Το ιστορικό «ΟΧΙ» και το Έπος του ’40
Η υπερήφανη απάντηση του Μεταξά στο τελεσίγραφο της φασιστικής Ιταλίας.
 
                                        
                                        
                                    
                                Με εθνική υπερηφάνεια τιμά αυτές τις μέρες ο απανταχού Ελληνισμός την επέτειο του ιστορικού ΟΧΙ, που δολιχοδρομεί σαν αέναο φωτεινό μετέωρο στο στερέωμα της παγκόσμιας Ιστορίας. Τη μέρα που εφτά εκατομμύρια Έλληνες απάντησαν με ένα βροντερό ΟΧΙ στα οκτώ εκατομμύρια λογχών της φασιστικής Ιταλίας, η οποία τόλμησε να ζητήσει ελεύθερη διέλευση στρατευμάτων της και κατάληψη ελληνικών εδαφών και στρατηγικών σημείων, από την ουδέτερη μέχρι τη μέρα εκείνη Ελλάδα. Ήταν τρεις ακριβώς η ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 27ης Οκτωβρίου, όταν ο Ιταλός πρέσβης, κόμης Γκράτσι, συνοδευόμενος από τον στρατιωτικό ακόλουθο και έναν διερμηνέα, ανέβηκε στην Κηφισιά, για να επιδώσει στον κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά το ιταμό τελεσίγραφο. Εκείνη την ώρα ο Πρωθυπουργός κοιμόταν και ο φρουρός του σπιτιού του τον ξύπνησε, για να του πει ότι ο πρέσβης της Γαλλίας ζητά επίμονα να τον δει. Είναι απόλυτη ανάγκη. Την ιστορική εκείνη συνάντηση θα την περιγράψει υπό τύπο συνέντευξης ο Γεώργιος Βλάχος στην «Καθημερινή», δέκα μέρες μετά -στις 8 Νοεμβρίου- όπως του την διηγήθηκε ο ίδιος ο Μεταξάς σ’ έναν στενό του φίλο:
«Εις τας τρεις ακριβώς χτυπά το τηλέφωνο που το είχε πάντοτε κοντά του όταν κοιμάται.
- Ποιος;
- Ο πρέσβης της Γαλλίας, κ. Πρόεδρε. Είναι απόλυτος ανάγκη να σας ιδή.
»Ο Μεταξάς μόλις εξυπνών, δεν ηννόη τίποτε. ‘‘Ο πρέσβης της Γαλλίας… Τέτοια ώρα; Επί τέλους κάτι θα συμβαίνη απολύτως σπουδαίον’’. Και άρχισε να ενδύεται. Μία ρόμπα συνεπλήρωσε την πρόχειρον τουαλέταν του και έτσι μόνος -η υπηρεσία του σπιτιού εκοιμάτο- εκατέβη και άνοιξε την εξώθυραν του σπιτιού. Εκεί είδεν εμπρός του εις το προαύλιον, όχι τον πρέσβην της Γαλλίας, αλλά τον Γκράτσι. Τον εχαιρέτισε και επέρασαν και οι δύο δεξιά. Ο Γκράτσι εκάθισεν εις ένα κάθισμα, το οποίον του προσεφέρθη και ευθύς αμέσως, εξάγων ένα μεγάλον φάκελον από την τσέπην του, τον έδωσεν εις τον Πρόεδρον.
- Εκ μέρους της κυβερνήσεώς μου… Και ο Μεταξάς ήρχισε να διαβάζει μόνος, αργά, το ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟΝ. Όταν είχε τελειώσει, η ώρα επλησίαζεν ήδη τρεις και μισή. Το τελεσίγραφο ετέθη εις τον φάκελον.
»Ο Γκράτσι προσέθεσεν:
- Κύριε Πρόεδρε, έχω την εντολήν να σας ανακοινώσω ότι, εις περίπτωσιν μη αποδοχής των όρων τους οποίους ανεγνώσατε, τα ιταλικά στρατεύματα θα εισβάλουν εις την Ελλάδα την έκτην πρωινήν.
»Ο κ. Μεταξάς εσηκώθη:
- Κύριε πρέσβη, τού είπε, το περιεχόμενον του τελεσιγράφου και ο τρόπος κατά τον οποίον μου επεδόθη σημαίνουν πόλεμον εκ μέρους της Ιταλίας.
»Ο Γκράτσι διέκοψε:
- Αν δώσετε διαταγήν εις τα στρατεύματά σας ν’ αφήσουν εις τα ιταλικά ελευθέραν δίοδον…
»Ο κ. Μεταξάς:
- Δεν πρόκειται να δώσω καμμίαν διαταγήν εις τα στρατεύματά μας να αφήσουν στα ιταλικά στρατεύματα ελευθέραν την είσοδον. Αλλά προσέξατε: Και αν ακόμη επρόκειτο να την δώσω –ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΔΩΣΩ- η ώρα είναι τρεις και μισή. Πρέπει να ενδυθώ, να κατέβω εις τα Αθήνας, νε εξυπνήσω τον βασιλέα, ο οποίος είναι εις το Τατόι, να φέρω τον Υπουργόν των Στρατιωτικών και τον Αρχηγόν του Επιτελείου, οι οποίοι όλοι κοιμούνται, να εξυπνήσω στρατιωτικούς υπαλλήλους, τηλεγραφητάς και να κατορθώσω να φθάση η απόφασίς μας προ της έκτης πρωινής εις τα προκεχωρημένα φυλάκια των συνόρων μας. Αυτό πρακτικώς είναι αδύνατον. Σας το λέγω, όχι διά να νομίσετε ότι θα έδιδα ποτέ μίαν τοιούτου είδους διαταγήν, αλλά διά να εννοήσητε ότι γνωρίζω ότι, η Ιταλία, μη καταλείπουσα ουδεμίαν εκλογήν μεταξύ συρράξεως και ειρήνης, κηρύσσει εις την Ελλάδα τον πόλεμον.
»Και δίδων εις τον Γκράτσι να εννοήση ότι η συνέντευξις ετελείωσεν:
‘‘Alors c’ est la guerre’’ (Τότε έχομεν πόλεμον).
- Δεν είναι τούτο απαραίτητον. Η ιταλική κυβέρνησις ελπίζει ότι θα δεχθείτε την αξίωσίν της και θ’ αφήσετε τα ιταλικά στρατεύματα να διέλθουν διά να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
- Και πού είναι τα στρατηγικά αυτά σημεία της χώρας, περί των οποίων ομιλεί η διακοίνωσις;
- Δεν είμαι εις θέσιν να σας είπω, Εξοχότατε. Η κυβέρνησίς μου δεν με ενημέρωσε… Γνωρίζω μόνον ότι το τελεσίγραφον εκπνέει εις τας 6 το πρωί.
- Εν τοιαύτη περιπτώσει, η διακοίνωσις αυτή αποτελεί κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
- Όχι, εξοχότατε. Είναι τελεσίγραφον.
- Ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
- Ασφαλώς όχι, διότι πιστεύω ότι θα παράσχετε τας διευκολύνσεις, τας οποίας ζητεί η κυβέρνησίς μου.
- ΟΧΙ! Ούτε λόγος δύναται να γίνη περί ελευθέρας διελεύσεως. Ακόμη, όμως, και αν υπετίθετο ότι θα έδιδα μίαν τοιαύτην διαταγήν, (την οποίαν δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω), είναι τώρα τρεις το πρωί. Πρέπει να ετοιμασθώ να κατέβω εις τας Αθήνας, να εξυπνήσω τον βασιλέα, να καλέσω τον Υπουργόν Στρατιωτικών και τον Αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου, να θέσω εις κίνησιν όλας τας στρατιωτικάς τηλεγραφικάς υπηρεσίας, ούτως ώστε μία τοιαύτη απόφασις να καταστή δυνατόν να γίνη γνωστή εις τα πλέον προκεχωρημένα τμήματά μας των συνόρων. Όλα αυτά είναι πρακτικώς αδύνατα. Η Ιταλία, η οποία δεν μας παρέχει καν τη δυνατότητα να εκλέξωμεν μεταξύ πολέμου και ειρήνης, κηρύσσει ουσιαστικά τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος.
»Κατόπιν ο Μεταξάς, υποδεικνύοντας στον Ιταλό πρέσβη ότι η συνομιλία τους είχε τελειώσει, πρόσθεσε: ‘‘Πολύ καλά, λοιπόν, έχομεν πόλεμον’’.
»Ο κόμης Γκράτσι υποκλήθηκε ‘‘με βαθύτατο σεβασμό - όπως γράφει ο ίδιος, προ του υπερήφανου γέροντος, ο οποίος δεν εδίστασε ουδ’ επί στιγμήν να εκλέξη διά την πατρίδα του την οδόν της θυσίας, αντί της ατιμώσεως’’, και ανεχώρησε χωρίς χειραψία των δυο ανδρών».
*Την επόμενη Κυριακή το Β΄ Μέρος
 
            Η ιδιόχειρη εγγραφή της 28ης Οκτωβρίου 1940 στο προσωπικό ημερολόγιο του Ιωάννη Μεταξά.
 
            Ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ επευφημείται από τα πλήθη εξερχόμενος του Γενικού Στρατηγείου.
 
                        
                         
                                
                                 
                                
                                