Διεθνή

Το βαθύτερο πολιτικό πρόβλημα της «άρρωστης» Γαλλίας

Η στάση των Σοσιαλιστών προσφέρει στην κυβέρνηση ανάσα ζωής

Η Γαλλία βυθίζεται ξανά στη δίνη της πολιτικής αβεβαιότητας, καθώς ο Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν επιχειρεί, μέσα από αλλεπάλληλες αναδιπλώσεις, να διασώσει την εύθραυστη κυβέρνησή του και ν’ αποκαταστήσει την καταρρακωμένη εικόνα του. Μετά από εβδομάδες έντασης, παραιτήσεων και άκαρπων διαβουλεύσεων, το Παρίσι δείχνει να βρίσκεται αντιμέτωπο όχι απλώς με μια κυβερνητική κρίση, αλλά με μια βαθιά θεσμική φθορά, που αγγίζει τα θεμέλια της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Η άτακτη υποχώρηση του Μακρόν στο θέμα του συνταξιοδοτικού, σε συνδυασμό με την απώλεια της κοινοβουλευτικής του πλειοψηφίας και την αδυναμία σταθερής διακυβέρνησης, αποκαλύπτουν μια χώρα όπου η εξουσία δοκιμάζεται, η κοινωνία παραμένει διχασμένη και το πολιτικό μέλλον φαντάζει αβέβαιο.

Η άτακτη υποχώρηση

Για ν’ αποτρέψει το νέο του κυβερνητικό σχήμα από του να έχει την ίδια βραχύβια τύχη με το προηγούμενο, ο Εμμανουέλ Μακρόν αναγκάστηκε να κάνει πολιτική τούμπα και να υποχωρήσει στο θέμα της κρίσιμης συνταξιοδοτικής πολιτικής.

Σε μια αιφνιδιαστική αναστροφή πορείας, ο Γάλλος Πρόεδρος φέρεται να έδωσε τη σιωπηρή του έγκριση στον Πρωθυπουργό και στενό του συνεργάτη, Σεμπαστιάν Λεκορνί, να «παγώσει» τον ιδιαίτερα αντιδημοφιλή νόμο που αυξάνει το όριο συνταξιοδότησης, τουλάχιστον έως τις προεδρικές εκλογές του 2027.

Η ανακοίνωση, που έγινε κατά την πρώτη ομιλία του Λεκορνί στην Εθνοσυνέλευση, ήταν πολιτικό «βάλσαμο» για την πολύπαθη κυβέρνηση. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο με τους 69 βουλευτές του κατέχει τον ρόλο ρυθμιστή στο κατακερματισμένο κοινοβούλιο, άμεσα έσπευσε να διαβεβαιώσει ότι δεν θα στηρίξει την ανατροπή της Κυβέρνησης.

Η στάση των Σοσιαλιστών προσφέρει στην κυβέρνηση ανάσα ζωής, έπειτα από μία από τις πιο θυελλώδεις περιόδους της σύγχρονης γαλλικής πολιτικής ιστορίας. Το πρώτο υπουργικό συμβούλιο του Λεκορνί είχε αντέξει μόλις 14 ώρες, πριν παραιτηθεί, βυθίζοντας τη Γαλλία σε πολιτικό χάος που τάραξε τις αγορές και αναζωπύρωσε τις ανησυχίες για το κατά πόσον η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης παραμένει κυβερνήσιμη.

Στη συνέχεια, ο Μακρόν κάλεσε πίσω τον Λεκορνί, δίνοντάς του δεύτερη ευκαιρία να σχηματίσει κυβέρνηση, ανακοινώνοντας τον νέο κατάλογο υπουργών με στόχο τη σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού.

Αν και η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού έχει καταστεί το πολιτικό «σύμβολο» της δεύτερης θητείας του Μακρόν, ο Λεκορνί υποστήριξε ότι το «πάγωμα» αποτελεί «ευκαιρία» για να επαναξιολογηθεί συνολικά το κοινωνικό συμβόλαιο της χώρας. Ωστόσο, ξεκαθάρισε ότι η προσωρινή αναστολή της μεταρρύθμισης πρέπει να συνοδευτεί από ισοδύναμα μέτρα για τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών. Το κόστος του «παγώματος» για τα δημόσια οικονομικά εκτιμάται στα 400 εκατομμύρια ευρώ για το 2026, ενώ ο προϋπολογισμός που παρουσίασε η κυβέρνηση προβλέπει περικοπές και αυξήσεις φόρων ύψους 31 δισ. ευρώ, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος κάτω από το 5% του ΑΕΠ.

Αναλυτές εξηγούν ότι, παρά τη συγκυριακή σταθεροποίηση, η αναστολή του συνταξιοδοτικού κινδυνεύει να προκαλέσει ρήγματα στον ήδη εύθραυστο κυβερνητικό συνασπισμό. Ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων, Μπρουνό Ρεταγιό, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «κρατείται όμηρος από τους Σοσιαλιστές», επισημαίνοντας την απουσία σχεδίου για τη μετανάστευση και την υποχώρηση στο θέμα των συντάξεων.

Οι βουλευτές ετοιμάζονται τώρα για τη δύσκολη μάχη της ψήφισης του προϋπολογισμού, με τον κίνδυνο νέας κατάρρευσης της κυβέρνησης να παραμένει υπαρκτός. Αν το σχήμα Λεκορνί πέσει μέσα στις επόμενες εβδομάδες, θα είναι η τέταρτη κυβέρνηση που καταρρέει σε λιγότερο από έναν χρόνο, ένα σενάριο που θα μπορούσε να οδηγήσει τον Μακρόν να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει πρόωρες εκλογές.

Η άρνηση της πολιτικής πραγματικότητας

Ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμμανουέλ Μακρόν, χωρίς καμιά διάθεση αυτοκριτικής, επέρριψε ευθέως την ευθύνη για το πολιτικό χάος στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. «Πιστεύω ότι πολλοί από εκείνους που τροφοδότησαν τη διαίρεση και τη φημολογία δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, ούτε ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες των Γάλλων. Καθήκον όλων είναι να ενισχύουν τη σταθερότητα, όχι να ποντάρουν στην αστάθεια», είπε.

Η παρέμβαση του Μακρόν ήρθε μετά την αιφνιδιαστική παραίτηση του Λεκορνί στις 6 Οκτωβρίου, μόλις 14 ώρες μετά τον σχηματισμό του υπουργικού του συμβουλίου. Η κατάρρευση του κυβερνητικού σχήματος, αποτέλεσμα ρήξεων μέσα στον κεντροδεξιό συνασπισμό του Προέδρου, επανέφερε το Παρίσι στα γνώριμα πια μονοπάτια της πολιτικής κρίσης και των αντιπαραθέσεων.

Ο Μακρόν απέφυγε να κατονομάσει ποιες πολιτικές δυνάμεις θεωρεί υπεύθυνες για τη «δυσλειτουργία» που ανησύχησε τις αγορές και αναζωπύρωσε τα σενάρια πρόωρων εκλογών. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, όμως, τόσο ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν όσο και η ριζοσπαστική αριστερά της Ανυπότακτης Γαλλίας ζητούσαν επιτακτικά τη διεξαγωγή νέων βουλευτικών εκλογών.

Οι δηλώσεις του προέδρου έγιναν τη στιγμή που ο Μακρόν δεχόταν σφοδρή κριτική επειδή αρνήθηκε να επιτρέψει στην αντιπολίτευση να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος έχασε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία στις πρόωρες εκλογές του περασμένου έτους.

Το πραγματικό πρόβλημα

Όταν ο Σαρλ ντε Γκωλ ίδρυσε την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία το 1958, ο στόχος του ήταν να δημιουργήσει ένα πολιτικό σύστημα ικανό να εγγυηθεί απόλυτη σταθερότητα. Και για αρκετές δεκαετίες, το πέτυχε.

Σήμερα, όμως, τα θεμέλια του γκωλικού συστήματος αρχίζουν να τρίζουν. Με τον Εμμανουέλ Μακρόν να βλέπει τον Πρωθυπουργό του να παραιτείται ύστερα από μόλις μερικές ημέρες στην εξουσία, η χώρα δείχνει οτιδήποτε άλλο εκτός από σταθερή. Το δημιούργημα του Ντε Γκωλ δοκιμάζεται πλέον στα όριά του.

Τα τελευταία δύο χρόνια, η πολιτική σκηνή της χώρας θυμίζει παρατεταμένη κρίση. Ο Μακρόν, που πέρυσι αποφάσισε να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο των ευθυνών. Η κίνησή του αυτή πυροδότησε μιαν αλυσίδα αστάθειας, που έχει ήδη «καταπιεί» πέντε πρωθυπουργούς και ίσως δεν σταματήσει εκεί.

Ωστόσο, η ευθύνη δεν είναι αποκλειστικά δική του. Το πρόβλημα είναι θεσμικό και βαθύτερο, αφού η Πέμπτη Δημοκρατία είναι, όπως σημειώνουν πολλοί αναλυτές, ένα σύστημα που γεννήθηκε ανίκανο να διαχειριστεί τον συμβιβασμό και τη μοιρασμένη εξουσία.

Ο Ντε Γκωλ σχεδίασε το νέο καθεστώς ως αντίδοτο στο χάος της Τέταρτης Δημοκρατίας, η οποία είχε διαλύσει 21 κυβερνήσεις μέσα σε 12 χρόνια. Το νέο σύστημα χτίστηκε με μόνο έναν στόχο: έναν πανίσχυρο Πρόεδρο, στηριγμένο σε μιαν απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Από το εκλογικό σύστημα δύο γύρων μέχρι τη χρονική σύμπτωση των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών, όλα είχαν ρυθμιστεί, ώστε να εξασφαλίζουν την κυριαρχία του αρχηγού του κράτους.

Όσο ο Πρόεδρος διέθετε άνετη πλειοψηφία στη Βουλή, το σύστημα λειτουργούσε άψογα, με την Εθνοσυνέλευση να μετατρέπεται ουσιαστικά σε ένα είδος «συμβουλευτικού οργάνου» που επικύρωνε τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Όταν όμως η πλειοψηφία αυτή έπαυε να υπάρχει, το σύστημα κατέρρεε.

Σε περίπτωση «συγκατοίκησης», δηλαδή όταν ο Πρόεδρος και η κυβέρνηση προέρχονταν από αντίπαλα στρατόπεδα, η χώρα βυθιζόταν σε παράλυση. Στην τωρινή περίπτωση, μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2024, κατά τις οποίες δεν προέκυψε καμία καθαρή πλειοψηφία, η κατάσταση είναι ακόμη πιο χαοτική. Τα κόμματα δεν έχουν ούτε θεσμικό κίνητρο ούτε πολιτική κουλτούρα συνεργασίας. Κάθε προσπάθεια συνεννόησης αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Και καθώς η εξουσία παραμένει συγκεντρωμένη στο πρόσωπο του Προέδρου, ακόμη και οι πιο πρόθυμοι για συνεργασία δεν μπορούν να ασκήσουν ουσιαστική επιρροή.

Το αποτέλεσμα είναι ένα πολιτικό παιχνίδι ψυχρού υπολογισμού, με τους ηγέτες των κομμάτων να θεωρούν πιο συμφέρον να παραμείνουν εκτός κυβέρνησης, αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να ρίξουν τον επόμενο Πρωθυπουργό και να προκαλέσουν τις προεδρικές εκλογές.

Σύμφωνα με τον Διευθυντής του περιοδικού Le Grand Continent, Ζιλ Γκρεσανί, «στην πραγματικότητα, όλοι σκέφτονται τις προεδρικές εκλογές. Στη Γαλλία, σχεδόν όλοι οι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες μεσαίου και ανώτερου επιπέδου ζουν με το ερώτημα πώς θα μπορούσαν οι ίδιοι να γίνουν Πρόεδροι της Δημοκρατίας».

Οι συνέπειες αυτού του θεσμικού αδιεξόδου έγιναν εμφανείς τους τελευταίους 17 μήνες, αφού πέντε διαφορετικοί πρωθυπουργοί προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, να συνάψουν συμφωνία για τον προϋπολογισμό με τα μεγάλα κόμματα της Βουλής. Κάθε απόπειρα κατέληξε σε παραίτηση, η πιο πρόσφατη του Σεμπαστιάν Λεκορνύ, που εγκατέλειψε τη θέση του έπειτα από λιγότερο από έναν μήνα, για να επαναδιοριστεί λίγες ημέρες αργότερα.

Ο Λεκορνύ αναγνώρισε ότι οι προσωπικές φιλοδοξίες των πολιτικών ηγετών υπονομεύουν τη σταθερότητα της χώρας και προειδοποίησε πως τα μελλοντικά του υπουργικά στελέχη θα πρέπει να «δεσμευτούν ότι θα αποσυνδεθούν από τις προεδρικές τους φιλοδοξίες για το 2027».

Καθώς η πολιτική κρίση βαθαίνει, όλο και περισσότεροι Γάλλοι αναλυτές θέτουν ανοιχτά το ερώτημα μήπως η Πέμπτη Δημοκρατία έχει φτάσει στα όριά της. Ο Ζαν-Λικ Μελανσόν είχε ήδη από το 2022 κάνει κεντρικό σύνθημα της καμπάνιας του τη μετάβαση σε μια «Έκτη Δημοκρατία», με ενισχυμένο ρόλο του κοινοβουλίου και αναλογικότερη εκπροσώπηση. Τότε η πρότασή του θεωρήθηκε ουτοπική. Σήμερα, όμως, καθώς η Γαλλία κοιτάζει στο χείλος της θεσμικής της αβύσσου, η ιδέα μιας νέας Δημοκρατίας δεν μοιάζει πια τόσο μακρινή. Ίσως, όπως γράφουν σχολιαστές, το δημιούργημα του Ντε Γκωλ να έχει απλώς εξαντλήσει τον ιστορικό του κύκλο.