Αναλύσεις

Νέα επίθεση και απειλή της Άγκυρας κατά της Κύπρου

Η πρόσφατη τοποθέτηση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, που κατηγόρησε την Κυπριακή Δημοκρατία ότι σε σύμπραξη με το Ισραήλ επιχειρεί να «περικυκλώσει» την Τουρκία και ότι η Κύπρος «συνέβαλε στη γενοκτονία στη Γάζα», δεν αποτελεί απλή διπλωματική υπερβολή ή στιγμή συναισθηματικής φόρτισης. Αντίθετα, εντάσσεται σε μια προσεκτικά επεξεργασμένη στρατηγική ρητορικής, πολιτικής και διπλωματίας, που έχει ως στόχο να ανατρέψει τη διεθνή εικόνα της Τουρκίας, να δημιουργήσει ηθικά και πολιτικά ερείσματα για την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και να ενισχύσει το αφήγημα της Άγκυρας περί περικύκλωσης και απειλής. Η δήλωση Φιντάν δεν είναι απλώς ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα. Είναι ένα προσεκτικά μελετημένο βήμα σε μια μακράς πνοής πολιτική επιχείρηση επανατοποθέτησης της Τουρκίας στο κέντρο των εξελίξεων της Ανατολικής Μεσογείου, με τη χρήση της έντασης ως μέσου διαπραγμάτευσης και εκφοβισμού.

Η Άγκυρα, ειδικά μετά τον σχηματισμό τής νυν τουρκικής κυβέρνησης, έχει αναπτύξει μια πολυεπίπεδη πολιτική που στηρίζεται στην αντιστροφή των όρων νομιμότητας. Εμφανίζεται ως «θύμα» διεθνούς απομόνωσης, ενώ ταυτόχρονα δρα επιθετικά, παραβιάζοντας τα όρια της κυπριακής ΑΟΖ, παρεμβαίνοντας στις εσωτερικές ισορροπίες της Λιβύης, προωθώντας παράνομες συμφωνίες θαλασσίων ζωνών και επενδύοντας στην αφήγηση ότι το Ισραήλ και η Κύπρος, με την υποστήριξη της Ελλάδας, επιδιώκουν να τη «στριμώξουν» γεωπολιτικά. Αυτή η αφήγηση, που λειτουργεί εξαιρετικά στο εσωτερικό της Τουρκίας, προσφέρει στην τουρκική κυβέρνηση ένα εργαλείο συσπείρωσης του εθνικιστικού ακροατηρίου και παράλληλα επιχειρεί να δημιουργήσει σύγχυση σε διεθνές επίπεδο, παρουσιάζοντας μια στρεβλή εικόνα των πραγματικών δεδομένων στην περιοχή. Η κατηγορία περί «συμβολής στη γενοκτονία» δεν είναι παρά ένα ηθικής φύσεως όπλο, που στοχεύει να απαξιώσει τη διεθνή θέση της Κύπρου και να τη συνδέσει, στο επίπεδο της κοινής γνώμης, με τις ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα.

Πίσω από αυτήν την ακραία φρασεολογία, ωστόσο, διακρίνεται μια πιο σύνθετη επιδίωξη. Η Άγκυρα επιχειρεί να μετακινήσει τη συζήτηση από το πεδίο του διεθνούς δικαίου, όπου οι θέσεις της Κύπρου είναι ακλόνητες, στο πεδίο της «πολιτικής ισορροπίας» και της «ηθικής αντιπαράθεσης». Με αυτό τον τρόπο, η Τουρκία προσπαθεί να υπονομεύσει την νομική ισχύ των κυπριακών επιχειρημάτων και να μεταφέρει το κέντρο βάρους της αντιπαράθεσης σ’ έναν χώρο όπου κυριαρχεί η σχετικότητα. Παράλληλα, με τον χαρακτηρισμό της Κύπρου ως «συνεργού γενοκτονίας», επιχειρεί να τοποθετήσει τη Λευκωσία στο ίδιο επίπεδο ευθύνης με το Ισραήλ, υπονοώντας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία συμμετέχει ενεργά σε μια αντιμουσουλμανική συμμαχία που στοχεύει την Τουρκία. Είναι μια στρατηγική επικοινωνιακής απομόνωσης της Κύπρου στον μουσουλμανικό κόσμο, ο οποίος, υπό το βάρος των εικόνων από τη Γάζα, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος σε τέτοιες κατηγορίες.

Το τουρκικό υπουργείο εξωτερικών γνωρίζει καλά ότι η ρητορική αυτή έχει πολλαπλά οφέλη. Στο εσωτερικό, ενισχύει το αφήγημα της εθνικής απειλής και συντηρεί το κλίμα συσπείρωσης γύρω από τον Τούρκο πρόεδρο. Στο εξωτερικό, δίνει την εντύπωση μιας χώρας που αντιστέκεται στη «δυτική υποκρισία» και στη «σιωπή απέναντι στα εγκλήματα του Ισραήλ». Στο διπλωματικό πεδίο, επιτρέπει στην Άγκυρα να θέτει προληπτικά όρια σε κάθε μελλοντική ενεργειακή ή στρατιωτική συνεργασία Κύπρου-Ισραήλ-Ελλάδας, στέλνοντας το μήνυμα ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να αντιδράσει ακόμη και με στρατιωτικά μέσα αν νιώσει «απειλούμενη». Αυτή η διαρκής στρατηγική ασάφεια, η ισορροπία ανάμεσα στην απειλή και στην πρόσκληση για διάλογο, είναι χαρακτηριστική της τουρκικής διπλωματίας τα τελευταία χρόνια.

Η πραγματική παγίδα για την Κύπρο βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό το σημείο. Αν η Λευκωσία απαντήσει μόνο στο επίπεδο της ρητορικής, αναπαράγοντας την αντιπαράθεση σε ηθικούς όρους, τότε παγιδεύεται στο πλαίσιο που έχει θέσει η Άγκυρα. Αν, από την άλλη, αγνοήσει τη δήλωση, κινδυνεύει να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αποδέχεται τη ρητορική αυτή σιωπηρά. Η απάντηση, επομένως, πρέπει να είναι θεσμική, ψύχραιμη και τεκμηριωμένη. Πρώτο μέλημα είναι η ενίσχυση της νομικής και τεκμηριωμένης άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Λευκωσία οφείλει να παρουσιάζει συστηματικά, σε διεθνή φόρα και μέσα ενημέρωσης, όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη νομιμότητα των ενεργειών της στην ΑΟΖ, τις ενεργειακές της συνεργασίες και τις διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί με πλήρη σεβασμό στο Δίκαιο της Θάλασσας, καθώς και τον ανθρωπιστικό της ρόλο στη Γάζα. Η διαφάνεια και η συνεχής ενημέρωση λειτουργούν ως αντίδοτο στις αόριστες κατηγορίες.

Παράλληλα, η Κύπρος χρειάζεται να ενισχύσει την παρουσία της στα ευρωπαϊκά και διεθνή κέντρα λήψης αποφάσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη αναγνωρίσει επανειλημμένα τις παραβιάσεις της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ, και στηρλιζει ποικιλοτρόπως τον ανθρωπιστικό ρόλο της Κύπρου στη Γάζα, και αυτά αποτελούν σημαντικές βάσεις για τη διπλωματική της δράση. Η Λευκωσία μπορεί να επιδιώξει την ενεργοποίηση μηχανισμών ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και να θέσει το θέμα της τουρκικής ρητορικής σε επίπεδο Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, επισημαίνοντας ότι τέτοιες δηλώσεις υπονομεύουν την περιφερειακή σταθερότητα και τροφοδοτούν τον εξτρεμισμό. Στο ίδιο πλαίσιο, η συνεργασία με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που στηρίζεται συμμετοχικά και από τις ΗΠΑ, πρέπει να παραμείνει σταθερή, χωρίς όμως να προσφέρει στην Τουρκία το επιχείρημα περί «αντιτουρκικού άξονα». Η Κύπρος έχει κάθε δικαίωμα να αναπτύσσει πολυμερείς συνεργασίες, αλλά οφείλει να το κάνει με ρητορική που στηρίζεται στη σταθερότητα, στην ενεργειακή ασφάλεια και στη διεθνή νομιμότητα.

Η Άγκυρα, μέσα από τη ρητορική Φιντάν, επιδιώκει επίσης να πλήξει τη διεθνή εικόνα της Κύπρου ως πυλώνα ειρήνης και δικαίου. Η αναφορά σε «συνέργεια στη γενοκτονία» είναι μια συνειδητή προσπάθεια να αντιστραφεί το ηθικό πλεονέκτημα της Λευκωσίας, που επί δεκαετίες στηρίζει τα δικαιώματα των λαών και καταγγέλλει τις παραβιάσεις στην ίδιά της την επικράτεια. Η τουρκική διπλωματία επιδιώκει να μετατρέψει το διεθνές αίσθημα αλληλεγγύης προς την Κύπρο σε αμφιθυμία, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η χώρα ενεργεί μεροληπτικά υπέρ των δυτικών συμφερόντων και κατά του μουσουλμανικού κόσμου. Η προσπάθεια αυτή, αν δεν αντικρουστεί τεκμηριωμένα με ευρωπαϊκά, και όσο το δυνατό με αμερικανικά και αραβικά, ερείσματα, μπορεί να βρει έδαφος σε κράτη που ήδη αντιμετωπίζουν τη Μέση Ανατολή με έντονη ιδεολογική φόρτιση.

Για να μην εγκλωβιστεί σ’ αυτή την παγίδα, η Κύπρος πρέπει να κινηθεί με σταθερότητα σε τρία επίπεδα. Πρώτον, στη νομική διπλωματία, με το να αξιοποιήσει κάθε φόρουμ του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να διατηρήσει στο προσκήνιο το πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και να απομονώσει τη ρητορική της Άγκυρας. Δεύτερον, στην ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης, με το να επενδύσει σε μια συνεκτική επικοινωνιακή στρατηγική που να εξηγεί με σαφήνεια το γιατί οι ενεργειακές της συνεργασίες δεν στρέφονται κατά κανενός, αλλά υπέρ της περιφερειακής σταθερότητας. Και τρίτον, στην αποτροπή, με διακριτική αλλά σαφή ενίσχυση της συνεργασίας με την Ελλάδα, με χώρες της περιοχής και τις ΗΠΑ σε θέματα επιτήρησης και ασφάλειας, ώστε να είναι προφανές ότι κάθε αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων θα έχει συνέπειες.

Συμπερασματικά, η δήλωση Φιντάν δεν πρέπει να ιδωθεί ως ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής πίεσης, που συνδυάζει την αναθεωρητική ρητορική με τη στοχευμένη προπαγάνδα και την ενεργό προσπάθεια αναδιανομής της επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο στόχος της Τουρκίας δεν είναι απλώς να δυσφημίσει τη Λευκωσία, αλλά να επανατοποθετήσει τους όρους του παιχνιδιού, εισάγοντας την Κύπρο σ’ ένα πεδίο αμφισβήτησης όπου οι κανόνες καθορίζονται από την ισχύ και όχι από το δίκαιο. Η Κυπριακή Δημοκρατία, με τη δύναμη του δικαίου, τη σταθερότητα των συμμαχιών της και την αποφασιστικότητα να διαφυλάξει την κυριαρχία της, οφείλει να παραμείνει προσηλωμένη στη γραμμή της διεθνούς νομιμότητας, χωρίς να επιτρέψει στη ρητορική του φόβου να καθορίσει την πολιτική της στάση. Μόνον έτσι θα αποδείξει ότι, παρά τις επιθέσεις, διαστρεβλώσεις και απειλές, αποτελεί σταθερό παράγιντα ειρήνης και δικαιοσύνης στην καρδιά μιας περιοχής που δοκιμάζεται διαρκώς από τον κυνισμό των ισχυρών.

*Πανεπιστημιακός-ανθρωπολόγος, πρώην Πρύτανης.