Πώς τα εντάλματα τινάζουν στον αέρα σοβαρές ποινικές υποθέσεις - Οι ακυρώσεις φέρνουν στο φως αδυναμίες και παραλείψεις
Χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση τα εντάλματα μετατρέπονται σε υπερεξουσία
Στο προσκήνιο τίθεται το ζήτημα των ενταλμάτων έρευνας και των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται πριν εκδοθούν. Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια καταγράφεται το φαινόμενο να παραχωρούνται εντάλματα χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζει η Αστυνομία. Το αποτέλεσμα είναι να δίνονται υπερεξουσίες στους ανακριτές, με αποφάσεις που προσφέρουν πλήρη ελευθερία κινήσεων, χωρίς έλεγχο.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Σ», σειρά ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου τα τελευταία δύο χρόνια έχει δείξει ότι αρκετά εντάλματα βασίζονται σε ισχυρισμούς και πληροφορίες που δεν ελέγχθηκαν σε βάθος. Αυτό οδηγεί σε σοβαρές παρατυπίες, που παραβιάζουν τον νόμο, χωρίς ωστόσο να επιβάλλονται κυρώσεις σε όσους τις προκαλούν.
Αφορμή αποτελούν οι εκκρεμείς προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με την ακύρωση των ενταλμάτων έρευνας και συλλογής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των κατηγορουμένων στην υπόθεση του βαρυποινίτη και της συντρόφου του. Σημειώνεται πως, ως αποτέλεσμα ήταν να αναβληθεί της Παρασκευή η διαδικασία απάντησης στις κατηγορίες από τους επτά κατηγορουμένους στην υπόθεση.
Η υπόθεση ήταν προγραμματισμένη να εκδικαστεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, με σκοπό να δηλώσουν οι κατηγορούμενοι αν παραδέχονται ή όχι τις κατηγορίες.
Ωστόσο, οι συνήγοροι υπεράσπισης του βαρυποινίτη και τριών ακόμη κατηγορουμένων ζήτησαν αναβολή, επισημαίνοντας ότι στο Ανώτατο εκκρεμεί διαδικασία ακύρωσης των σχετικών ενταλμάτων. Ο δικηγόρος Δημήτρης Τσολακίδης ανέφερε ότι έχει ήδη δοθεί άδεια για την καταχώρηση ένστασης από τη Δημοκρατία στις 14 Οκτωβρίου. Όπως σημείωσε, σε περίπτωση που οι αιτήσεις γίνουν δεκτές, το αποτέλεσμα θα επηρεάσει την ουσία της υπόθεσης.
Οι ισχυρισμοί της Αστυνομίας
Υπενθυμίζεται ότι η Αστυνομία υποστήριξε πως ο βαρυποινίτης, παρά την κράτησή του, είχε συνεχή επικοινωνία με άτομα εκτός Φυλακών μέσω εφαρμογών ανταλλάσσοντας κλήσεις, μηνύματα και φωτογραφίες. Με βάση αυτό, του καταλογίζεται ότι ήταν ο εγκέφαλος κυκλώματος ναρκωτικών, παράνομου τζόγου και «προστασίας». Σύμφωνα με την εκδοχή της Αστυνομίας, συνεργάτης του συνέλεγε τα χρήματα και τα παρέδιδε στην 37χρονη.
Ένα μέρος, όπως λέγεται, φυλασσόταν στα σπίτια της οικογένειάς της. Η ένορκη δήλωση του υπαστυνόμου Θεοδωρίδη έκανε λόγο για «εύλογη αιτία» να πιστεύεται ότι σε αυτά τα υποστατικά βρίσκονταν χρήματα, κινητά, πίνακες μεγάλης αξίας και άλλα τεκμήρια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή αυτή και ενέκρινε τα εντάλματα.
Το Δικαστήριο όρισε νέα ημερομηνία για απάντηση στις κατηγορίες στις 21 Νοεμβρίου. Όλοι οι κατηγορούμενοι, εκτός από τον βαρυποινίτη που ήδη εκτίει πολυετή ποινή φυλάκισης, αφέθηκαν ελεύθεροι υπό αυστηρούς περιοριστικούς όρους. Αυτοί περιλαμβάνουν κατάθεση εγγύησης ύψους 50 χιλιάδων ευρώ, εγγραφή των ονομάτων τους στο «stop list», απαγόρευση μετάβασης στα κατεχόμενα και εβδομαδιαία παρουσία σε αστυνομικό σταθμό.
Σε ό,τι αφορά τον βαρυποινίτη, το Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα της κατηγορούσας Αρχής να παραμείνει υπό κράτηση, λόγω κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων. Υπενθυμίζεται ότι έχει καταδικαστεί σε 22 χρόνια κάθειρξη, απόφαση για την οποία έχει ασκήσει έφεση που εκκρεμεί. Ο συνήγορός του διατήρησε το δικαίωμα να διαφοροποιήσει τη στάση του σε περίπτωση που η έφεση έχει θετική έκβαση.
Πέραν του βαρυποινίτη, κατηγορούμενοι είναι μια 37χρονη επιχειρηματίας, οι γονείς και ο αδελφός της, ένας 40χρονος από την επαρχία Αμμοχώστου, καθώς και μια 26χρονη δεσμοφύλακας των Κεντρικών Φυλακών.
Όλοι τους αντιμετωπίζουν κατηγορίες για σοβαρά αδικήματα, όπως συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος και πλημμελήματος, παραβάσεις του νόμου περί πρόληψης της διαφθοράς, παράνομη κατοχή περιουσίας, καθώς και αδικήματα που σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Η ευρύτερη διάσταση
Η υπόθεση φέρνει ξανά στην επιφάνεια το διαχρονικό ζήτημα της αυστηρότητας που πρέπει να επιδεικνύεται όταν εγκρίνονται αιτήσεις για έρευνες σε οικίες ή άλλα υποστατικά.
Η προστασία της ατομικής ελευθερίας και της ιδιωτικής ζωής απαιτεί από τους Δικαστές να μην περιορίζονται στην τυπική αποδοχή ισχυρισμών, αλλά να διαπιστώνουν αν τα στοιχεία που παρουσιάζονται δημιουργούν εύλογες υπόνοιες.
Το Ανώτατο με τις αποφάσεις του υπενθυμίζει ότι τα εντάλματα έρευνας δεν είναι τυπική διαδικασία. Απαιτούνται συγκεκριμένα δεδομένα και ξεκάθαρες συνδέσεις με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Μόνο έτσι διασφαλίζεται ότι δεν θα γίνονται παραβιάσεις δικαιωμάτων και ότι η Δικαιοσύνη θα λειτουργεί με διαφάνεια και σεβασμό στο Σύνταγμα.
Όπως πληροφορείται η «Σ», τα σημαντικά προβλήματα στη διαδικασία έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας υπόπτων στις ποινικές υποθέσεις έφερε στο φως το περασμένο διάστημα, έγγραφο της Νομικής Υπηρεσίας προς την Αστυνομία.
Τι έδειξαν οι ακυρώσεις ενταλμάτων
Τους πρώτες μήνες του 2025, τέσσερα εντάλματα, που είχαν ήδη εκτελεστεί, ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, προκαλώντας σοβαρό πλήγμα στο έργο της Αστυνομίας. Οι ακυρώσεις οφείλονταν σε τυπικό σφάλμα καθώς οι επαρχιακοί Δικαστές, κατά την έγκριση των ενταλμάτων, παρέλειψαν να διαγράψουν τη λέξη «δεν» σε γραφή του τύπου «έχω/δεν έχω ικανοποιηθεί». Η παράλειψη αυτή καθιστά το κείμενο ασαφές και επιτρέπει δικαστική αμφισβήτηση της εγκυρότητας των ενταλμάτων.
Στις διατάξεις των ενταλμάτων που υποβάλλονται από τους ανακριτές περιλαμβάνεται η φράση «έχω/δεν έχω ικανοποιηθεί», υποχρεώνοντας τον Δικαστή να σβήσει το αρνητικό σημείο, εφόσον κρίνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις. Σε πολλές από τις περιπτώσεις, όμως, δεν έγινε αυτή η διαγραφή ούτε από τους δικαστές ούτε από τους ανακριτές, γεγονός που οδήγησε στην ακύρωση των ενταλμάτων.
Παρεμβάσεις και αλλαγές διαδικασίας
Η Νομική Υπηρεσία στην επιστολή χαρακτήριζε την επεξεργασία της φράσης «έχω/δεν έχω ικανοποιηθεί» ως «λανθασμένη και παραπλανητική». Περαιτέρω, πρότεινε όπως σε όλα τα εντάλματα απομονώνεται η θετική φράση «…έχω ικανοποιηθεί», δίνοντας στον Δικαστή τη δυνατότητα να προσθέτει το «δεν» μόνο εάν θεωρήσει ότι δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις.
Για εφαρμογή αυτής της οδηγίας, η Αστυνομία εξέδωσε εσωτερικό σημείωμα προς τους αρμόδιους αστυνομικούς, ζητώντας να ελέγχουν ότι στα υποβαλλόμενα εντάλματα ο Δικαστής έχει συμπληρώσει σωστά τις προβλεπόμενες ενέργειες και να εξηγούν στον Δικαστή την πρόνοια για προσθήκη «δεν» όπου χρειάζεται.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά δόκιμο αστυφύλακα που είχε απολυθεί κατόπιν σύλληψης για υπόθεση ναρκωτικών τον Φεβρουάριο του 2025. Τα εντάλματα που είχαν εκδοθεί εναντίον του ακυρώθηκαν μετά από προσφυγή στο Ανώτατο, όπου διαπιστώθηκε η ίδια αβλεψία στην αναφορά «έχω/δεν έχω». Σ’ εκείνην την περίπτωση, δεν ασκήθηκε ένσταση εκ μέρους της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα, με αποτέλεσμα το Ανώτατο να ακυρώσει τα εντάλματα.
Παρά το γεγονός ότι τα λάθη αυτά αφορούν διαδικαστικά ζητήματα, οι επιπτώσεις τους είναι σημαντικές, καθώς η ακύρωση ενταλμάτων μπορεί να διασπάσει υποθέσεις, να εμποδίσει ανακριτικό έργο και να εγείρει ζητήματα αξιοπιστίας.
Οι παρεμβάσεις της Νομικής Υπηρεσίας και της Αστυνομίας δείχνουν ότι καταβάλλονται προσπάθειες για αποτροπή επανάληψης των σφαλμάτων. Ανοικτό παραμένει το ερώτημα πόσο συχνό ήταν αυτό το φαινόμενο στο παρελθόν και πόσες άλλες υποθέσεις μπορεί να έχουν επηρεαστεί χωρίς να γίνει αντιληπτό.