Διεθνή

Πώς θα επηρεάσουν οι αμερικανικές κυρώσεις την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία

Ο εκνευρισμός του Τραμπ απέναντι στον Ρώσο Πρόεδρο δεν μπορεί να κρυφτεί

Οι ΗΠΑ άλλαξαν (για την ώρα) ρότα. Ο Ντόναλντ Τραμπ, που μέχρι πρόσφατα κρατούσε αμφίσημη στάση απέναντι στη Μόσχα, αποφάσισε να τραβήξει την πιο σκληρή γραμμή από ποτέ. Μετά τη ματαίωση της συνάντησής του με τον Βλαντιμιρ Πούτιν στη Βουδαπέστη, ο Αμερικανός Πρόεδρος ανακοίνωσε την επιβολή αυστηρών νέων κυρώσεων κατά της Ρωσίας, στέλνοντας το πιο ηχηρό μήνυμα της δεύτερης θητείας του. Οι κυρώσεις, που πλήττουν καίρια τον ρωσικό ενεργειακό τομέα, θεωρούνται ένδειξη ότι η υπομονή του Τραμπ απέναντι στον Ρώσο ηγέτη έχει εξαντληθεί. Παράλληλα, η απόφαση έρχεται σε μια στιγμή έντονης διπλωματικής κινητικότητας, με τους Ευρωπαίους να πιέζουν ασφυκτικά τον Λευκό Οίκο να παραμείνει σταθερός στο πλευρό της Ουκρανίας.

Η υπομονή του Τραμπ εξαντλήθηκε

Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την επιβολή αυστηρών νέων κυρώσεων κατά της Ρωσίας, για πρώτη φορά στη διάρκεια της δεύτερης θητείας του, σηματοδοτώντας μια σαφή ένδειξη αυξανόμενης απογοήτευσης απέναντι στον Βλαντιμίρ Πούτιν. Η απόφαση ήρθε μετά τη ματαίωση των σχεδιασμών για συνάντηση των δύο ηγετών στη Βουδαπέστη.

Οι κυρώσεις ανακοινώθηκαν την ώρα που ο Αμερικανός Πρόεδρος συναντούσε στο Οβάλ Γραφείο τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, ο οποίος είχε μεταβεί στην Ουάσιγκτον εκπροσωπώντας τον συνασπισμό των Ευρωπαίων ηγετών που προσπαθούν απεγνωσμένα να διατηρήσουν τον Τραμπ στο πλευρό της Ουκρανίας.

Αναλυτές παρατηρούν ότι πλέον ο εκνευρισμός του Τραμπ απέναντι στον Ρώσο Πρόεδρο δεν μπορεί να κρυφτεί. «Κάθε φορά που μιλάω με τον Βλαντιμίρ, έχουμε καλές συζητήσεις, αλλά δεν οδηγούν πουθενά», είπε χαρακτηριστικά. Εξήγησε, επίσης, ότι ακύρωσε τη σύνοδο της Βουδαπέστης επειδή «δεν ένιωθε σωστό». «Δεν φαινόταν πως θα φτάναμε εκεί που πρέπει. Οπότε την ακύρωσα», πρόσθεσε.

Οι νέες αυτές κυρώσεις συγκαταλέγονται στις πιο σημαντικές που έχουν επιβληθεί μέχρι σήμερα κατά του ρωσικού ενεργειακού τομέα από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε αποφύγει στο παρελθόν να πλήξει απευθείας τις μεγάλες εταιρείες, ώστε να επιτρέψει τη νόμιμη αγορά ρωσικού πετρελαίου από συμμάχους των ΗΠΑ. Η στοχοποίησή τους, ωστόσο, ενδέχεται να επιφέρει σοβαρό πλήγμα στα έσοδα της Μόσχας.

Αναλυτές επισήμαναν ότι η αποτελεσματικότητα των μέτρων θα εξαρτηθεί από την αυστηρότητα της εφαρμογής τους. Σύμφωνα με τον αναλυτή του Atlantic Council, Ντάνιελ Τάνεμπαουμ, «πρόκειται για ένα μεγάλο βήμα. Αν όμως δεν επιβληθούν ή δεν απειληθούν με επιβολή δευτερογενών κυρώσεων σε τρίτες χώρες που συναλλάσσονται με τη Ρωσία, το αποτέλεσμα θα είναι περιορισμένο».

Την ίδια ώρα, η σχέση του Τραμπ με τους Ευρωπαίους ηγέτες, ωστόσο, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σκωτσέζικο ντους». Μερικές ημέρες νωρίτερα, ο Ουκρανός Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι είχε επισκεφθεί τον Λευκό Οίκο για να τον πείσει να σταθεί πιο αποφασιστικά στο πλευρό του Κιέβου. Πίσω από τις κάμερες, η συνάντηση δεν πήγε καλά, αφού, σύμφωνα με πληροφορίες, ο Τραμπ πίεσε τον Ζελένσκι να παραχωρήσει εδάφη στη Ρωσία, ώστε να υπάρξει κατάπαυση του πυρός με τους όρους του Πούτιν.

Ειδικοί σημειώνουν ότι οι Ευρωπαίοι φαίνεται πλέον να έχουν μάθει ότι δεν μπορούν να θεωρούν δεδομένη τη στήριξη του Τραμπ απέναντι στη Μόσχα. Όπως σχολιάζουν διπλωματικές πηγές, πρόκειται για έναν σύμμαχο που χρειάζεται συνεχή «παρακολούθηση», γιατί αν μείνει μόνος του, μπορεί να πειστεί εύκολα από τον Πούτιν.

Έτσι επαναλαμβάνεται ένα μοτίβο εδώ και μήνες, προς όφελος της Ρωσίας. Μετά τη συνάντηση Τραμπ–Πούτιν στην Αλάσκα τον περασμένο Αύγουστο, ο Αμερικανός Πρόεδρος εγκατέλειψε τον στόχο της άμεσης εκεχειρίας, αλλά χαρακτήρισε τη συνάντηση «τέλεια». Οι Ευρωπαίοι έσπευσαν τότε στην Ουάσιγκτον να τον «περικυκλώσουν» με μια «σαγηνευτική» διπλωματική εκστρατεία, η οποία προσωρινά φάνηκε να αποδίδει. Το ίδιο συνέβη και στις αρχές του μήνα, όταν ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να προμηθεύσει την Ουκρανία με πυραύλους Tomahawk. Μια τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πούτιν, όμως, ήταν αρκετή για να το αναιρέσει.

Ποια η σημασία των κυρώσεων

Αναλυτές εκτιμούν ότι το πλήγμα στις δύο μεγαλύτερες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες θα εξαρτηθεί από τρεις παράγοντες. Αρχικά από το πόσο αποτελεσματικά θα εφαρμοστούν τα μέτρα, από την αντίδραση των αγορών της Ινδίας και της Κίνας και τέλος από την ικανότητα της Μόσχας να τις παρακάμψει, όπως έχει καταφέρει ώς τώρα.

Σύμφωνα με την επικεφαλής στρατηγικής στη RBC Capital Markets, Χελίμα Κροφτ, «πρόκειται για το πιο ουσιαστικό βήμα μέχρι σήμερα των ΗΠΑ για να κλείσει το ‘‘πολεμικό ΑΤΜ’’ της Ρωσίας. Αν η κυβέρνηση Τραμπ κάνει τα λόγια πράξεις, οι διυλιστές που θέλουν να διατηρήσουν την πρόσβασή τους στις αμερικανικές κεφαλαιαγορές θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν το ρωσικό πετρέλαιο».

Για τη Ρωσία, κάθε μείωση στις εξαγωγές πετρελαίου μεταφράζεται σε απευθείας απώλεια εσόδων, καθώς η ενέργεια συνεισφέρει έως και το ένα τρίτο του κρατικού προϋπολογισμού. Οι κυρώσεις αναμένεται επίσης να επιβαρύνουν τις μεταφορές και τις πληρωμές, να συρρικνώσουν τα περιθώρια κέρδους και να αναγκάσουν τους Ρώσους παραγωγούς να προσφέρουν νέες εκπτώσεις στην παγκόσμια αγορά.

Τα μέτρα έρχονται σε μια κρίσιμη στιγμή για την οικονομία της χώρας, η οποία, μετά από τρία χρόνια αντοχής στις Δυτικές κυρώσεις, δείχνει σημάδια κόπωσης. Η ρωσική ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί, τα επιτόκια παραμένουν υψηλά, το εργατικό δυναμικό μειώνεται και οι δημοσιονομικές πιέσεις από τον πόλεμο εντείνονται. Η Μόσχα έχει αυξήσει τους φόρους και αντλεί κεφάλαια από το αποθεματικό της ταμείο για να καλύψει το διογκούμενο έλλειμμα.

Σύμφωνα με ειδικούς, παρά τη σκληρότητά τους, οι νέες κυρώσεις δύσκολα θα αλλάξουν την πορεία του πολέμου. Οι αλλεπάλληλες αμερικανικές κυρώσεις από το 2022 έχουν αποδυναμώσει την οικονομία της Ρωσίας, χωρίς όμως να σταματήσουν την πολεμική της μηχανή. Ώς τώρα, η ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας οφειλόταν στο γεγονός ότι οι κυρώσεις στόχευαν κυρίως τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ενεργειακού τομέα, αφήνοντας το άμεσο ταμειακό ρεύμα σχεδόν ανέπαφο. Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε επιβάλει περιορισμούς στην Gazprom Neft και τη Surgutneftegas, τις τρίτη και τέταρτη μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας, αλλά όχι στις Rosneft και Lukoil, οι οποίες παράγουν μαζί περίπου το ήμισυ του ρωσικού πετρελαίου. Με την απόφαση Τραμπ, πλέον και οι τέσσερεις μεγάλες βρίσκονται στη «μαύρη λίστα» των ΗΠΑ.

Τις τελευταίες εβδομάδες, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί αξιωματούχοι εργάζονταν από κοινού για τον συντονισμό της πίεσης στη ρωσική οικονομία. Ανώτερη ευρωπαϊκή αντιπροσωπία βρισκόταν στην Ουάσιγκτον την ώρα που το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωνε τα νέα μέτρα. Η συντονισμένη αυτή προσπάθεια αναμένεται να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων. Οι ΗΠΑ διαθέτουν μεγαλύτερη δύναμη επιβολής, και αν μαζί με την Ευρώπη στοχεύσουν εταιρείες και τράπεζες που συναλλάσσονται με τις ρωσικές πετρελαϊκές, μπλοκάροντας παράλληλα τη χρήση των λεγόμενων «σκιωδών πλοίων» που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο, ο αντίκτυπος θα είναι σημαντικός.

Παρά τις προσπάθειες αυτές, η Ρωσία έχει δείξει αξιοσημείωτη ικανότητα να παρακάμπτει τις Δυτικές κυρώσεις, βρίσκοντας νέους αγοραστές, κυρίως στην Κίνα και την Ινδία, και χρησιμοποιώντας άλλα μέσα για τις μεταφορές. Ωστόσο, ακόμη και μια προσωρινή μείωση των ρωσικών εξαγωγών θα αποτελέσει σοβαρό πλήγμα για μια οικονομία που ήδη δείχνει να επιβραδύνεται.

Η αντίδραση της Μόσχας

Εύλογα, η κίνηση του Λευκού Οίκου προκάλεσε κύμα αντιδράσεων από το Κρεμλίνο και τους συμμάχους του Βλαντιμίρ Πούτιν, που έσπευσαν να παρουσιάσουν τις κυρώσεις ως ένδειξη πως «η Ουάσιγκτον είναι πολεμοκάπηλη και όχι ειρηνοποιός». Άλλοι πάλι προσπάθησαν να υποβαθμίσουν τη σημασία των μέτρων, επιμένοντας ότι «η Ρωσία έχει ανοσία στις Δυτικές πιέσεις». Δεν έλειψαν όμως και οι υπενθυμίσεις περί «των γλυκών οικονομικών συμφωνιών» που, όπως υποστήριξαν, είχαν συζητηθεί στο τηλεφώνημα Πούτιν - Τραμπ την περασμένη εβδομάδα.

Μεταξύ εκείνων που επιχείρησαν να υποβαθμίσουν την επίδραση των κυρώσεων ήταν η εκπρόσωπος του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα. «Όσον αφορά εμάς, δεν θα αντιμετωπίσουμε ιδιαίτερες δυσκολίες», είπε, αποφεύγοντας κάθε αναφορά στον Τραμπ. «Η χώρα μας έχει αναπτύξει ισχυρή ανοσία στις Δυτικές κυρώσεις και θα συνεχίσει τη σταθερή ανάπτυξη του οικονομικού της δυναμικού, συμπεριλαμβανομένου του ενεργειακού τομέα».

Πιο οξύς, όπως πάντα, εμφανίστηκε ο πρώην πρόεδρος και νυν αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, που επιδόθηκε σε ένα ακόμη διαδικτυακό ξέσπασμα. «Αν κάποιος είχε ακόμη αυταπάτες, oι ΗΠΑ είναι εχθρός μας και ο πολυλογάς ‘‘ειρηνοποιός’’ τους μπήκε τώρα στον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας», έγραψε στο Telegram. «Ναι, δεν πολεμάει ενεργά στο πλευρό του Κιέβου, αλλά απ’ εδώ και πέρα είναι ο δικός του πόλεμος, όχι του Μπάιντεν».

Ο Μεντβέντεφ συνέχισε στο ίδιο ύφος, κατηγορώντας τον Τραμπ ότι υποκύπτει σε πολιτικές πιέσεις, σημειώνοντας ότι «κάποιοι θα πουν ότι δεν είχε άλλη επιλογή, ότι πιέστηκε από το Κογκρέσο και άλλους. Αλλά αυτό δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Η απόφαση αυτή είναι πράξη πολέμου κατά της Ρωσίας. Και τώρα ο Τραμπ είναι σε πλήρη αλληλεγγύη με την τρελή Ευρώπη».

Η συνάντηση κορυφής που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στη Βουδαπέστη φαίνεται πάντως να έχει «παγώσει». Ο Τραμπ είχε δηλώσει ότι οι δύο Πρόεδροι είχαν συμφωνήσει σε ειρηνευτική διάσκεψη, με στόχο να πιεστεί η Μόσχα για κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία. Ωστόσο, ανώτατοι Ρώσοι αξιωματούχοι, ανάμεσά τους και ο Υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, απέρριψαν εκ νέου κάθε συζήτηση για ανακωχή, υποστηρίζοντας ότι πρέπει πρώτα «να εξαλειφθούν οι βαθύτεροι λόγοι της σύγκρουσης».

Η φράση αυτή, σύμφωνα με Δυτικούς αναλυτές, αποτελεί την πάγια «κωδικοποιημένη» διατύπωση του Κρεμλίνου για την απομάκρυνση του Ουκρανού Προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, τον αφοπλισμό της Ουκρανίας και τη διασφάλιση ότι η χώρα δεν θα ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ. Οι αξιώσεις της Μόσχας οδήγησαν τις ΗΠΑ να αναστείλουν τη σύνοδο της Βουδαπέστης, αν και η ουγγρική κυβέρνηση εξακολουθεί να δηλώνει αισιόδοξη. «Οι προετοιμασίες συνεχίζονται. Το ζήτημα είναι ο χρόνος, όχι η πρόθεση», δήλωσε ο Υπουργός Εξωτερικών Πέτερ Σιγιάρτο σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X.

Η αισιοδοξία αυτή, ωστόσο, απέχει πολύ από τη σκληρή ρητορική που εξακολουθεί να προβάλλει το Κρεμλίνο. «Η Ρωσική Ομοσπονδία παραμένει προσηλωμένη στους αδιαπραγμάτευτους στόχους της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης που ανακοινώθηκαν τον Φεβρουάριο του 2022», τόνισε η Ζαχάροβα, επαναλαμβάνοντας ότι η Ουκρανία πρέπει να μετατραπεί σε «ουδέτερη, μη ευθυγραμμισμένη και μη πυρηνική χώρα, αποναζιστικοποιημένη και αποστρατιωτικοποιημένη» - μόνο έτσι, όπως είπε, «θα επιτευχθεί διαρκής ειρήνη».