Αναλύσεις

Πολιτική, θεσμοί και εμπιστοσύνη σε δοκιμασία

Αν τους επόμενους μήνες γίνουν αποφασιστικά βήματα, τότε η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορέσει ν’ ανακτήσει το χαμένο έδαφος και να ενισχύσει την κοινωνική της συνοχή.

Η Κυπριακή Δημοκρατία βιώνει περίοδο έντονης αμφισβήτησης της αξιοπιστίας των θεσμών της, με τις υποθέσεις διαφθοράς, τις σκιές γύρω από μεγάλα δημόσια έργα και τις ερευνητικές διαδικασίες ευρωπαϊκών και εγχώριων Aρχών να πυκνώνουν. Το ζήτημα της διακυβέρνησης δεν είναι πλέον μια αφηρημένη συζήτηση περί θεσμικής ποιότητας, αλλά μια υπαρξιακή πρόκληση που αφορά την ίδια τη λειτουργία του κράτους, την ικανότητά του να πείθει τους πολίτες και τους εταίρους του ότι παραμένει αξιόπιστο, και την προοπτική του να προσελκύει επενδύσεις και διεθνή στήριξη. Η κατά συρροήν ακύρωση ή επιπλοκές όσον αφορά την υλοποίηση μεγάλων και κρίσιμων δημόσιων έργων, η σχετική έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και οι τελευταίες εξελίξεις με τον «Great Sea Interconnector» έφεραν στην επιφάνεια όχι μόνο παρατυπίες στην ανάθεση και διαχείριση στρατηγικών έργων, το συνεπαγόμενο τεράστιο κόστος για την οικονομία και τους πολίτες, αλλά και τη διαρκή ευπάθεια του κυπριακού διοικητικού και δικαστικού μηχανισμού σε φαινόμενα αδιαφάνειας. Σε μια χώρα που εξακολουθεί να κουβαλά το βάρος των «χρυσών διαβατηρίων», των τραπεζικών κρίσεων και των κατηγοριών για ξέπλυμα, κάθε νέα υπόθεση δημιουργεί επιπλέον πληγές στην αξιοπιστία του κράτους.

Το πρώτο και πιο επείγον βήμα είναι η θεσμική ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας σε όλα τα μεγάλα έργα υποδομής. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με γενικόλογες δηλώσεις, αλλά με πρακτικές παρεμβάσεις, όπως η δημιουργία ανεξάρτητου παρατηρητηρίου για δημόσιες συμβάσεις, υποχρεωτική δημοσιοποίηση όλων των συμφωνιών και προϋπολογισμών, και εμπλοκή ανεξάρτητων οίκων ελέγχου που θα παρέχουν διαρκή αναφορά στην Κυβέρνηση, στη Βουλή και στην κοινωνία. Η πολιτική και κομματική ηγεσία οφείλει να δείξει ότι έχει κατανοήσει το βάρος της συγκυρίας και να προχωρήσει ομόθυμα και ομόψυχα σε άμεσα μέτρα που θα αλλάξουν την κουλτούρα της διοίκησης. Θα πρέπει να δρομολογηθεί μια ουσιαστική μεταρρύθμιση του τρόπου με τον οποίο οι κρατικοί φορείς αναθέτουν έργα, ώστε να εξαλειφθεί το έδαφος για παρατυπίες.

Η δεύτερη προτεραιότητα είναι η ενίσχυση των ανεξάρτητων θεσμών, η κατοχύρωση της πραγματικής τους ανεξαρτησίας, και η διασφάλιση της ποιότητας των θεσμικών οργάνων και της εν γένει κρατικής μηχανής. Η Ελεγκτική Υπηρεσία, η Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς και οι άλλοι ελεγκτικοί μηχανισμοί δεν πρέπει να λειτουργούν ως τυπικά στοιχεία, αλλά ως ουσιαστικοί πυλώνες ελέγχου. Απαιτείται αναθεώρηση των σχετικών νομικών πλαισίων και διαδικασιών, ώστε να διασφαλίζεται το καλώς νοούμενο συμφέρον της Πολιτείας και των πολιτών. Παράλληλα, η Κυβέρνηση και η Βουλή οφείλουν να δώσουν τα αναγκαία εργαλεία και τους πόρους για να μπορούν να φέρνουν εις πέρας το έργο τους. Η διασφάλιση της ανεξαρτησίας και αποτελεσματικότητας αυτών των θεσμών δεν είναι απλώς ένα εσωτερικό ζήτημα, αλλά μια προϋπόθεση για την εικόνα της χώρας στην ΕΕ και στις διεθνείς αγορές. Επιπλέον, η θεσμοθέτηση και υλοποίηση ολοκληρωμένου και αποτελεσματικού συστήματος διασφάλισης της ποιότητας των θεσμικών οργάνων και της εν γένει κρατικής μηχανής είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Το τρίτο καθήκον της πολιτείας είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας. Τα σκάνδαλα έχουν διαβρώσει το κοινωνικό κεφάλαιο και έχουν καλλιεργήσει μια γενικευμένη αντίληψη ότι οι ελίτ λειτουργούν με ασυδοσία, ενώ οι πολίτες σηκώνουν τα βάρη. Η αποκατάσταση αυτής της εμπιστοσύνης δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με θεσμικά μέτρα, αλλά και με μια νέα πολιτική κουλτούρα, που θα βασίζεται στη διαρκή διαβούλευση και στη συμμετοχή. Η Κυβέρνηση οφείλει να ξεκινήσει έναν ειλικρινή διάλογο με την κοινωνία των πολιτών, με επαγγελματικούς φορείς και με τους ίδιους τους πολίτες, ώστε να καλλιεργήσει μια κουλτούρα συναίνεσης και κοινωνικού ελέγχου. Οι επόμενοι μήνες πρέπει να είναι μήνες ανοίγματος, και όχι κλειστής διαχείρισης.

Τέταρτη προτεραιότητα αποτελεί η ίδια η πολιτική/κομματική ηγεσία και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί. Η αξιοκρατία και η διαφάνεια δεν μπορούν να είναι αξιώσεις μόνο για τη δημόσια διοίκηση, αλλά πρέπει να ξεκινούν από τους υπουργούς, τους βουλευτές και τους κρατικούς αξιωματούχους. Μόνον όταν η ίδια η πολιτική τάξη δείξει έμπρακτα ότι δέχεται τον έλεγχο, θα μπορέσει να πείσει για αλλαγή και εκσυγχρονισμό.

Πέμπτο και εξίσου σημαντικό είναι το ζήτημα της διεθνούς εικόνας της Κύπρου. Η χώρα δεν μπορεί να συνεχίσει να σέρνει πίσω της το στίγμα του «εύκολου ξεπλύματος» και της χαλαρής εποπτείας. Πρέπει σύσσωμη να επικεντρωθεί στη συνεργασία με ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς, ώστε να ενισχυθεί η εικόνα της χώρας ως αξιόπιστου μέλους της διεθνούς κοινότητας. Αυτό σημαίνει πλήρη συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες για την καταπολέμηση του ξεπλύματος, ενίσχυση του τραπεζικού εποπτικού μηχανισμού και διαρκής συνεργασία με διεθνείς και ευρωπαϊκούς οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς θεσμούς. Η βελτίωση της διεθνούς εικόνας θα έχει άμεσο αντίκτυπο και στην οικονομία, επιτρέποντας την προσέλκυση επενδύσεων σε πιο στέρεο έδαφος.

Σε πολιτικό επίπεδο, η Κυβέρνηση θα πρέπει να επιδείξει ότι μπορεί να κινηθεί με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα, αλλά και με ευρεία συναίνεση. Η αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης και οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της διακυβέρνησης δεν μπορούν να προχωρήσουν μόνο με προεδρική βούληση, αλλά απαιτούν ευρύτερη πολιτική στήριξη. Γι’ αυτό, είναι αναγκαίο να οικοδομηθεί μια μίνιμουμ συνεννόηση μεταξύ των κομμάτων, ώστε να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις με μακροπρόθεσμο χαρακτήρα και όχι ως προϊόν συγκυριακών πλειοψηφιών. Η εμπιστοσύνη των πολιτών δεν θα επανέλθει με λόγια, αλλά με έργα που θα έχουν διακομματικό αποτύπωμα.

Η Κύπρος βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η διαφθορά και η κακοδιοίκηση δεν είναι μόνο εσωτερικά τραύματα, αλλά και διαχρονικές στρατηγικές αδυναμίες, που περιορίζουν το διεθνές κύρος και την ανθεκτικότητα του κράτους απέναντι σε εξωτερικές πιέσεις. Η μάχη για τη διαφάνεια και τη χρηστή και αποτελεσματική διακυβέρνηση και διοίκηση είναι ταυτόχρονα μάχη για την επιβίωση και την προοπτική της χώρας. Αν τους επόμενους μήνες γίνουν αποφασιστικά βήματα, τότε η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορέσει ν’ ανακτήσει το χαμένο έδαφος και να ενισχύσει την κοινωνική της συνοχή. Αν όμως χαθεί και αυτή η ευκαιρία, ο κίνδυνος απαξίωσης των θεσμών και διάρρηξης του κοινωνικού ιστού θα γίνει μη αναστρέψιμος. Το ζητούμενο είναι σαφές. Απαιτείται αποφασιστικότητα, διαφάνεια και ειλικρίνεια απέναντι στους πολίτες και στους εταίρους. Η εμπιστοσύνη δεν χαρίζεται, κερδίζεται με έργα και με θυσίες, και η Κύπρος δεν έχει πια περιθώρια για άλλη αναβολή.

*Πανεπιστημιακός-Ανθρωπολόγος, πρώην Πρύτανης