Mουσική και εγκέφαλος: Όταν ο ήχος γίνεται συναίσθημα
Η μουσική είναι ο πιο άμεσος τρόπος να μιλήσουμε με τον εαυτό μας και με τους άλλους, χωρίς λόγια.
Η μουσική δεν είναι μόνο τέχνη, αλλά και μια πολυεπίπεδη βιολογική και ψυχολογική διαδικασία, που αγγίζει τις πιο βαθιές περιοχές του ανθρώπινου εγκεφάλου. Από την πρώτη νότα που φτάνει στ’ αφτιά μας, ενεργοποιείται ένα δίκτυο περιοχών που συνεργάζονται αρμονικά για να μετατρέψουν τον ήχο σε συναίσθημα, μνήμη, ρυθμό και συγκίνηση. Η σύγχρονη νευροεπιστήμη αποκαλύπτει πως κάθε μουσικό άκουσμα αποτελεί μια μικρή «νευρωνική συμφωνία», με συνέπειες που επηρεάζουν τη διάθεση, τη γνωστική λειτουργία και την υγεία μας.
Έρευνες του Πανεπιστημίου Μακγκίλλ στον Καναδά έδειξαν ότι η ακρόαση μουσικής ενεργοποιεί το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου, το ίδιο δηλαδή κύκλωμα που αντιδρά στο φαγητό, στον έρωτα ή στις εθιστικές ουσίες. Όταν ακούμε ένα αγαπημένο κομμάτι, εκκρίνεται ντοπαμίνη, η ορμόνη της ευχαρίστησης, προκαλώντας αίσθηση ευφορίας και ρίγη συγκίνησης. Ο εγκέφαλος φαίνεται να «ανταμείβει» την ακρόαση με τρόπο ανάλογο της ικανοποίησης μιας βασικής ανάγκης. Ταυτόχρονα, οι νευρώνες συγχρονίζονται με τον ρυθμό, κινητοποιώντας το σώμα ακόμη κι όταν παραμένει ακίνητο. Αυτή η συνεργασία ακουστικού και κινητικού φλοιού εξηγεί γιατί ο ρυθμός μάς παρασύρει φυσιολογικά σε κίνηση ή χορό.
Η μουσική συνδέεται στενά και με τη μνήμη. Ασθενείς που πάσχουν από Αλτσχάιμερ και έχουν χάσει τη λεκτική τους ικανότητα, μπορούν να τραγουδήσουν μελωδίες που γνώριζαν στα νιάτα τους. Έρευνες του Χάρβαρντ δείχνουν ότι η μουσική ενεργοποιεί την αμυγδαλή και τον ιππόκαμπο, περιοχές που σχετίζονται με τη συναισθηματική μνήμη, γεγονός που εξηγεί γιατί ένα τραγούδι μπορεί να μας «μεταφέρει» σε παλιές εποχές. Αυτή η ιδιότητα αξιοποιείται πλέον θεραπευτικά. Η μουσικοθεραπεία μνήμης σε ασθενείς με άνοια μειώνει την ανησυχία, ενισχύει την επικοινωνία και ενεργοποιεί ξεχασμένες αναμνήσεις.
Η επίδραση της μουσικής στη διάθεση είναι εξίσου εντυπωσιακή. Μελέτη του Πανεπιστημίου της Βιέννης έδειξε ότι η ακρόαση της Σονάτας Κ.448 του Μότσαρτ μειώνει την κορτιζόλη, την ορμόνη του στρες, και βελτιώνει τη συγκέντρωση. Έστω και αν το λεγόμενο «φαινόμενο Μότσαρτ» έχει συζητηθεί υπερβολικά, η ουσία παραμένει ότι η μουσική δρα σαν φυσικό αντικαταθλιπτικό. Ο νευροεπιστήμονας Ντάνιελ Λεβιτίν υποστηρίζει ότι ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί τη μουσική για να ρυθμίσει τα συναισθήματα και ν’ αποκαταστήσει την ψυχολογική ισορροπία. Οι μελωδίες λειτουργούν όπως η ανθρώπινη φωνή στην παιδική ηλικία, παρέχουν ασφάλεια, ρυθμό και συναισθηματική σταθερότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα νοσοκομεία χρησιμοποιούν πλέον τη μουσική ως συμπληρωματική θεραπεία. Μελέτες του Πανεπιστημίου του Λονδίνου δείχνουν ότι ασθενείς που άκουγαν μουσική πριν και μετά από χειρουργείο χρειάστηκαν λιγότερα παυσίπονα και ανέφεραν λιγότερο πόνο. Η μουσική διεγείρει την παραγωγή ενδορφινών και σεροτονίνης, ουσιών που λειτουργούν ως φυσικά αναλγητικά. Ο εγκέφαλος, «απασχολημένος» με την ακρόαση, αποσπάται από τα σήματα πόνου, μειώνοντας την έντασή τους.
Η μακροχρόνια σχέση με τη μουσική φαίνεται ν’ αλλάζει τη δομή του εγκεφάλου. Μελέτες μαγνητικής απεικόνισης από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης έδειξαν ότι οι επαγγελματίες μουσικοί διαθέτουν μεγαλύτερη φαιά ουσία σε περιοχές που σχετίζονται με την κινητική ακρίβεια και την ακουστική ανάλυση. Η εξάσκηση οδηγεί σε νευροπλαστικότητα, δηλαδή στη δημιουργία νέων νευρωνικών συνδέσεων. Ο εγκέφαλος ενός βιολονίστα ή ενός πιανίστα, για παράδειγμα, έχει αναδιοργανωθεί για να εξυπηρετεί τις απαιτήσεις του οργάνου. Ακόμη και σύντομη μουσική εκπαίδευση στην παιδική ηλικία μπορεί να ενισχύσει τη συγκέντρωση, τη γλωσσική ανάπτυξη και τη μαθηματική σκέψη, αποτέλεσμα της ενισχυμένης επικοινωνίας μεταξύ των δύο εγκεφαλικών ημισφαιρίων.
Η μουσική επιδρά και κοινωνικά. Όσοι ακούουν ή παίζουν μαζί, οι καρδιακοί παλμοί τους συγχρονίζονται, ενώ αυξάνεται η ωκυτοκίνη, η ορμόνη της εμπιστοσύνης και της κοινωνικής σύνδεσης. Γι’ αυτό οι συναυλίες, οι χορωδίες ή οι ομαδικές ακροάσεις γεννούν αίσθημα ενότητας και συλλογικής συγκίνησης. Ο καθηγητής Ανιρούντ Πατέλ του Πανεπιστημίου Ταφτς σημειώνει πως η μουσική είναι η μοναδική ανθρώπινη δραστηριότητα που μπορεί να ενοποιεί τα σώματα, τα συναισθήματα και τους εγκεφάλους πολλών ανθρώπων σε έναν συγχρονισμένο ρυθμό.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, αν και τα μουσικά ιδιώματα διαφέρουν μεταξύ πολιτισμών, η βιολογική απόκριση στον ήχο είναι καθολική. Έρευνα του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ σε εξήντα πολιτισμικές ομάδες απέδειξε πως οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ως χαρούμενα τα γρήγορα τέμπο και ως λυπητερά τα αργά, ανεξάρτητα από τη γλωσσική ή πολιτισμική τους καταγωγή. Ωστόσο, ο εγκέφαλος μαθαίνει να «διαβάζει» μουσικά μοτίβα μέσα από το πολιτισμικό πλαίσιο. Ο Δυτικός ακροατής περιμένει αρμονία και λύση, ενώ ο ινδικός εγκέφαλος αντιλαμβάνεται την ομορφιά στην ασυμμετρία και τον αυτοσχεδιασμό.
Η επιρροή της μουσικής έχει οδηγήσει σε πρωτοποριακές εφαρμογές τεχνολογίας. Στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, ερευνητές χρησιμοποιούν αλγορίθμους μουσικής αναγνώρισης για να διερευνήσουν την εγκεφαλική δραστηριότητα ασθενών σε κώμα, ενώ άλλες ομάδες πειραματίζονται με εγκεφαλικές διεπαφές που επιτρέπουν σε παράλυτα άτομα να «συνθέτουν» μουσική μόνο με τη σκέψη. Παράλληλα, εφαρμογές με τεχνητή νοημοσύνη, όπως το Έντελ, δημιουργούν εξατομικευμένα ηχητικά περιβάλλοντα που προσαρμόζονται στους παλμούς και την αναπνοή του χρήστη, προσφέροντας χαλάρωση ή συγκέντρωση.
Όλες αυτές οι έρευνες επιβεβαιώνουν πως η μουσική δεν είναι απλώς αισθητική εμπειρία, αλλά ένα φυσιολογικό φαινόμενο, που επηρεάζει τη λειτουργία του εγκεφάλου. Από τη μείωση του άγχους έως την ενεργοποίηση της μνήμης και από την ενίσχυση της συγκέντρωσης έως τη θεραπεία του πόνου, ο ήχος φαίνεται να λειτουργεί σαν ένα είδος νευρολογικής γλώσσας που συνδέει σώμα και ψυχή. Όπως επισημαίνει ο Λέβιτιν, «η μουσική είναι μια αρχαία τεχνολογία του εγκεφάλου», μια εξελικτική στρατηγική που βοηθά τον άνθρωπο να εκφράζει, να θυμάται και να αντέχει.
Συμπερασματικά, η μουσική είναι επικοινωνία. Είτε πρόκειται για το νανούρισμα μιας μητέρας είτε για μια συμφωνία του Μπετόβεν, οι δονήσεις του ήχου ταξιδεύουν μέσα από το αφτί και φτάνουν σε εκείνα τα σημεία του εγκεφάλου που διαμορφώνουν τη συγκίνηση και τη συνείδηση. Η νευροεπιστήμη απλώς εξηγεί αυτό που οι άνθρωποι γνώριζαν από πάντα. Ότι, δηλαδή, η μουσική είναι ο πιο άμεσος τρόπος να μιλήσουμε με τον εαυτό μας και με τους άλλους, χωρίς λόγια. Μέσα σε κάθε ρυθμό, κάθε αρμονία και κάθε μελωδία κρύβεται η ίδια η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης και του συναισθήματος. Σ’ έναν κόσμο υπερπληροφορίας και θορύβου, ίσως η αληθινή επανάσταση να βρίσκεται σ’ αυτό που ο εγκέφαλος κάνει φυσιολογικά από τη γέννησή μας, να ακούει, να συντονίζεται και να συγκινείται.
*Πανεπιστημιακός καθηγητής-Ανθρωπολόγος και Μουσικοσυνθέτης, πρώην Πρύτανης