Αναλύσεις

Ισορροπίες στις αγορές χρυσού και πετρελαίου

Η πρώτη αντίδραση των αγορών ήταν η αύξηση των τιμών πετρελαίου κατά 5% περίπου

Σημαντικές οι αναταράξεις που δημιούργησε η απόφαση των ΗΠΑ για την επιβολή κυρώσεων στις κρατικές ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες. Την απόφαση αυτή ακολούθησε και η Ευρωπαϊκή Ένωση με την υιοθέτηση του δέκατου ένατου πακέτου κυρώσεων, το οποίο περιλαμβάνει και κινεζικές αλλά και άλλες ασιατικές εταιρείες που δρουν ως μεσάζοντες για την πώληση ρωσικού πετρελαίου αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο επέβαλε τη δικό του πακέτο.

Η πρώτη αντίδραση των αγορών ήταν η αύξηση των τιμών πετρελαίου κατά 5% περίπου και τις κινεζικές κρατικές εταιρείες αλλά και ινδικές, να περιορίζουν τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου. Το ζήτημα και το μεγάλο ερώτημα είναι για πόσο χρονικό διάστημα θα διατηρηθούν οι συγκεκριμένες κυρώσεις, οι οποίες, παρά το γεγονός ότι αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά τη ρωσική οικονομία, αν ο περιορισμός της εμπορίας του αγαθού δεν μειωθεί από την ενίσχυση της παραγωγής πετρέλαιου από άλλες χώρες, ενδέχεται η τιμή του να αυξηθεί. Αυτό ενδεχομένως να οδηγήσει σε νέες πληθωριστικές πιέσεις.

Το πετρέλαιο αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους στρατηγικούς πόρους του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Η τιμή του καθορίζει το κόστος της ενέργειας, την πορεία του πληθωρισμού και, εν πολλοίς, τη σταθερότητα της διεθνούς αγοράς. Ως εκ τούτου, κάθε πολιτική ή γεωπολιτική μεταβολή που επηρεάζει την προσφορά και τη ζήτηση πετρελαίου έχει άμεσο αντίκτυπο στις τιμές. Ιδιαίτερα καθοριστικό ρόλο παίζουν οι κυρώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ), οι οποίες συχνά χρησιμοποιούνται ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής με ευρείες οικονομικές συνέπειες.

Οι κυρώσεις

Οι κυρώσεις των ΗΠΑ εστιάζουν συχνά σε χώρες που αποτελούν σημαντικούς παραγωγούς πετρελαίου, όπως το Ιράν, η Βενεζουέλα και η Ρωσία. Με τον αποκλεισμό αυτών των κρατών από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ή με την απαγόρευση εξαγωγών, μειώνεται η ποσότητα πετρελαίου που διατίθεται στη διεθνή αγορά.

Αυτό οδηγεί σε συρρίκνωση της προσφοράς και, κατ’ επέκτασιν, σε άνοδο των τιμών. Για παράδειγμα, οι αμερικανικές κυρώσεις στο Ιράν το 2018 περιόρισαν δραστικά τις εξαγωγές του, ωθώντας την τιμή του αργού πετρελαίου τύπου Brent από περίπου 65 δολάρια σε πάνω από 80 δολάρια ανά βαρέλι μέσα σε λίγους μήνες.

Πέρα από την άμεση μείωση της προσφοράς, οι κυρώσεις προκαλούν αβεβαιότητα στις αγορές. Οι επενδυτές ανησυχούν για πιθανές διακοπές στην εφοδιαστική αλυσίδα ή για ευρύτερες συγκρούσεις στις πετρελαιοπαραγωγές περιοχές. Ενώ οι επενδυτές «σήκωσαν» τα κέρδη τους από την πορεία του χρυσού στις αρχές της προηγούμενης βδομάδας, μειώνοντας την τιμή του 5% με 6%. Διαβλέποντας ελπίδα συνεννόησης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνα, οι αποφάσεις του κυρίου Τραμπ για τις κυρώσεις στις ρωσικές εταιρείες πετρελαίου αλλά και του περιορισμού εξαγωγών τεχνολογίας (κάτι που ενίσχυσε τη μεταβλητότητα) οδήγησε σε ανάκαμψη της τιμής του.

Οι χώρες που υπόκεινται σε κυρώσεις προσπαθούν να διατηρήσουν τις εξαγωγές τους αναζητώντας νέους εμπορικούς εταίρους ή προσφέροντας μεγάλες εκπτώσεις. Έτσι, το πετρέλαιο ρέει προς αγορές όπως η Κίνα ή η Ινδία, αλλά η παγκόσμια αγορά αποσταθεροποιείται, καθώς αυξάνονται τα κόστη μεταφοράς, ασφάλισης και συναλλαγών.

Η ανακατανομή αυτή δημιουργεί ανισορροπίες στις περιφερειακές τιμές: ορισμένες χώρες απολαμβάνουν φθηνότερο πετρέλαιο, ενώ άλλες αντιμετωπίζουν υψηλότερες τιμές και περιορισμένη πρόσβαση.

Αύξηση τιμών

Η αύξηση των τιμών, ως αντίδραση στις κυρώσεις, συχνά ωθεί άλλους μεγάλους παραγωγούς, όπως τη Σαουδική Αραβία ή τις ΗΠΑ μέσω σχιστολιθικού πετρελαίου, να ενισχύσουν την παραγωγή τους. Αυτή η κίνηση λειτουργεί ως αντίβαρο, συγκρατώντας την υπερβολική άνοδο των τιμών.
Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εντάσεις οδηγούν συνήθως σε ενίσχυση του δολαρίου, καθώς θεωρείται ασφαλές νόμισμα. Επειδή το πετρέλαιο τιμολογείται σε δολάρια, ένα ισχυρότερο δολάριο μπορεί να περιορίσει τη ζήτηση από άλλες χώρες, ασκώντας καθοδικές πιέσεις στις τιμές.

Οι κυρώσεις των ΗΠΑ έχουν πολυεπίπεδες επιπτώσεις στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου. Αν και ο άμεσος μηχανισμός είναι η μείωση της προσφοράς από τις χώρες-στόχους, εξίσου σημαντικοί είναι οι παράγοντες της αβεβαιότητας, της ανακατανομής των εμπορικών ροών και των νομισματικών μεταβολών.

Πλέον ο «εμπορικός και γεωπολιτικός πόλεμος» σε παγκόσμιο επίπεδο αφορά στη διασφάλιση των πρώτων υλών, τις σπάνιες γαίες, τα προηγμένα τεχνολογικά προϊόντα, τα τεχνολογικά εμπάργκο και τα στρατηγικά μέταλλα.

Ο χρυσός έχει αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή της παγκόσμιας επενδυτικής στρατηγικής. Η τιμή του πολύτιμου μετάλλου αυξάνεται, διαχρονικά, σε περιόδους μεταβλητότητας και κρίσεων. Το άλμα αυτό δεν είναι τυχαίο: αντανακλά μια βαθιά ανησυχία των αγορών για γεωπολιτική αστάθεια, με κυρίαρχη απειλή, αυτήν της πιθανής κλιμάκωσης της έντασης με το Ιράν.

Οι επενδυτικές στρατηγικές των κρατικών και θεσμικών χαρτοφυλακίων δείχνουν μετατόπιση προς περιουσιακά στοιχεία μηδενικού πιστωτικού ρίσκου. Σε αυτό το περιβάλλον, ο ρόλος του χρυσού ενισχύεται όχι μόνο ως εργαλείο νομισματικής διαφοροποίησης, αλλά και ως σταθεροποιητικός παράγοντας χαρτοφυλακίων με υψηλό επίπεδο έκθεσης σε αναδυόμενες αγορές και γεωπολιτικά ασταθείς περιοχές. Επιπλέον, η ενίσχυση της ζήτησης από τις κεντρικές τράπεζες υποδηλώνει μια στροφή στην αντίληψη περί αποθεματικής πολιτικής, με έμφαση στην προστασία από εξωτερικά σοκ, όπως κυρώσεις ή συστημικές κρίσεις.

Η επαναφορά του χρυσού στο επίκεντρο της παγκόσμιας νομισματικής στρατηγικής δεν συνιστά παροδική επιλογή, αλλά μακροπρόθεσμη αναπροσαρμογή που ενσωματώνει τις νέες συνθήκες αστάθειας και τις προκλήσεις της μετα-παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Οι αγορές δεν αντιδρούν μόνο στην επικαιρότητα, αλλά προεξοφλούν το ενδεχόμενο παρατεταμένης αστάθειας, καθιστώντας τον χρυσό, μοχλό ασφαλείας σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από πολυπολικότητα, ενεργειακή ανασφάλεια και νομισματικές αναταράξεις.

Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα συνεχίζει να βρίσκεται σε έναν κύκλο μεταβλητότητας και έντασης, με τις πρώτες ύλες, την αγοραστική δύναμη, τα προϊόντα τεχνολογίας και τα πολύτιμα μέταλλα να χρησιμοποιούνται ως «μέσα» προώθησης και επιβολής πολιτικών.

Οι οραματιστές της παγκοσμιοποίησης βλέπουν το όραμά τους να φθίνει, ένα όραμα που περιελάμβανε την ελεύθερη διακίνηση αγαθών και κεφαλαίου χωρίς να υπάρχουν σημαντικά εμπόδια. Κυρώσεις, διατάγματα και εισαγωγικοί δασμοί, που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια, αποτελούν τα κύρια εργαλεία της απο-παγκοσμιοποίησης.