Αναλύσεις

Όταν η στέγη γίνεται φραγμός στην οικογένεια - Το υψηλό κόστος ζωής υπονομεύει το μέλλον

Η στεγαστική κρίση οδηγεί τα νέα ζευγάρια σε καθυστερήσεις, αβεβαιότητα και, τελικά, στην απόφαση να μην κάνουν οικογένεια – Μετρήσιμη πλέον η επίπτωση στη γονιμότητα

Η Κύπρος βαδίζει αθόρυβα προς ένα δημογραφικό ορόσημο με ανησυχητικές προεκτάσεις. Παρά τη φαινομενική αύξηση του πληθυσμού το 2023 -που έφτασε τους 966.400 κατοίκους, κατά 1,8% περισσότερο σε σχέση με το 2022- ο αριθμός αυτός καλύπτει τη βαθιά αλήθεια: η αύξηση δεν προέρχεται από τη γονιμότητα, αλλά από τη μετανάστευση. Ο δείκτης γεννητικότητας παραμένει καθηλωμένος γύρω στο 1,4 παιδιά ανά γυναίκα, κάτω από το ελάχιστο επίπεδο αναπλήρωσης (2,1).

Την ίδια στιγμή, η κοινωνική δομή μεταβάλλεται: οι πολίτες άνω των 65 ετών αγγίζουν το 17,7% του πληθυσμού, ενώ τα παιδιά κάτω των 15 ετών περιορίζονται στο 15,3%. Πρόκειται για αριθμούς που μαρτυρούν ότι η Κύπρος όχι μόνο γερνάει, αλλά και υπονομεύει -συστηματικά και ακούσια- την ανανέωση του πληθυσμού της. Και ένας από τους βασικούς λόγους είναι η αδυναμία των νέων ζευγαριών να δημιουργήσουν οικογένεια. Όχι από επιλογή, αλλά επειδή η στέγη έχει γίνει απαγορευτική.

Όταν η αγορά κατοικίας γίνεται αντικίνητρο τεκνοποίησης

Τα στεγαστικά δεδομένα των τελευταίων ετών είναι ενδεικτικά μιας κατάστασης, που διαρκώς επιδεινώνεται. Στη Λεμεσό, ένα διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου κοστίζει πλέον κατά μέσο όρο €850 μηνιαίως, ενώ διαμερίσματα δύο υπνοδωματίων ξεπερνούν τα €1.300. Στη Λευκωσία, το φαινομενικά χαμηλότερο κόστος (€550–650 για ένα υπνοδωμάτιο) δεν αντισταθμίζει τη γενική άνοδο, με τα μεγαλύτερα διαμερίσματα να αγγίζουν και να ξεπερνούν τα €1.500.

Σε ό,τι αφορά την αγορά ακινήτων, οι τιμές έχουν εκτοξευθεί πέρα από τις δυνατότητες των νέων οικογενειών. Ένα διαμέρισμα μεσαίου μεγέθους, 130–150 τ.μ., κοστίζει πλέον €300.000–€400.000 – ποσό απαγορευτικό για ένα ζευγάρι χωρίς κεφάλαιο εκκίνησης. Και όλα αυτά, ενώ οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι. Ο μέσος μεικτός μισθός για άνδρες ηλικίας 25–35 ετών είναι περίπου €2.200, και για γυναίκες €1.800. Συνδυαστικά, ένα ζευγάρι αυτού του ηλικιακού φάσματος κινείται γύρω από ένα εισόδημα €3.000 τον μήνα – το οποίο, υπό τις παρούσες συνθήκες, επαρκεί μετά βίας για να πληρώνει ενοίκιο και βασικά έξοδα.

Το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρο: νέα ζευγάρια αναβάλλουν την απομάκρυνση από το πατρικό σπίτι, αποφεύγουν την αγορά κατοικίας και δεν τολμούν να σχεδιάσουν την απόκτηση παιδιών. Η ακρίβεια δεν περιορίζει μόνο την ποιότητα ζωής – περιορίζει και τη βούληση για οικογένεια.

Η ακρίβεια πλήττει ευθέως το δημογραφικό

Για να κατανοήσει κανείς τη σχέση μεταξύ στεγαστικής κρίσης και υπογεννητικότητας, δεν χρειάζεται να ψάξει στατιστικά μόνο: η καθημερινή εμπειρία των νέων ανθρώπων στην Κύπρο είναι από μόνη της ηχηρό στοιχείο.

Πρώτον, το κόστος στέγασης απορροφά υπέρογκο ποσοστό του εισοδήματος, στερώντας από τα ζευγάρια τη δυνατότητα να προγραμματίσουν έξοδα για παιδί – είτε πρόκειται για βρεφικά είδη είτε για παιδικό σταθμό είτε για υγειονομική κάλυψη. Δεύτερον, η ανασφάλεια ως προς τη μόνιμη κατοικία, που άλλοτε εθεωρείτο προϋπόθεση για τη δημιουργία οικογένειας, λειτουργεί πλέον αποτρεπτικά.

Επιπλέον, η καθυστέρηση στη δημιουργία οικογένειας λόγω οικονομικών συνθηκών οδηγεί πολλούς στο να ξεκινούν αργότερα την τεκνοποίηση – με αποτέλεσμα, συχνά, ν’ αποκτούν λιγότερα παιδιά απ’ όσα θα επιθυμούσαν ή να μην αποκτούν καθόλου. Ταυτόχρονα, ζευγάρια που μετακινούνται σε πιο φθηνές, απομακρυσμένες περιοχές, αντιμετωπίζουν επιπλέον δυσκολίες πρόσβασης σε δομές υποστήριξης, Υγεία και Παιδεία, αποτρέποντας περαιτέρω την απόφαση τεκνοποίησης.

Με άλλα λόγια, η ακρίβεια δεν είναι μόνο θέμα αριθμών. Είναι παράγοντας που επιδρά άμεσα στο σώμα και στο πνεύμα μιας γενιάς που, παρά τις επιθυμίες της, ωθείται σε αναβολές και σε σιωπηλές παραιτήσεις.

Πολιτικές με προθέσεις αλλά… περιορισμένα αποτελέσματα

Η κυπριακή Πολιτεία έχει αναγνωρίσει το πρόβλημα και προσπαθεί να το αντιμετωπίσει μέσω μέτρων που στοχεύουν στη διευκόλυνση της πρόσβασης στη στέγαση. Το πιο χαρακτηριστικό είναι το πρόγραμμα επιδότησης για νέους κάτω των 41 ετών, το οποίο πρόσφατα τροποποιήθηκε, ώστε να γίνει πιο ελκυστικό: αυξήθηκαν τα επιλέξιμα τετραγωνικά, χαλάρωσαν οι όροι παραμονής στην κύρια κατοικία και ανυψώθηκαν τα εισοδηματικά κριτήρια.

Ταυτόχρονα, μια νέα ενιαία στεγαστική πολιτική προωθείται με σκοπό τη δημιουργία προσιτού αποθέματος κατοικιών, την αξιοποίηση ανενεργών ακινήτων και την επιδότηση ενοικίων για μεσαία και χαμηλά εισοδήματα. Στο δημογραφικό πεδίο, εφαρμόζονται πολιτικές όπως αυξημένα επιδόματα γέννησης, επιπλέον άδειες γονέων και χρηματοδότηση για θεραπείες υπογονιμότητας.

Ωστόσο, τα αποτελέσματα παραμένουν ισχνά. Τα μέτρα συχνά υλοποιούνται με αργούς ρυθμούς, η γραφειοκρατία φθείρει το ενδιαφέρον των πολιτών, ενώ η αύξηση του κόστους ζωής υπερβαίνει τις θετικές επιδράσεις των επιδομάτων. Το πρόβλημα είναι διαρθρωτικό και πολυεπίπεδο και απαιτεί λύσεις αντίστοιχης σοβαρότητας και ορίζοντα.

Απάντηση τώρα ή το κόστος θα είναι μακροχρόνιο

Η συνέχιση της παρούσας κατάστασης εγκυμονεί σοβαρές συνέπειες. Αν οι γεννήσεις παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα, η γήρανση του πληθυσμού θα επιταχυνθεί, επιβαρύνοντας το ασφαλιστικό σύστημα, το σύστημα υγείας και τη γενική οικονομική βιωσιμότητα. Λιγότεροι εργαζόμενοι θα καλούνται να συντηρούν περισσότερους συνταξιούχους, ενώ ο παραγωγικός πληθυσμός θα μειώνεται.

Κυρίως, όμως, θα διαρραγεί η κοινωνική συνοχή. Όταν μια νέα γενιά στερείται τη δυνατότητα να δημιουργήσει οικογένεια όχι επειδή δεν θέλει, αλλά επειδή δεν μπορεί, τότε το κοινωνικό συμβόλαιο αποτυγχάνει. Και το τίμημα αυτού του αποτυχημένου συμβολαίου θα το πληρώσει η κοινωνία ολόκληρη – όχι μόνο δημογραφικά, αλλά και ηθικά.

Η αντιμετώπιση του ζητήματος της στέγασης και του κόστους ζωής δεν είναι απλώς οικονομική επιλογή. Είναι εθνική αναγκαιότητα.