδευτικών και γονέων είναι συστηματική, ενώ δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη προγραμμάτων πρόληψης που προλαμβάνουν προβλήματα, όπως το άγχος και η σχολική αποτυχία. Αντίθετα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και οι ψυχολόγοι καλύπτουν ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές, έχουν στη διάθεσή τους προηγμένα τεχνολογικά εργαλεία, όπως διαδικτυακές πλατφόρμες, που ενισχύουν την πρόσβαση των μαθητών σε υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης. Σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, οι ψυχολόγοι εκπαιδεύονται συνεχώς σε σύγχρονες μεθόδους παρέμβασης, ενώ η χρηματοδότηση από το κράτος επιτρέπει τη διαρκή βελτίωση των υποδομών. Συγκρίνοντας αυτά τα μοντέλα με το κυπριακό σύστημα, γίνεται σαφές ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης.
Η αύξηση του αριθμού των εκπαιδευτικών ψυχολόγων είναι η πρώτη και πιο άμεση ανάγκη που πρέπει να καλυφθεί στην Κύπρο. Με περισσότερους ψυχολόγους, η αναλογία μαθητών ανά επαγγελματία θα μειωθεί, επιτρέποντας μια πιο εξατομικευμένη και αποτελεσματική προσέγγιση. Παράλληλα, η συνεχής εκπαίδευση και επιμόρφωση των ψυχολόγων είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί η εφαρμογή σύγχρονων και καινοτόμων πρακτικών. Ειδικότερα, η κατάρτιση σε θέματα όπως η αντιμετώπιση του άγχους, οι μαθησιακές δυσκολίες, η νεανική παραβατικότητα, το bullying, οι εξαρτήσεις και η διαχείριση κρίσεων μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Μια άλλη σημαντική πτυχή αφορά την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ σχολείων, γονέων και κοινοτικών φορέων. Η δημιουργία δικτύων υποστήριξης και η ολιστική προσέγγιση στα προβλήματα των μαθητών μπορεί να προσφέρει πιο ολοκληρωμένες λύσεις. Για παράδειγμα, προγράμματα όπως η “οικογενειακή υποστήριξη”, που εφαρμόζονται σε χώρες όπως η Νορβηγία, μπορούν να αποτελέσουν πρότυπο για την Κύπρο. Αυτά τα προγράμματα περιλαμβάνουν εργαστήρια για γονείς, εκπαίδευση εκπαιδευτικών και κοινές δράσεις με την τοπική κοινωνία για την προώθηση της ψυχικής υγείας.
Η έμφαση στην πρόληψη είναι ένα ακόμα κρίσιμο στοιχείο που πρέπει να ενισχυθεί. Στην Κύπρο, τα περισσότερα περιστατικά αντιμετωπίζονται όταν έχουν ήδη εξελιχθεί σε προβλήματα. Η ανάπτυξη προληπτικών προγραμμάτων, που στοχεύουν σε πρώιμη ανίχνευση προβλημάτων, μπορεί να μειώσει δραστικά τις παραπομπές. Σε χώρες όπως η Ισλανδία εφαρμόζονται προγράμματα που εκπαιδεύουν τους μαθητές από μικρή ηλικία σε δεξιότητες ζωής, ενισχύοντας την αυτοεκτίμηση και την ανθεκτικότητά τους. Παρόμοια προγράμματα μπορούν να υιοθετηθούν και στην Κύπρο, προσαρμοσμένα στις τοπικές ιδιαιτερότητες.
Η χρήση τεχνολογικών εργαλείων μπορεί επίσης ν’ αποτελέσει μια σημαντική καινοτομία για το κυπριακό σύστημα. Πλατφόρμες που προσφέρουν διαδικτυακή συμβουλευτική μπορούν να βελτιώσουν την πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες ή αγροτικές περιοχές. Παράλληλα, η αξιοποίηση δεδομένων και η ανάλυση στατιστικών στοιχείων θα μπορούσε να βοηθήσει τους αρμόδιους φορείς να κατανοήσουν καλύτερα τις ανάγκες των μαθητών και να σχεδιάσουν πιο στοχευμένες παρεμβάσεις. Επιπλέον, η ανάγκη για τακτική αξιολόγηση και αναπροσαρμογή των υπηρεσιών είναι εξίσου σημαντική. Η δημιουργία ενός πλαισίου διασφάλισης της ποιότητας και παρακολούθησης της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς και η συλλογή ανατροφοδότησης από μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς μπορούν να οδηγήσουν σε συνεχή βελτίωση του συστήματος. Για παράδειγμα, στη Δανία, διεξάγονται τακτικές αξιολογήσεις για διασφάλιση της ποιότητας, και ειδικότερα έρευνες σε μαθητές για την καταγραφή της ψυχικής τους κατάστασης και την αξιολόγηση της ποιότητας των υποστηρικτικών υπηρεσιών.
Το σύστημα εκπαιδευτικής και ψυχολογικής συμβουλευτικής στην Κύπρο έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο, αλλά παραμένουν προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν για να διασφαλιστεί η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών από άλλες χώρες, όπως η μείωση της αναλογίας μαθητών προς ψυχολόγους, η έμφαση στην πρόληψη και η αξιοποίηση της τεχνολογίας, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση του συστήματος. Παράλληλα, η ανάπτυξη μιας κουλτούρας συνεργασίας μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων και κοινωνικής συναίνεσης είναι ζωτικής σημασίας για την προαγωγή της ψυχικής υγείας των μαθητών και την ενίσχυση της εκπαιδευτικής τους επιτυχίας. Το κυπριακό σύστημα έχει τα θεμέλια για να εξελιχθεί σε ένα από τα πλέον αποτελεσματικά στην Ευρώπη, εφόσον επενδυθούν οι απαραίτητοι πόροι και εφαρμοστούν καινοτόμες προσεγγίσεις.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην πρύτανης, και πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ιδρυμάτων Ανώτερης Εκπαίδευσης (EURASHE).